Στα ερωτήματα αυτά επιχείρησαν να απαντήσουν οι συμμετέχοντες στο πάνελ με θέμα "Διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για ανάπτυξη, με μεγαλύτερη συμμετοχή", που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του Οικονομικού Φόρουμ Δελφών και το οποίο συντόνισε η δημοσιογράφος κα Μαρία Χούκλη, ενώ στο τέλος παρενέβη ο πρώην πρόεδρος της Κομισιόν κ. Μάριο Μόντι.
Ο πρώην γενικός γραμματέας του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Ισπανίας και πρώην αρχηγός της ισπανικής αντιπολίτευσης κ. Pedro Sanchez επισήμανε καταρχήν πως όταν οι άνθρωποι και ιδίως η μεσαία τάξη ακούνε έναν πολιτικό να μιλά για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, αισθάνονται πως είναι κακά τα νέα. Τα τελευταία χρόνια, πρόσθεσε, μεταρρυθμίσεις σημαίνει υψηλότερους φόρους, χαμηλότερους μισθούς και συντάξεις και διάλυση της αγοράς εργασίας.
Πρότεινε λοιπόν "να αναθεωρήσουμε την ορολογία και τις εκφράσεις που χρησιμοποιούμε".
Ο κ. Sanchez τόνισε επίσης ότι καθώς θέλουμε μεταρρυθμίσεις διαρκείας, πρέπει να οικοδομηθούν συμμαχίες, όχι όμως μόνο με την παραδοσιακή έννοια, δηλαδή μεταξύ κομμάτων που συνεργάζονται, αλλά και μεταξύ κοινωνικών μηνυμάτων, δηλαδή μεταξύ πόλεων, επιχειρήσεων, φορέων της κοινωνίας των πολιτών, περιφερειών.
Η πρόεδρος του Δικτύου για τη Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη κα Άννα Διαμαντόπουλου αναφέρθηκε στις διαφορές νότου- βορρά ΕΕ, στην πολυνομία σε Ελλάδα και Ιταλία, καθώς όπως σημείωσε νομοθετούνται αλλαγές που όμως δεν εφαρμόζονται.
"Χρειαζόμαστε μία μεταρρύθμιση, στην οποία θα μπορούσαν να υπάρξουν συναινέσεις, η οποία να αφορά στην ηλεκτρονική διακυβέρνηση' πρότεινε, επισημαίνοντας ότι αυτό είναι κάτι που δεν θα ονόμαζε αριστερό ή δεξιό, χωρίς να είναι βέβαια ουδέτερο.
Η κ.Διαμαντοπούλου επισήμανε ότι έχουμε μπει στην εποχή των κυβερνήσεων συνεργασίας, χαρακτήρισε όμως τη σημερινή κυβέρνηση ένα πολιτικό τέρας, που έχει ενώσει τα δύο άκρα" και το οποίο δεν έχει προγραμματική συμφωνία.
Εκτίμησε ότι πρέπει να αναπτυχθεί μία κουλτούρα συνεργασίας που δε θα ενοχοποιεί τα κόμματα, δηλαδή γιατί συνεργάστηκε ένα σοσιαλδημοκρατικό με ένα δεξιό, εφόσον είναι προς το συμφέρον της χώρας, αλλά -τόνισε- αυτό θα συμβεί μόνο εάν υπάρχει ένα πρόγραμμα κοινό των συνεργαζόμενων κομμάτων που θα γνωρίζουν οι πολίτες.
Εξέφρασε επίσης την άποψη ότι οι δύο πόλοι πια δεν έχουν τα χαρακτηριστικά του παρελθόντος, αλλά είναι θέμα λαϊκισμού και ευρωπαϊσμού.
Σε ερώτημα για το χώρο της ελληνικής κεντροαριστεράς, η κ.Διαμαντοπούλου υποστήριξε ότι: "Το ΠΑΣΟΚ έτσι όπως το γνωρίσαμε έκλεισε τον κύκλο του. Χρειάζεται σεβασμός και αναγνώριση της ιστορίας, αλλά χρειάζεται και η δημιουργία ενός νέου χώρου από το μηδέν".
Χρησιμοποίησε μάλιστα μία έκφραση που άκουσε από τον 23χρονο γιο της: "Δεν μπορούμε να ακούμε μπακαλιάρους, δηλαδή κάτι που είναι κατεψυγμένο και κλισέ".
Υποστήριξε ότι πρέπει να μπεί μία νέα βάση για επαναδημιουργία αυτού του χώρου και όχι απλή ένωση προσωπικοτήτων. "Πιστεύετε ότι εάν γυρίσουν στελέχη, εάν πάω εγώ και άλλοι δέκα σαν και μένα στο συγκεκριμένο ΠΑΣΟΚ θα γυρίσουν και οι πολίτες; Όχι βέβαια", είπε, σχολιάζοντας ότι ο προοδευτικός χώρος πρέπει να έχει ένα λόγο ύπαρξης πέρα από το ερώτημα εάν θα πάει με το Μητσοτάκη ή το ΣΥΡΙΖΑ.
Ο αναπληρωτής υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της Ιταλίας κ. Sandro Gozi στο ερώτημα εάν μπορεί να επωφεληθεί η Ιταλία εκτός ευρώ, απάντησε κοφτά: "Όχι. Τελεία".
Τόνισε όμως ότι εάν αφήσουμε τα πράγματα ως έχουν σήμερα, θα επωφεληθεί το Κίνημα των Πέντε Αστέρων και η Λέγκα του Βορρά και αυτό θα σημαίνει κακά νέα όχι μόνο για την Ιταλία, αλλά για ολόκληρη την Ευρώπη, καθώς θα τεθεί το ερώτημα εάν θα επιβιώσει η Ευρωζώνη και θα είναι οδός για ανάπτυξη λαϊκίστικων κινημάτων στην Ευρώπη.
Εκτίμησε ότι επείγουσα ανάγκη για την Ευρώπη δεν είναι να παράγουμε πλεονάσματα, αλλά να επενδύσουμε. Υπενθύμιζε εξάλλου πως "δεν είναι Σύμφωνο μόνο Σταθερότητας, αλλά και Ανάπτυξης". Πρότεινε λοιπόν την ανάπτυξη νέων εργαλείων που θα συμφωνηθούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο και που θα προάγουν τις επενδύσεις.
Είπε επίσης ότι είναι αληθές πως όταν μιλάμε για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις η μεσαία τάξη της Ιταλίας αντιδρά αρνητικά και δεν είναι ο όρος μεταρρυθμίσεις αλλά ο όρος μεταρρύθμιση που προκαλεί αντίδραση.
Εκτίμησε ότι το πρόβλημα είναι πως οι σοβαρές μεταρρυθμίσεις βραχυπρόθεσμα είναι επώδυνες και εάν δε συνοδεύονται από πολιτικές που θα φέρουν κοινωνική ισορροπία, τότε θα υπάρχει αντίσταση στην εφαρμογή.
Συμφώνησε επίσης ότι αν και υφίσταται η διάκριση αριστεράς- δεξιάς, οι νέες διαχωριστικές γραμμές είναι μεταξύ συντηρητικών και προοδευτικών, ευρωπαϊστών και αντιευρωπαϊστών, ανοιχτής και κλειστής κοινωνίας.
Από την πλευρά του ο Sir Χριστόφορος Πισσαρίδης, νομπελίστας, καθηγητής του London School of Economics και καθηγητής Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Κύπρου, επισήμανε ότι το μεγάλο λάθος που έκαναν οι μεταρρυθμιστές στην Ελλάδα ήταν ότι επέμειναν στην αγορά εργασίας και όχι στην αγορά προϊόντων.
"Το να ανοίξει κανείς την αγορά εργασίας, όταν υπάρχουν περιορισμοί στην αγορά προϊόντων, μονοπώλια κλπ δεν έχει αποτέλεσμα", εξήγησε.
Εξέφρασε επίσης την άποψη ότι το κλειδί της επιτυχίας δεν είναι εάν έχει κανείς ένα κόμμα στην εξουσία ή ένα συνασπισμό κομμάτων, αλλά το να έχεις την ιδιοκτησία των μεταρρυθμίσεων. "Οι μεταρρυθμίσεις επιτυγχάνουν σε μία χώρα όταν υπάρχει μία ισχυρή ομάδα στον πληθυσμό, που πιστεύει ότι θα είναι σε καλύτερη θέση μετά τις μεταρρυθμίσεις. Στην Ελλάδα κανείς δεν το πιστεύει αυτό", είπε.
Σχολίασε επίσης ότι: "Κινητήρια δύναμη της Ευρώπης και της Ευρωζώνης ήταν η Γαλλία και η Γερμανία. Τώρα η Γαλλία που είναι; Η Γερμανία κάνει αυτό που τη συμφέρει ως χώρα. Τη Γαλλία κατακρίνω περισσότερο για την κατάσταση και ελπίζω μετά τις εκλογές να υπάρχει ένας πρόεδρος με περισσότερο ευρωπαϊκό όραμα".
Ο ιδρυτής και πρόεδρος των Φιλων της Ευρώπης, πρώην ανταποκριτής των Financial Times στις Βρυξέλλες, κ. Giles Merritt πάντως σχολίασε: "Οι συζητήσεις για μεταρρυθμίσεις μου θυμίζουν 28 ανθρώπους σε μία βάρκα, που έχει μία μεγάλη τρύπα. Ο καθένας προσπαθεί να βγάλει με ένα κουβά το νερό από τη βάρκα. Το πρόβλημα είναι ότι η τρύπα μεγαλώνει. Ίσως με μεταρρυθμίσεις μπορούν να βγάλουν το νερό πιο γρήγορα, αλλά ουσιαστικά η βάρκα βυθίζεται. Φοβούμαι ότι η συζήτηση για μεταρρυθμίσεις μεταμφιέζει το ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα, τη βάρκα που βυθίζεται, που είναι η γήρανση και σμίκρυνση της Ευρώπης".
Ο κ. Merritt σημείωσε ότι το βασικό ζήτημα είναι το μέγεθος του ανθρώπινου δυναμικού που μειώνεται, καθώς ουσιαστικά απομακρύνεται ένα μεγάλο κομμάτι της κατανάλωσης και περιορίζεται η ανάπτυξη.
Ο καθηγητής του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, κ. Πάνος Τσακλόγλου τέλος τόνισε ότι έρευνες δείχνουν ότι οι οικονομίες που αναπτύσσονται ταχύτερα και μακροχρόνια, είναι αυτές που έχουν θεσμούς οι οποίοι προωθούν ευέλικτες ανταγωνιστικές αγορές.
Χρειαζόμαστε λοιπόν πρώτα, επισήμανε, μεταρρυθμίσεις που απελευθερώνουν τις αγορές, καθώς οι νότιες χώρες είναι λιγότερο ανταγωνιστικές από τις βόρειες.
Συμφώνησε με τον κ.Πισσαρίδη ότι έχει προχωρήσει πολύ η απελευθέρωση της αγοράς εργασίας, αλλά πρέπει να γίνουν μεταρρυθμίσεις στην αγορά προϊόντων και στο δημόσιο, με στόχο ένα κράτος φιλικό κυρίως προς τον επιχειρηματία, αλλά και τον πολίτη.
Τόνισε ότι κανένας φόρος δεν είναι καλός για την ανάπτυξη, αλλά ο ΟΟΣΑ έχει κάποιες προτάσεις για το μείγμα φόρων με τα καλύτερα αποτελέσματα: "Εάν θέλεις ταχύτερη οικονομική ανάπτυξη, πρέπει να μειώσεις τη φορολογία κερδών και τους περιβαλλοντικούς φόρους στην παραγωγή, καθώς και τη διαφορά ανάμεσα στο τι πληρώνει ο εργοδότης και τι παίρνει ο εργαζόμενος. Πρέπει να αυξήσεις το φόρο περιουσίας και τον περιβαλλοντικό φόρο στην κατανάλωση" είπε.
Εκτίμησε ότι η υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων είναι δύσκολη πρώτον λόγω timing (το κόστος σήμερα, τα οφέλη αργότερα) και δεύτερον γιατί θίγονται λίγοι πολύ και ωφελούνται πολλοί λίγο.
Το λόγο πήρε στο τέλος ο κ.Μόντι, ο οποίος υπενθύμισε ότι στην Ιταλία ο πρώτος που έκανε λόγο για "μεταρρύθμιση δομών" ήταν τη δεκαετία του '60 ο ηγέτης της άκρας αριστεράς του σοσιαλιστικού κόμματος Ρικάρντο Λομπάρντι εννοώντας κρατικοποιήσεις.
Ανέφερε ένα άλλο είδος κυβερνήσεων συνεργασίας, των συνασπισμών κομμάτων ως εργαλεία για την εξισορρόπηση των θυσιών που κάνουν τα κόμματα και οι εκλογείς τους. Υπενθύμισε ότι ο ίδιος το 2011, όταν οι αγορές έδιναν 40% πιθανότητες χρεοκοπίας της Ιταλίας και χρειαζόταν μεταρρυθμίσεις αλλά δεν ήθελε κανείς να φέρει την τρόικα, αναζητώντας την πλειοψηφία εξέδωσε ένα κείμενο προς όλα τα κόμματα και το υπέγραψαν πλην της άκρας δεξιάς και αριστεράς.