Όσοι παρακολουθούν το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι γνωρίζουν ότι, μετά από κάθε κρίση, η Ευρώπη βγαίνει ενισχυμένη θεσμικά και πιο ενωμένη πολιτικά
Ο κύριος εχθρός της ΕΕ βρίσκεται εντός των τειχών: είναι η φοβική, αμυντική και εσωστρεφής στάση. Είναι η επιστροφή στην λογική του κράτους-έθνους που δημιουργήθηκε τον 19ο αιώνα. Εθνοκεντρισμός και απομάκρυνση από την εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης συμβαδίζουν. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι όλα πρέπει να εκπορεύονται από τις «’Βρυξέλλες». Οι προ του βρεταννικού δημοψηφίσματος συζητήσεις για την αποτροπή του Brexit απέδειξαν ότι μπορεί να υπάρξει τρίτος δρόμος μεταξύ της επανεθνικοποίησης των πολιτικών και τού «όλα στις Βρυξέλλες»: είναι ο επαναπατρισμός αρμοδιοτήτων για την εφαρμογή του κοινοτικού κεκτημένου και των πολιτικών που απορρέουν.
του
Τάκη Αναστόπουλου*
Εν αρχή υπήρξε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος και η θέληση της Ευρώπης μετά από αυτόν να ζήσει ειρηνικά, έστω και διαιρεμένη. Έτσι γεννήθηκε το όραμα της ένωσης της Ευρώπης, το οποίο μπήκε σε εφαρμογή με την υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης πριν 60 χρόνια. Το πρώτα έξι ιδρυτικά μέλη των τότε Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έγιναν εννέα το 1973, δέκα το 1981 με την είσοδο της Ελλάδος, δώδεκα το 1986 και δεκαπέντε το 1995, όταν η ΕΟΚ είχε μετατραπεί σε Ευρωπαϊκή Ένωση. Στο μεταξύ, όμως, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση πήγαινε αρκετά βήματα μπροστά, ιδιαίτερα μετά από κρίσεις.
Οι ιστορικές ανακατατάξεις στην ευρωπαϊκή ήπειρο μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ επιτάχυναν την διεύρυνση, με δέκα νέα μέλη το 2004. Υποτιμήθηκε όμως η ανάγκη να υπάρξει η απαραίτητη εμβάθυνση. Η συζήτηση περιορίστηκε στην αναζήτηση νέων θεσμικών προσαρμογών. Οι Συνθήκες του Άμστερνταμ (1996) και της Νίκαιας (2001) αναλώθηκαν σε «διαδικαστικής» φύσεως διευθετήσεις, χωρίς να ξεκαθαρίζουν το θεσμικό τοπίο.
Η πρόωρη λήξη της αποτυχημένης Προεδρίας Σαντέρ στην Επιτροπή (1999) έγινε με φόντο μία ακόμα θεσμική κρίση. Η πίεση που ασκήθηκε για μεγαλύτερη δημοκρατική νομιμοποίηση της λειτουργίας της Επιτροπής βρήκε υποστηρικτές από όλους τους θεσμικούς παράγοντες. Μετά τα διαχειριστικά λάθη του προκατόχου του, ο Πρόντι προσπάθησε να ενισχύσει το κύρος της Επιτροπής βάζοντας τάξη στο εσωτερικό των υπηρεσιών της. Κυρίως, όμως, ο Πρόντι θέλησε να εμφυσήσει νέο πνεύμα στην λειτουργία της ΕΕ με την εισαγωγή σύγχρονης αντίληψης περί Διακυβέρνησης. Η Λευκή Βίβλος για την Ευρωπαϊκή Διακυβέρνηση (21/7/2001), ενώ θεωρήθηκε επαρκής βάση διαλόγου, εντούτοις δεν έτυχε συστηματικής εξέτασης από τους θεσμούς.
Προς στιγμήν το εκκρεμές του ευρωπαϊκού οράματος αιωρήθηκε από την ευρω-απαισιοδοξία προς την ευρω-αισιοδοξία. Οι φεντεραλιστές (κυρίως Κοινοβούλιο και Επιτροπή, αλλά και Συμβούλιο λόγω της συγκυρίας της Βελγικής Προεδρίας) πίστεψαν ότι είχε έρθει η ώρα να καταφέρουν ένα πλήγμα στους εθνοκεντρικούς και να προχωρήσουν στην κατάρτιση ενός νέου καταστατικού χάρτη της ΕΕ, ο οποίος, αν και θα συνέχιζε να έχει τον χαρακτήρα Συνθήκης, ονομαζόταν Σύνταγμα -σαν να επρόκειτο, δηλαδή, η ΕΕ να αντλεί πλέον την ισχύ της όχι από τα συμβαλλόμενα κράτη, αλλά κατευθείαν από τους λαούς.
Το ευφορικό σύνθημα έδωσε η Δήλωση στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Λάκεν, με οικοδεσπότη τον Βέλγο Πρωθυπουργό Βερχόφστατ (Δεκέμβριος 2001), όπου αποφασίστηκε η σύγκληση της Συνέλευσης για το μέλλον της Ευρώπης. Η διαδικασία ήταν πρωτόγνωρη (συμμετείχαν κυβερνήσεις, θεσμοί, οργανωμένη κοινωνία των πολιτών και δόθηκε η δυνατότητα σε παράγοντες της οικονομικής ζωής και σε μεμονωμένους πολίτες να υποβάλουν προτάσεις), πλην όμως ήταν ατελέσφορη. Όταν ήρθε η ώρα της επικύρωσης (α' εξάμηνο 2005) τα δημοψηφίσματα σε Γαλλία και Ολλανδία απέρριψαν το Ευρωσύνταγμα με 54,9% και 61,5% αντίστοιχα. Η συζήτηση έληξε άδοξα και χρειάστηκε μία νέα αναθεώρηση της Συνθήκης, πέντε χρόνια αργότερα, στην Λισαβώνα. Αυτή την φορά οι πρωτοβουλίες συγκεντρώθηκαν στο επίπεδο του Συμβουλίου. Το Ευρωκοινοβούλιο (που σε κάθε αναθεώρηση διεύρυνε τις αρμοδιότητες του) αναγνωρίστηκε αδιαμφισβήτητος συνομιλητής. Ο ρόλος της Επιτροπής συνεχώς υποχωρούσε. Ο Πρόντι, από οραματικός Πρόεδρος έγινε ο πραγματιστής παρατηρητής της διαρκώς συρρικνούμενης επιρροής του θεσμού τον οποίο υπηρετούσε.
Η νέα χιλιετία συμπίπτει με την απαρχή της έντονης ιδεολογικοποίησης της λειτουργίας της Επιτροπής: είναι η εποχή Μπαρόζο. Το άνοιγμα των αγορών και η ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών δίνει νέο περιεχόμενο στην κοινωνική κρίση, με πρώτο θύμα το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο. Η παγκοσμιοποίηση οδηγεί σε μετεγκατάσταση των επιχειρήσεων και σε απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων. Η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων δημιουργεί φαινόμενα κοινωνικού ντάμπινγκ. Ενώ η οικονομική κρίση, που έπληξε σχεδόν το σύνολο των οικονομιών, οδήγησε σε θεσμική θωράκιση της ευρωζώνης, εντούτοις η συνταγή που ακολουθήθηκε για την τιθάσευσή της είχε δραματικές επιπτώσεις στο βιωτικό επίπεδο πολλών χωρών. Το κλίμα επιβάρυναν οι πολύνεκρες τρομοκρατικές επιθέσεις. Και επιπλέον η Ευρώπη κλήθηκε να δώσει άμεση λύση στο πιεστικό πρόβλημα των μεταναστευτικών ροών. Το τέλος της Επιτροπής Μπαρόζο ταυτίζεται με την προσπάθεια αναζήτησης ενός νέου αφηγήματος για την Ευρώπη (New Narrative), πράγμα που από μόνο του συνιστά παραδοχή αποτυχίας.
Στα μάτια των πολιτών το ευρωπαϊκό πρόταγμα γίνεται ολοένα πιο θολό. Η αγωνία των πολιτών δίνει λαβή για εκμετάλλευση από λαϊκιστές κάθε απόχρωσης. Αναπτύσσεται ένας υφέρπων ευρωσκεπτικισμός και εμφιλοχωρούν λογικές ευρω-απόρριψης. Θεσμικός ρόλος και πολιτικές απαξιώνονται (κυρίως Επιτροπή, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ελεύθερη κυκλοφορία, Σένγκεν).
Ο Πρόεδρος της Επιτροπής Γιούνκερ, σε βαρυσήμαντη του ομιλία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τον περασμένο Σεπτέμβριο για την «Κατάσταση της Ένωσης» (State of the Union), έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου. Έθεσε ωμά το ερώτημα που απασχολεί κυβερνήσεις, θεσμούς και πολίτες: αν δεν γίνει κάτι τώρα η Επιτροπή της οποίας προεδρεύει θα είναι η Επιτροπή της τελευταίας ευκαιρίας. Στην τελετή που έγινε στην Ρώμη στις 25 Μαρτίου 2017 για την 60ή επέτειο από την υπογραφή της Συνθήκης ΕΟΚ (1957) πρότεινε τρόπους αντιμετώπισης των άμεσων προβλημάτων, οδικό χάρτη και δέσμη ιδεών για το μέλλον της ΕΕ.
Ο κύριος εχθρός της ΕΕ βρίσκεται εντός των τειχών: είναι η φοβική, αμυντική και εσωστρεφής στάση. Είναι η επιστροφή στην λογική του κράτους-έθνους που δημιουργήθηκε τον 19ο αιώνα. Εθνοκεντρισμός και απομάκρυνση από την εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης συμβαδίζουν. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι όλα πρέπει να εκπορεύονται από τις «'Βρυξέλλες». Οι προ του βρεταννικού δημοψηφίσματος συζητήσεις για την αποτροπή του Brexit απέδειξαν ότι μπορεί να υπάρξει τρίτος δρόμος μεταξύ της επανεθνικοποίησης των πολιτικών και τού «όλα στις Βρυξέλλες»: είναι ο επαναπατρισμός αρμοδιοτήτων για την εφαρμογή του κοινοτικού κεκτημένου και των πολιτικών που απορρέουν.
Η εκλογή Τραμπ θα μπορούσε να ανατρέψει τα δεδομένα που συντηρούν την σημερινή κρίση της ΕΕ. Στο σύνθημα «Πρώτα η Αμερική» πρέπει να προτάξουμε το «Πρώτα η Ευρώπη», δηλαδή έναν συναγερμό για την Ευρώπη. Χρειάζεται να άρουμε τα εμπόδια που κρατούν καθηλωμένη την ευρωπαϊκή ανάπτυξη: με διπλασιασμό του Πακέτου Γιούνκερ, ολοκλήρωση της ψηφιακής εσωτερικής αγοράς, βάζοντας τέλος στην ακριβή ενέργεια, με ενιαία φορολόγηση των επιχειρήσεων και τέλος πρωτοστατώντας στην σύγκληση ενός κοινωνικού Μπρέττον Γουντς με σκοπό την εξισορρόπηση των στρεβλών συνεπειών της παγκοσμιοποίησης.
Η σημερινή πολυεπίπεδη κρίση μπορεί να γίνει ευκαιρία για καλύτερη και διαφορετική Ευρώπη. Τώρα είναι η στιγμή να πουν όλοι -πολίτες, κυβερνήσεις, θεσμοί- αν η συνέχιση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αποτελεί προτεραιότητα. Αρκεί οι Ευρωπαίοι, με αφετηρία τις διεθνείς ανακατατάξεις και τις προκλήσεις τους, να επανεπιβεβαιώσουν την πολιτική απόφαση και την νομική υποχρέωση ότι εξακολουθούν να θέλουν να ζουν μαζί σε μία Ένωση αξιών.
* Διευθυντής ε.τ. της ΕΕ, συγγραφέας βιβλίου για τον ρόλο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην ιστορία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης