Η κυριαρχία του νέου Γάλλου προέδρου στο εσωτερικό της χώρας του, αλλά και η ευρύτερη δημοφιλία του σε κάποιες ευρωπαϊκές χώρες, προοιωνίζουν σημαντικές εξελίξεις
Η γαλλο-γερμανική συνάντηση σε επίπεδο κορυφαίων υπουργών που έχει προγραμματισθεί για τις 13 Ιουλίου αναμένεται να δώσει ζωή σε διμερή σχέδια ανάπτυξης, σε τομείς όπως η εκπαίδευση ή η ενέργεια. Τίποτε το μεγάλο δεν προβλέπεται πάντως να συμβεί πριν από τις γερμανικές εκλογές τον Σεπτέμβριο. Αν όμως τότε η Άνγκελα Μέρκελ πετύχει την σημαντική νίκη που προβλέπουν γι’ αυτήν οι δημοσκόποι, τότε θα έχει στα χέρια της πολιτικό κεφάλαιο που θα μπορέσει να δαπανήσει -καθώς, άλλωστε, στο δικό της μυαλό, και την ημερομηνία αποχώρησής της.
του
David Thomas*
Αν και οι καλοκαιρινές διακοπές δεν προσφέρονται για σοβαρές αναλύσεις, εν τούτοις με βεβαιότητα μπορούμε να πούμε ότι η ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική θα μπει σε νέα φάση πριν το τέλος του χρόνου. Και η αφετηρία για την εξέλιξη αυτή θα είναι η νέα γαλλο-γερμανική προσέγγιση.
Για την Γερμανία, ο σημερινός Γάλλος πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν υπήρξε από την αρχή ο ιδεώδης υποψήφιος, παρά το ότι ο κεντροδεξιός αντίπαλός του Φρανσουά Φιγιόν ήταν πιο κοντά στους Χριστιανοδημοκράτες. Όμως δεν είχε πολύ θερμά αισθήματα για την Γερμανία. Όπως, βέβαια, και οι ακραίοι ανθυποψήφιοι του Μακρόν, που κυριολεκτικά έβριζαν το Βερολίνο, όταν ο ίδιος ο σημερινός πρόεδρος το υπερασπιζόταν. Από την άποψη αυτή θα πρέπει να σημειωθεί ότι, στις δύο επισκέψεις του στην Γερμανία κατά την διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας, ο Εμμανουέλ Μακρόν υπήρξε τέλειος σε αυτά που είπε. Επίσης, αρκετοί συνεργάτες του νέου προέδρου είναι γερμανόφωνοι και αυτό μετράει. «Είναι μια καλή αρχή», λέγεται ότι δήλωσε η Άνγκελα Μέρκελ.
Καλό αυτό, δεδομένου ότι ο Εμμ. Μακρόν έχει μεγάλα σχέδια. Θέλει να αξιοποιήσει τις μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό και την ανταπόκρισή του στα καλέσματα του Βερολίνου για πρόοδο στην αμυντική ενοποίηση, προκειμένου να ανακτήσει την εμπιστοσύνη των Γερμανών. Στόχος: να χτιστεί ένα new deal, μία νέα μεγάλη συμφωνία μεταξύ δανειστών και οφειλετών της ευρωζώνης. Κάτι τέτοιο θα περιελάμβανε ενιαίο προϋπολογισμό, κοινοβούλιο και υπουργό Οικονομικών. «Ακριβός φίλος», προειδοποιεί ο Spiegel…
Μπορεί να τα πετύχει αυτά ο Μακρόν; Οι Γερμανοί πολιτικοί διχάζονται σε αυτό. Οι σκεπτικιστές περιλαμβάνουν το FDP, που πιστεύει στις ελεύθερες αγορές, το ακροδεξιό AfD, το βαυαρικό CSU και το μεγαλύτερο μέρος του CDU της Άνγκελα Μέρκελ (συμπεριλαμβανομένου του υπουργού Οικονομικών της, Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε). Οι υποστηρικτές περιλαμβάνουν τους Πράσινους, το σοσιαλιστικό SPD (ιδίως τον υπουργό Εξωτερικών Ζίγκμαρ Γκάμπριελ) και τους φιλοευρωπαίους του CDU. Η καγκελάριος βρίσκεται κάπου στο μέσον, όπως άλλωστε και η κοινή γνώμη. Δημοσκόπηση της Forsa τον Μάϊο βρήκε ότι 49% είναι υπέρ τού να «υποστηριχθεί ενεργητικά» ο Μακρόν, έναντι 42% που λένε «να κρατηθούμε πίσω».
Η γαλλο-γερμανική συνάντηση σε επίπεδο κορυφαίων υπουργών που έχει προγραμματισθεί για τις 13 Ιουλίου αναμένεται να δώσει ζωή σε διμερή σχέδια ανάπτυξης, σε τομείς όπως η εκπαίδευση ή η ενέργεια. Τίποτε το μεγάλο δεν προβλέπεται πάντως να συμβεί πριν από τις γερμανικές εκλογές τον Σεπτέμβριο. Αν όμως τότε η Άνγκελα Μέρκελ πετύχει την σημαντική νίκη που προβλέπουν γι' αυτήν οι δημοσκόποι, τότε θα έχει στα χέρια της πολιτικό κεφάλαιο που θα μπορέσει να δαπανήσει -καθώς, άλλωστε, στο δικό της μυαλό, και την ημερομηνία αποχώρησής της.
Ο Β. Σόϊμπλε δεν αναμένεται να μείνει προσκολλημένος στο υπουργείο Οικονομικών, το οποίο θα μπορούσε να περιέλθει στους Σοσιαλδημοκράτες ή τους Πράσινους (το ενδεχόμενο συμμαχίας με το FDP θα οδηγούσε προς στάσεις γερακιού). Υπ' αυτή την έννοια, οι συζητήσεις για τον σχηματισμό συμμαχικής κυβέρνησης τον φετινό χειμώνα θα μπορούσαν, όπως λέει ο Hendrix Handerless του Ινστιτούτου Ζακ Ντελόρ στο Βερολίνο, «να αποδειχθούν ιστορική στιγμή, αληθινή ευκαιρία για να ανοίξουν οι πύλες για ουσιαστική μεταρρύθμιση της ευρωζώνης».
Το Ινστιτούτο προωθεί ένα σχέδιο υπό τον τίτλο «Repair and Prepair» (Επισκευή και Προετοιμασία) το οποίο περιγράφει ποια θα μπορούσαν να είναι τα μελλοντικά βήματα. Ξεκινά με «πρώτες βοήθειες» σταθεροποίησης του ευρώ, με την ενδυνάμωση του ESM (του μηχανισμού διάσωσης που διαθέτει η ευρωζώνη), με την εισαγωγή εν συνεχεία στοιχείων διαμοιρασμού του κινδύνου μεταξύ των μελών της ευρωζώνης και με κατάληξη σε κάποιου είδους αρχικό σύστημα εγγύησης των καταθέσεων.
Το επόμενο κύμα θα αποτελούσαν συντονισμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις -όπως π.χ. εκείνες της αγοράς εργασίας, μαζί και με την δημιουργία ενός κοινού επενδυτικού Ταμείου. Και, τέλος, ενδεχομένως μετά από κάποια χρόνια, θα ερχόταν η «στιγμή της ομοσπονδίωσης»: αναθεώρηση των Συνθηκών, με την δημιουργία ευρωπαϊκού νομισματικού Ταμείου, ενιαίου προϋπολογισμού και κοινού υπουργού Οικονομικών και κοινοβουλίου για τις χώρες της ευρωζώνης, μαζί και με πλήρες σύστημα εγγύησης των καταθέσεων.
Αν ο Εμμανουέλ Μακρόν δεν αποδειχθεί ικανός να «κερδίσει» τους Γερμανούς, δύσκολο να φαντασθεί κανείς κάποιον άλλον που να μπορεί να το κάνει. Αυτή όμως είναι ενδεχομένως και η μεγαλύτερη δύναμή του: το Βερολίνο έχει συνειδητοποιήσει ότι η Μαρίν Λε Πεν έχει μεν ηττηθεί, όμως δεν έχει εγκαταλείψει. Παρά τις ήττες του, ο λαϊκισμός είναι πάντα παρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, θα δημαγωγεί και πάντα θα περιμένει την ώρα του. Αυτός είναι και ο λόγος που κάποια πράγματα θα αλλάξουν στην ΕΕ, προς θλίψη των εχθρών της.
*Ελεύθερος ανταποκριτής ιρλανδικών Μέσων στις Βρυξέλλες