Η απαίτηση της ΕΕ για διακανονισμό ύψους 100 δισεκατομμυρίων ευρώ ανετράπη από το Ηνωμένο Βασίλειο, που κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι η προετοιμασία για τον οικονομικό διακανονισμό δεν ήταν επαρκής
Από την πλευρά τους, οι χώρες-πάροχοι οικονομικής ενίσχυσης, όπως η Γερμανία και η Ολλανδία δεν θέλουν να καλύψουν το χάσμα, ενώ οι χώρες-αποδέκτες, όπως η Πολωνία επιμένουν, ότι επιθυμούν να συνεχιστεί αμετάβλητα η οικονομική στήριξη από την ΕΕ. Στην πορεία θα υπάρξουν αρκετά προβλήματα. Σε αυτό το πλαίσιο, δεν θα ήταν πολύ έξυπνο ο Γάλλος πρόεδρος Μακρόν να θέσει εναντίον του τα κράτη μέλη της Ανατολικής Ευρώπης, που αποτελούν, επίσης, χώρες-αποδέκτες.
του
N. Peter Kramer
Μετάφραση της Ειρήνης Σωτηροπούλου
Ανώνυμη πηγή της Βρετανίας που ήταν κοντά στις διαπραγματεύσεις δήλωσε, ότι «το Ηνωμένο Βασίλειο αμφισβήτησε πολύ ξεκάθαρα και πολύ έντονα τις υποθέσεις στις οποίες βασίζεται η θέση της ΕΕ σχετικά με τις οικονομικές υποχρεώσεις».
Η ίδια πηγή αμφισβήτησε την άποψη της ΕΕ, ότι οι διαπραγματευτές του Ηνωμένου Βασιλείου δεν έλαβαν σοβαρά υπόψη τις συνομιλίες. Ο Pieter Cleppe της Open Europe, που ανέφερε η Politico, δήλωσε: «Γιατί δεν διαπραγματεύεστε όλα όσα επιθυμεί η ΕΕ, πριν λάβετε οποιεσδήποτε εγγυήσεις από μόνοι σας; Θα ήταν πολιτική αυτοκτονία».
Ο επικεφαλής διαπραγματευτής, Barnier, έκανε λόγο για «κάποια νοσταλγία» από την πλευρά του Ηνωμένου Βασιλείου. Ο γραμματέας για το Brexit, Ντέιβιντ Ντέιβις, απάντησε: «Δεν θα συνέχεα την πίστη στην ελεύθερη αγορά με τη νοσταλγία».
Είναι ξεκάθαρο, ότι η ελίτ της ΕΕ, η οποία εξακολουθεί να εκπλήσσεται με την απόφαση των Βρετανών να εγκαταλείψουν την ΕΕ, αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα. Μετά την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου, θα υπάρχει μεγάλη τρύπα στον προϋπολογισμό της ΕΕ.
Από την πλευρά τους, οι χώρες-πάροχοι οικονομικής ενίσχυσης, όπως η Γερμανία και η Ολλανδία δεν θέλουν να καλύψουν το χάσμα, ενώ οι χώρες-αποδέκτες, όπως η Πολωνία επιμένουν, ότι επιθυμούν να συνεχιστεί αμετάβλητα η οικονομική στήριξη από την ΕΕ. Στην πορεία θα υπάρξουν αρκετά προβλήματα. Σε αυτό το πλαίσιο, δεν θα ήταν πολύ έξυπνο ο Γάλλος πρόεδρος Μακρόν να θέσει εναντίον του τα κράτη μέλη της Ανατολικής Ευρώπης, που αποτελούν, επίσης, χώρες-αποδέκτες.
Σε αντίθεση με τις προβλέψεις (και τις επιθυμίες της ΕΕ), η οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου βρίσκεται, ως επί το πλείστον, σε καλή κατάσταση: η ανεργία έπεσε στο χαμηλότερο ποσοστό που έχει καταγραφεί από το 1975, σημειώθηκε αύξηση του ποσοστού του εργατικού δυναμικού με πλήρες ωράριο απασχόλησης και αύξηση του αριθμού των θέσεων εργασίας από άτομα προερχόμενα από κράτη μέλη της ΕΕ, όπως η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία. Οι εξαγωγές, που ενισχύθηκαν από την πτώση της λίρας, αυξήθηκαν κατά 16%, ενώ οι εταιρείες-κολοσσοί, όπως η Siemens, η Toyota, η Huawei και η BMW έχουν δεσμευτεί να αυξήσουν τις επενδύσεις τους στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Ακολουθώντας τους ομολόγους του από τον Καναδά, τη Νέα Ζηλανδία, την Αυστραλία και τις ΗΠΑ, ο πρωθυπουργός της Ιαπωνίας, Shinzo Abe, δήλωσε με τη σειρά του την περασμένη εβδομάδα, ότι έχει «εμπιστοσύνη στην οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου» και συμφωνεί να «εργαστεί με ταχείς ρυθμούς» προς μια εμπορική συμφωνία μετά το Brexit.