Αν η ΕΕ δεν στηρίξει τον Βρετανικό οικονομικό τομέα σε μια μελλοντική εμπορική συμφωνία, ενδέχεται οι παγκόσμιες αγορές να απομακρυνθούν από την Ευρώπη. Η άποψη ότι η Ευρώπη θα κερδίσει, κρατώντας μακριά το Λονδίνο, είναι τουλάχιστον αφελής, σύμφωνα με τον Georges Ugeux
του
Georges Ugeux
Μετάφραση: Μαρία Γαλανάκη
Την περασμένη εβδομάδα, ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, κ. Tusk, αποθάρρυνε το Λονδίνο να βρει νέες λύσεις για τον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών του Ηνωμένου Βασιλείου, έτσι ώστε να διατηρήσει μία «ειδική πρόσβαση» στις ευρωπαϊκές αγορές, εκτός από τη γενική συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών που έχει συνάψει με την ΕΕ.
«Δεν μπορούμε να έχουμε την ίδια πολιτική στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, με την αντίστοιχη που ακολουθούμε στα αγαθά. Πρέπει όλοι να είμαστε σαφείς πως όταν πρόκειται για χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, η ζωή θα είναι διαφορετική μετά το Brexit», είπε.
Η στάση του κύριου διαπραγματευτή της ΕΕ για το Brexit, κ. Michel Barnier, ήταν ακόμη πιο σκληρή: «Δεν υπάρχει ενιαία εμπορική συμφωνία που να είναι ανοικτή στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες.» Αν η ΕΕ δεν στηρίξει τον Βρετανικό χρηματοπιστωτικό τομέα σε μια μελλοντική εμπορική συμφωνία, ενδέχεται οι παγκόσμιες αγορές να απομακρυνθούν από την Ευρώπη. Η άποψη ότι η Ευρώπη θα κερδίσει, κρατώντας μακριά το Λονδίνο, είναι τουλάχιστον αφελής.
Μια εμπορική συμφωνία που καλύπτει όλους τους τομείς, δεν είναι ξεκάθαρη, όπως πρότεινε ο κ. Barnier. Σε προηγούμενες εμπορικές συμφωνίες, η ΕΕ ενέκρινε διατάξεις σχετικά με τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες. Η συμφωνία CETA ανάμεσα σε Ευρώπη και Καναδά έχει ένα κεφάλαιο που αναφέρεται στις επενδύσεις. Μια έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου του 2016, εξέφραζε ρητά την ικανοποίησή της για την CETA ως την πρώτη σύγχρονη εμπορική συμφωνία που αφιερώνει ένα ειδικό κεφάλαιο στο θέμα αυτό.
Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων της προβληματικής διατλαντικής εμπορικής συμφωνίας με τις ΗΠΑ (TTA), η ΕΕ ήταν εκείνη που προώθησε την ένταξη χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.
Η συμφωνία με το Λονδίνο είναι κρίσιμη για τις ευρωπαϊκές κεφαλαιαγορές
Το Λονδίνο, ως ο οικονομικός πυρήνας της ΕΕ, παίζει έναν σπουδαίο ρόλο και θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται ξεχωριστά σε μια εμπορική συμφωνία για το Brexit. Ένα σημαντικό μέρος των δραστηριοτήτων των χρηματοπιστωτικών αγορών της ΕΕ, επικεντρώνεται στο Ηνωμένο Βασίλειο - ιδιαίτερα στις αγορές χονδρικής πώλησης, όπως τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα και οι συναλλαγματικές συναλλαγές.
Οι περισσότερες επενδυτικές πολιτικές στην ΕΕ, στεγάζονται στο Ηνωμένο Βασίλειο. Επίσης, το Ηνωμένο Βασίλειο έχει τον μεγαλύτερο ασφαλιστικό τομέα στην ΕΕ (και τον τέταρτο μεγαλύτερο στον κόσμο). Η ΕΕ μπορεί να παραμείνει ανταγωνιστική στις χρηματοπιστωτικές αγορές – κάτι που είναι ήδη υπό πίεση λόγω της παγκοσμιοποίησης – μόνο διατηρώντας τον χρηματοπιστωτικό τομέα του Λονδίνου.
Η ανοικοδόμηση ενός άλλου χρηματοπιστωτικού κέντρου μπορεί να διαρκέσει δεκαετίες, ή και να μην είναι καν εφικτή. Ένα σημαντικά ασθενέστερο ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα για τα επόμενα πέντε χρόνια, είναι ίσως η πιο ρεαλιστική επιλογή. Αυτό είναι και το πιθανότερο αποτέλεσμα αν διακοπούν οι σχέσεις ΕΕ-Ηνωμένου Βασιλείου στον χρηματοπιστωτικό τομέα.
Φυσικά, με την πάροδο του χρόνου, τα οικονομικά κέντρα αλλάζουν. Ωστόσο, υπάρχουν σημαντικοί λόγοι που οδηγούν στην ηγετική θέση του Λονδίνου στον τομέα των οικονομικών και η ΕΕ δεν πρέπει να τους αγνοήσει, για το δικό της όφελος.
Το Ηνωμένο Βασίλειο είναι ένας από τους ηγέτες της ΕΕ στην ανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού και εταιρικού δικαίου, με τον πραγματισμό που διέπει ένα σύστημα κοινού δικαίου. Το Λονδίνο είναι επίσης βολικά τοποθετημένο ανάμεσα στις διάφορες ζώνες ώρας. Κατά μέσο όρο, εξαιτίας του Λονδίνου, η Ευρώπη μπορεί να εμπορεύεται για πέντε ώρες με την Ασία και την Αμερική.
Όταν η ώρα είναι μειονέκτημα για το Χονγκ Κονγκ, το Τόκιο, τη Νέα Υόρκη και το Σάο Πάολο, η θέση του Λονδίνου επιτρέπει στην Ευρώπη να επικοινωνεί με όλον τον κόσμο. Επίσης, η αγγλική γλώσσα αποτελεί πλεονέκτημα για την προσέλκυση ξένων ταλέντων και την διεθνή οικονομία- ανεξάρτητα από το Brexit.
Το γλωσσικό όφελος ισχύει τόσο για τους επαγγελματίες, όσο και για τις οικογένειές τους. Το Λονδίνο είναι ένα παγκόσμιο χωριό, του οποίου η μητρική γλώσσα είναι μια σημαντική επιχειρηματική γλώσσα σε όλο τον κόσμο. Ως Βέλγος εργαζόμενος στον τομέα των οικονομικών, εργάστηκα λίγα χρόνια στην πόλη του Λονδίνου, όπως πολλοί από τους ευρωπαίους συναδέλφους μου.
Εκεί όπου ο χρηματοπιστωτικός τομέας τροφοδοτεί την ευρύτερη οικονομία, ο βρετανικός χρηματοπιστωτικός τομέας τροφοδοτεί την ευρωπαϊκή οικονομία στο σύνολό της. Τώρα, ως κάτοικος της Νέας Υόρκης, βλέπω ότι από την άποψη των ΗΠΑ, ο κατακερματισμός των ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών αγορών μετά το Brexit, θα μειώσει τις ξένες επενδύσεις στην ΕΕ, λόγω της αυξημένης πολυπλοκότητας (νομικής, υλικοτεχνικής, γλωσσικής κτλ.).
Η αμοιβαία αναγνώριση πρέπει να εξεταστεί σοβαρά
Το ερώτημα είναι, πως να διατηρηθεί η στενή σχέση με το Λονδίνο στον χρηματοπιστωτικό τομέα, μετά το Brexit. Μια επιλογή προήλθε από τη Διεθνή Ομάδα Ρυθμιστικής Στρατηγικής (IRSG), ένα Βρετανικό όργανο, που πρότεινε τη διάρθρωση του τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών του Ηνωμένου Βασιλείου μετά το Brexit, με βάση την «αμοιβαία αναγνώριση» του κανονιστικού πλαισίου του Ηνωμένου Βασιλείου και της ΕΕ.
Αυτή η αμοιβαία αναγνώριση υποκαθιστά το «μοντέλο ισοδυναμίας», σύμφωνα με το οποίο, η ΕΕ μπορεί να αναγνωρίσει ad hoc το δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου ως ισοδύναμο με το κοινοτικό δίκαιο, στο βαθμό που επιτρέπεται από τους μεμονωμένους νόμους της ΕΕ.
Το πλαίσιο αμοιβαίας αναγνώρισης, πρέπει να είναι πολιτικά ρεαλιστικό. Όπως δήλωσε ο Andrew Bailey της Αρχής για την Χρηματοοικονομική Συμπεριφορά (FCA): «Εάν είναι δυνατόν να προβλέψουμε μια συμφωνία αλιευτικής σύμπραξης με βάση το σημείο σύγκλισης των δύο μερών, είναι φυσικό να υπάρξουν και ανοικτές χρηματοπιστωτικές αγορές και αμοιβαία αναγνώριση των ρυθμιστικών καθεστώτων».
Ακόμη και αν η ιδέα ελκύει το Ηνωμένο Βασίλειο, ο κ. Barnier υπογράμμισε ότι η χώρα δεν θα μπορούσε να έχει πρόσβαση στην ΕΕ, στα σημεία που θα υπονομευόταν η οικονομική της σταθερότητα. Ωστόσο, δεν υπάρχει μεγαλύτερος κίνδυνος χρηματοπιστωτικής αστάθειας εντός της ευρωζώνης (π.χ. στον τραπεζικό τομέα της Ιταλίας) σε αντίθεση με την ευρύτερη ΕΕ;
Η Ένωση Κεφαλαιαγορών της ΕΕ θα υποφέρει λόγω των εμποδίων του Ηνωμένου Βασιλείου
Οι αξιέπαινες προσπάθειες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη δημιουργία μιας Ένωσης Κεφαλαιαγορών και τη ολοκλήρωση της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ένωσης, θα λειτουργήσουν μόνο εάν οι ευρωπαϊκές κεφαλαιαγορές ανταγωνίζονται αποτελεσματικά με άλλα παγκόσμια οικονομικά κέντρα. Ακόμη και πριν εμφανιστεί το Brexit, το Λονδίνο δεν είχε αναφερθεί σχεδόν καθόλου στα σχέδια για την Ένωση Κεφαλαιαγορών.
Ο πυρήνας ανταγωνισμού στις κεφαλαιαγορές είναι ένας συνδυασμός ρευστότητας, τιμών και βέλτιστης εκτέλεσης. Απορρίπτοντας μια συμφωνία χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, ο κ. Barnier κινδυνεύει να κατακερματίσει τη ρευστότητα του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού κλάδου.
Αυτό θα είχε θετικές επιπτώσεις για το Χονγκ Κονγκ, το Τόκιο και τη Νέα Υόρκη. Λόγω των επιπτώσεων στο δίκτυο πληροφοριών, στις χρηματοπιστωτικές αγορές κυριαρχούν οι παγκόσμιες δυνάμεις. Οι αγορές θα πηγαίνουν πάντα προς τα χρηματοπιστωτικά κέντρα με την μεγαλύτερη ρευστότητα, την καλύτερη τιμή και εκτέλεση.
Αντί να ανταγωνίζονται για το ποιος θα αντικαταστήσει το Λονδίνο, τα οικονομικά κέντρα της Ευρώπης θα επωφεληθούν περισσότερο αν διασφαλίσουν την εγγύτητα με το υπάρχον παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό κέντρο.
Αντί να υποστηρίξουν μια δογματική εμπορική συμφωνία, οι Βρυξέλλες καλούνται να ακολουθήσουν μία ανοιχτή στρατηγική με τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες του Ηνωμένου Βασιλείου, για να διαφυλάξουν την ανταγωνιστική θέση της Ευρώπης στην παγκόσμια οικονομία.