Ευρώπη: Η πληγωμένη ουτοπία
Οραματιστές και όχι άχρωμους διαχειριστές χρειάζεται η σημερινή Ευρώπη, για να την βγάλουν από την αδιαφορία και να προτείνουν έναν ορίζοντα ελπίδων
Ο κοινός Ευρωπαίος πολίτης, ιδιαίτερα δε αυτός που δεν ανήκει στον αρχικό πυρήνα της σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), αδιαφορεί για το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι γιατί αγνοεί σχεδόν τα πάντα γι’ αυτό. Ακούει κατά καιρούς να γίνεται λόγος για Ευρωπαϊκά Συμβούλια, για αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, για κοινοτικές Οδηγίες και ρυθμίσεις, αλλά δεν πολυκαταλαβαίνει περί τίνος πρόκειται.
του
Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Δύο είναι οι παράγοντες που επηρεάζουν την πορεία της σημερινής Ευρώπης, σε συναισθηματικό επίπεδο. Η αδιαφορία είναι ο πρώτος και η άγνοια ο δεύτερος.
Ο κοινός Ευρωπαίος πολίτης, ιδιαίτερα δε αυτός που δεν ανήκει στον αρχικό πυρήνα της σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), αδιαφορεί για το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι γιατί αγνοεί σχεδόν τα πάντα γι’ αυτό. Ακούει κατά καιρούς να γίνεται λόγος για Ευρωπαϊκά Συμβούλια, για αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, για κοινοτικές Οδηγίες και ρυθμίσεις, αλλά δεν πολυκαταλαβαίνει περί τίνος πρόκειται.
Τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα είναι μακρυά από αυτόν, η λειτουργία τους είναι δυσνόητη και η γλώσσα που μιλούν αυτοί που τα εκπροσωπούν όχι λίγες φορές ακατάληπτη. Μοιραία, λοιπόν, η άγνοια γεννά αδιαφορία και έπεται ο σκεπτικισμός. Όταν μάλιστα οι πολίτες της Ευρώπης ελάχιστα γνωρίζουν και για την ιστορία της γηραιάς ηπείρου, η κατάσταση παίρνει ακόμη πιο ανησυχητικές διαστάσεις.
Παρ’ όλα αυτά, η σημερινή ΕΕ συμπληρώνει 61 χρόνια ύπαρξης, αποτελεί ένα μοναδικό –έστω και ατελές– πείραμα και, παρά τους αυξανόμενους εχθρούς της, δείχνει να αντέχει. Προφανώς δε, εμμέσως πλην σαφώς, η αντοχή αυτή να ανάγεται σε αυτή την ίδια την ιστορία της Ευρώπης.
Μία Ευρώπη γηραιά μεν, αλλά με τεράστια αίγλη παγκοσμίως, παρά τις όποιες αμφισβητήσεις και ανακατατάξεις παρατηρούνται στον πλανήτη μας. Από την άλλη πλευρά, η αντίληψη της Ενωμένης Ευρώπης έχει και αυτή κάποιους αιώνες πίσω της. Από την εποχή του Καρλομάγνου έως τον Κάρολο τον Ε’ της Γερμανίας (1519-1555), η συζήτηση για μία ενωμένη χριστιανική Ευρώπη έγινε αρκετές φορές, παρά τα μίση και τις αντιπαραθέσεις μεταξύ Καθολικών, Ορθοδόξων και Διαμαρτυρομένων.
Κανείς επίσης δεν πρέπει και δεν μπορεί να αγνοήσει ότι, αν η αναζήτηση μίας κοινής ευρωπαϊκής ταυτότητας (ΚΕΤ) είναι μέγα ζητούμενο της εποχής μας, η διαχρονική εξέλιξη αυτής είναι ελληνορωμαϊκή και χριστιανική. Ο «ευρωπαϊσμός» ως έννοια αρχίζει ωστόσο να αναπτύσσεται τον 18ο αιώνα, όταν κάποιοι ουτοπιστές, μπροστά στις συγκρούσεις των μεγάλων κρατών, αρχίζουν να οραματίζονται τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης. Όμως, έπειτα από τους ναπολεόντειους πολέμους και το ξύπνημα των εθνικισμών, η ευρωπαϊκή ιδέα χλωμιάζει όσο φλογερά και αν την οραματίζεται ο μεγάλος Βίκτωρ Ουγκώ.
Δεν θα αναβιώσει παρά μόνον μετά τις εκατόμβες του Μεγάλου Πολέμου (1914-1918). Ο παραλογισμός αυτής της σύγκρουσης, το τεράστιο μέγεθος των καταστροφών και των βιαιοτήτων, αναζωπυρώνουν την γεωπολιτική συζήτηση πάνω στην ανάγκη της ευρωπαϊκής ένωσης. Η συζήτηση αυτή ξεκινά από την συνειδητοποίηση της παρακμής της Ευρώπης, αλλά και την δυναμική εμφάνιση στο παρασκήνιο των ΗΠΑ, που αναδεικνύονται σε μεγάλη δύναμη του αιώνα σε βάρος των ευρωπαϊκών κρατών, στα οποία άλλωστε ξεκίνησε η βιομηχανική επανάσταση και τα οποία ηγεμόνευαν σε πραγματικές αποικιακές αυτοκρατορίες, όπως η Μεγάλη Βρεταννία, η Γαλλία, η Γερμανία, το Βέλγιο, η Ολλανδία και, σε μικρότερο βαθμό, η Ιταλία.
Ο όλεθρος που προκάλεσε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος αναζωπύρωσε την ιδέα της ενοποίησης. Δύο παράγοντες γεωπολιτικού χαρακτήρα ώθησαν προς αυτή την κατεύθυνση: Κατά πρώτον λόγο και εξ αιτίας του Ψυχρού Πολέμου, η ύπαρξη ισχυρής απειλής που αντιπροσώπευε η Σοβιετική Ένωση. Δεύτερον, η εξασθένιση των ευρωπαϊκών κρατών που είτε ηττήθηκαν στον πόλεμο, όπως η Ιταλία και η Γερμανία (η οποία, επιπλέον, ακρωτηριάστηκε), είτε υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τις αποικιακές τους κτήσεις, όπως η Μεγ. Βρεταννία, η Γαλλία, το Βέλγιο και η Ολλανδία.
Οι δύο αυτοί παράγοντες μαζί, καθώς και οι πιέσεις από τις ΗΠΑ και η σοβιετική επέμβαση στην Βουδαπέστη το 1956, σπρώχνουν έξι ευρωπαϊκά κράτη (Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο) να υπογράψουν από το 1957 την Συνθήκη της Ρώμης, με την οποία δημιουργήθηκε η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα. Ήλθαν κατόπιν να προστεθούν η Ιρλανδία, η Δανία, η Μεγάλη Βρεταννία (1973), η Ελλάδα (1981), η Πορτογαλία και η Ισπανία (1986), η Αυστρία, η Φινλανδία και η Σουηδία (1995) και από το 2004 έως το 2014 ακολούθησαν οι χώρες της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης, η Μάλτα και η Κύπρος. Αναμένεται η έξοδος του Ηνωμένου Βασιλείου, η οποία σε τρία-τέσσερα χρόνια θα συνοδευτεί από την είσοδο της Σερβίας και του Μαυροβουνίου.
Μπορούμε έτσι να πούμε ότι, από το 1990 και μετά, ήτοι τα τελευταία 28 χρόνια, η ΕΕ βιώνει ανατροπές και εξελίξεις που αποδεικνύουν ότι τα θεμέλιά της είναι πολύ πιο γερά απ’ όσο κάποιοι φαντάζονται.
Και αυτό συμβαίνει γιατί η ευρωπαϊκή οικοδόμηση παραμένει μία ριζικά νέα ιδέα μέσα στο πανόραμα των πολιτικών ιδεών. Ποτέ άλλοτε στην παγκόσμια ιστορία κράτη με πλήρη κυριαρχία δεν επέλεξαν ελεύθερα να θέσουν τέρμα σε εντάσεις, αντιπαλότητες ή πατρογονικές εχθρότητες με τους γείτονές τους, να συνεταιριστούν μεταξύ τους, να συνεργαστούν οικονομικά και να σχεδιάζουν μάλιστα να προχωρήσουν σε μία πολιτική ένωση. Πρόκειται για μία πραγματική επανάσταση, της οποίας ο αντίκτυπος απλώνεται σε όλον τον πλανήτη.
Πράγματι, σε όλες τις ηπείρους οι περιφερειακοί συνασπισμοί, εμπνευσμένοι από το ευρωπαϊκό πρότυπο, διαδέχθηκαν ο ένας τον άλλον. Συμφωνία ελευθέρων συναλλαγών μεταξύ Καναδά, ΗΠΑ και Μεξικού (η γνωστή NAFTA) Mercosur (Αγορά του Νότου) με μέλη την Αργεντινή, την Βραζιλία, την Παραγουάη και την Ουρουγουάη, Ένωση του Αραβικού Μαγκρέμπ με το Μαρόκο, την Αλγερία, την Τυνησία, την Μαυριτανία και την Λιβύη, κλπ. Τελευταία έχουμε και την Ένωση Ασίας-Ειρηνικού (APEC), που κατά την εκτίμησή μας είναι ένα ιδιαιτέρως σημαντικό γεγονός. Διότι, η μετατόπιση της ανάπτυξης προς τον αναπτυσσόμενο κόσμο της Ασίας, του Ειρηνικού και της Αφρικής αποτελεί κοσμοϊστορικό γεγονός με τεράστιο βάρος.
Οι 21 χώρες που, μαζί με την Ρωσία, απαρτίζουν την APEC, πλησιάζουν τα 4 δισεκατομμύρια ανθρώπους και είναι σήμερα σχεδόν ο μισός πληθυσμός της γης. Στην ΕΕ, Γερμανία, Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία, Πολωνία και Ισπανία, με πληθυσμό από 40 έως 80 εκατομμύρια η κάθε μία, ανήκουν στα μεσαίου μεγέθους κράτη του κόσμου. Τα μεγάλα κράτη, όπως Ινδονησία, Βραζιλία, Ρωσία, Πακιστάν, Ιαπωνία, Μπαγκλαντές, Νιγηρία, Μεξικό, έχουν όλα πολύ μεγαλύτερο πληθυσμό από οποιοδήποτε ευρωπαϊκό κράτος. Πιο ψηλά βρίσκονται δε οι γίγαντες: η Κίνα με περισσότερα από 1.200 εκατομμύρια, η Ινδία με 1.000 εκατομμύρια, οι ΗΠΑ με 270 εκατομμύρια ανθρώπους.
Οικονομικά, όλα τα μεγάλα κράτη και τα κράτη-γίγαντες (με εξαίρεση τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία) βρίσκονται σε κατάσταση υπό ανάπτυξη χωρών, συμπεριλαμβανομένης και της Ρωσίας. Οι περισσότερες από τις 150 υπό ανάπτυξη χώρες, πέρα από τα σοβαρά εσωτερικά τους προβλήματα, έχουν και φιλοδοξίες. Θέλουν την καλύτερη και υψηλότερη συμμετοχή σε έναν νέο διεθνή καταμερισμό της εργασίας. Επόμενον ήταν, από το 2000 και μετά, να έχει διπλασιαστεί ο αριθμός των χωρών που συμμετέχουν ενεργά στην παγκόσμια οικονομία.
Για την Ευρώπη, η εξέλιξη αυτή είχε και έχει ποικίλες επιπτώσεις. Αρκετά παραδοσιακά βιομηχανικά της προϊόντα έπαψαν να είναι ανταγωνιστικά. Τα κατασκευάζουν πολύ φθηνότερα οι αναδυόμενες χώρες, κερδίζοντας έτσι και μερίδια αγοράς. Όμως, πέρα από τον ανταγωνισμό στο κόστος παραγωγής, η Ευρώπη έχει να αντιμετωπίσει και τις προκλήσεις της νέας βιομηχανικής επανάστασης, που είναι αυτή της ψηφιακής τεχνολογίας και της τεχνητής νοημοσύνης. Στους τομείς αυτούς το πρόβλημα δεν είναι μόνον κοστολογικό. Υπεισέρχονται και άλλοι παράγοντες, όπως η επιχειρηματικότητα, η έρευνα και ανάπτυξη, η εκπαίδευση, η θεσμική λειτουργία και, κυρίως, οι ταχύτητες προσαρμογής. Στις παραπάνω προκλήσεις η Ευρώπη δυσκολεύεται να απαντήσει με την αναγκαία ταχύτητα και συνοχή.
Ακόμα χειρότερα, ενώ προχώρησε στην δημιουργία της ενιαίας αγοράς της και στην μερική νομισματική της ένωση, η Ευρώπη δεν αποφασίζει να κάνει πράξη και την οικονομική της ένωση. Αντιμετώπισε έτσι πυροσβεστικά την χρηματοοικονομική κρίση τού 2008, αλλά πολλά πρέπει να γίνουν από διαρθρωτικής πλευράς –ιδιαίτερα μετά το Brexit, που θα έπρεπε να σημάνει συναγερμό.
Όπως πολύ σωστά υποστηρίζει ο ευρωπαϊστής καθηγητής Π. Χ. Ιωακειμίδης, «η Ένωση που δημιουργήθηκε εμφανίζεται να στηρίζεται σε τεχνοκρατικές γραφειοκρατικές δομές, χωρίς «πολιτική ψυχή», επαρκή δημοκρατική νομιμοποίηση και αποδοχή από την ευρύτερη κοινωνία. Η αρχική Ευρωπαϊκή Κοινότητα πέρασε στην ΕΕ χωρίς, όμως, να έχει εδραιωθεί η «κοινότητα κοινών αξιών, πεποιθήσεων και προσήλωσης» –χωρίς, δηλαδή, να έχει διαμορφωθεί ο «ευρωπαϊκός δήμος» που θα στηρίζει και θα νομιμοποιεί δημοκρατικά την ενοποιητική διαδικασία και τους θεσμούς της.
Μπροστά στο έλλειμμα νομιμοποίησης, η ΕΕ έχει οδηγηθεί σε διαδικασίες διαμόρφωσης πολιτικής και λήψης αποφάσεων που δεν εξυπηρετούν πειστικά ούτε τον στόχο της αποτελεσματικότητας, ούτε αυτόν της νομιμοποίησης. Το κεφάλαιο αυτό της ευρωπαϊκής ενοποίησης θα πρέπει να κλείσει προκειμένου να ανοίξει το κεφάλαιο της πολιτικής, δηλαδή της προώθησης της ενοποίησης μέσα από την πολιτική διαδικασία με πολιτικά μέσα, στόχους, αξίες, επιχειρήματα και με ένα νέο πολιτικό όραμα που θα κινητοποιεί την ευρωπαϊκή κοινωνία και τους πολίτες –με την συμμετοχή, δηλαδή, της ευρωπαϊκής κοινωνίας των πολιτών».
Είναι καιρός η πληγωμένη ουτοπία της Ευρώπης να γίνει αφετηρία για μία νέα πορεία σε έναν κόσμο που αλλάζει.