του Ιωάννη Παπαδόπουλου*
Με τη Συνθήκη της Λισαβόνας το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει σχεδόν πλήρως εξισωθεί με το Συμβούλιο της Ε.Ε. -δηλαδή με τους εκπροσώπους των εθνικών κυβερνήσεων- στις νομοθετικές και δημοσιονομικές εξουσίες που διαθέτει. Επιπλέον, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι το μόνο θεσμικό όργανο της Ε.Ε. που διαθέτει άμεση λαϊκή νομιμοποίηση, καθώς εκλέγεται απευθείας και ταυτόχρονα από όλους τους πολίτες της Ε.Ε.
Η δε συμβολή του στην εκλογή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι κρίσιμη, καθώς τόσο ο πρόεδρος της Επιτροπής αρχικά όσο και το σύνολο της Επιτροπής ως συλλογικό όργανο στη συνέχεια, πρέπει να λάβουν ψήφο εμπιστοσύνης από το Κοινοβούλιο για να συγκροτηθούν και να λειτουργήσουν. Τέλος, το Κοινοβούλιο ελέγχει διαρκώς την άσκηση των καθηκόντων όλων των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων, συμπεριλαμβανομένης και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Αυτοί είναι οι βασικοί λόγοι δημοκρατίας που πρέπει να μας ωθήσουν να συμμετάσχουμε ενεργά ως πολίτες στις ευρωεκλογές της 26ης Μαΐου. Όμως εκτός από αυτούς υπάρχουν και ορισμένοι άλλοι ζωτικής σημασίας λόγοι που μας απαγορεύουν να αδιαφορήσουμε, τουλάχιστον όσους από εμάς υποστηρίζουμε την Ενωμένη Ευρώπη.
Θεωρώ ότι υπάρχουν τουλάχιστον τρία βασικά διακυβεύματα, η εξέλιξη των οποίων στα επόμενα χρόνια θα εξαρτηθεί άμεσα από τις επερχόμενες ευρωεκλογές: η μάχη για τη μεσαία τάξη, η καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής και η κατοχύρωση της θέσης της Ευρώπης στο διεθνές στερέωμα. Έχω γράψει πολλές φορές, σ’ αυτήν τη στήλη στη «Ναυτεμπορική», για θέματα ενέργειας-κλιματικής αλλαγής και για τις διεθνείς εμπορικές σχέσεις της Ε.Ε. με τις ΗΠΑ και την Κίνα, πρωτίστως. Σήμερα θα ήθελα να συνεισφέρω στον δημόσιο διάλογο και ευρύτερα στη συνειδητοποίηση της σημασίας των ευρωεκλογών γράφοντας για το διακύβευμα της διατήρησης της μεσαίας τάξης.
Συνηθίζεται να λέγεται ότι η μεσαία τάξη είναι η ραχοκοκαλιά της κοινωνίας. Αυτό είναι σωστό. Όμως η μεσαία τάξη είναι κάτι παραπάνω: είναι το σημείο ισορροπίας της ίδιας της δημοκρατίας. Η υποχώρησή της συνοδεύεται πάντα και νομοτελειακά από άνοδο των άκρων, του εθνικισμού, του προστατευτισμού και του λαϊκισμού. Από το ξέσπασμα της μεγάλης κρίσης του 2008, η μεσαία τάξη βάλλεται πανταχόθεν. Το εισόδημά της έχει περιοριστεί σε πολλές, λιγότερο σταθερές πολιτικά και ανοιχτές οικονομικά, χώρες.
Οι δαπάνες διαβίωσης -στέγαση, εκπαίδευση, περίθαλψη- έχουν εκτοξευθεί και σε πολλές περιπτώσεις τα νοικοκυριά αναγκάζονται να θυσιάσουν το βιοτικό τους επίπεδο και αυτό των παιδιών τους, με την ελπίδα της ανάδυσης σε ύστερο χρόνο. Ακόμα σημαντικότερο, το αίσθημα της ανασφάλειας γιγαντώνεται, καθώς η χαμηλότερη μεσαία τάξη πιέζεται τόσο από την αυτοματοποίηση της παραγωγής όσο και από το έλλειμμα στη διά βίου κατάρτιση, σε έναν μη γραμμικό κόσμο ραγδαίων αλλαγών στην οργάνωση της παραγωγής.
Το ανθρώπινο κεφάλαιο που έχει καταφέρει να συσσωρεύσει υποβαθμίζεται γρήγορα, τη στιγμή που οι επενδύσεις και οι κοινωνικές δαπάνες για τη διατήρησή του περικόπτονται. Η αύξηση του μεριδίου της μερικής απασχόλησης στο εργατικό δυναμικό και οι δυσκολίες συμφιλίωσης μεταξύ της εργασιακής και της οικογενειακής ζωής σε νοικοκυριά με δύο εργαζόμενους γονείς πιέζουν ακόμα περισσότερο προς τα κάτω.
Επιπλέον, η μεσαία τάξη συμπιέζεται από την τανάλια της φορολογικής πολιτικής: δεν είναι αρκετά φτωχή για να επωφελείται από τις παροχές του σχετικά γενναιόδωρου ακόμα ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου, αλλά ούτε και αρκετά πλούσια για να μπορεί να αντεπεξέλθει, χωρίς εισοδηματικό δίχτυ ασφαλείας («κοινωνικό μισθό»), στην προσπάθεια αναπαραγωγής των κοινωνικών δομών και αύξησης της παραγωγικότητας μέσω του σχηματισμού ανθρώπινου κεφαλαίου. Η μεσαία τάξη έχει μονίμως την (δικαιολογημένη) αίσθηση της αδικίας, καθώς εισφέρει σε πληρωμές (φόρους και εισφορές) περισσότερο από όσο επωφελείται από τις κοινωνικές μεταβιβάσεις.
Αυτή η αίσθηση του ανικανοποίητου συνοδεύεται πάντα από την αίσθηση της απειλής των κεκτημένων και του βιοτικού επιπέδου. Πάνω σε όλα αυτά επικάθεται, εδώ και τέσσερα χρόνια, και μια γενικευμένη αίσθηση ταυτοτικής/πολιτισμικής κρίσης λόγω των πολύ μεγάλων και ασύντακτων μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών προς την Ευρώπη. Ακόμα και αν τα επίσημα οικονομικά στοιχεία διαψεύδουν την καταστροφολογία περί «θανάτου της μεσαίας τάξης» και εκτροπής σε τριτοκοσμικές κοινωνίες, που διαιρούνται σε ωκεανούς φτωχών και νησίδες υπερπλουσίων, η αίσθηση της υπαρξιακής απειλής έχει εγκατασταθεί πια για τα καλά, γεννά απόγνωση και κυοφορεί πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές ανατροπές προς το χειρότερο.
Συνεπώς, ένα πολύ μεγάλο διακύβευμα των προσεχών ευρωεκλογών είναι η ενίσχυση πολιτικών προγραμμάτων που να προωθούν ρεαλιστικά, συστηματικά και επίμονα τα εξής: Καταρχήν, μια φορολογική μεταρρύθμιση προς όφελος της καταπολέμησης των ανισοτήτων, της δυναμικής αύξησης των κεφαλαιουχικών επενδύσεων για τη βελτίωση της παραγωγικότητας και του μεγαλύτερου ανοίγματος της αγοράς εργασίας στους νέους και τις γυναίκες. Ο φόρος είναι το σημαντικότερο ίσως εργαλείο πολιτικής.
Ας χρησιμοποιηθεί στοχευμένα και όχι ισοπεδωτικά. Κατά δεύτερον, μια ενίσχυση της κοινωνικής προστασίας, ιδίως της προσχολικής φροντίδας και εκπαίδευσης, της μόρφωσης, της αξιοπρεπούς στέγασης και της ίσης πρόσβασης σε υπηρεσίες υγείας και ευεξίας. Τέλος, μια πολύ μεγάλη και μακροπρόθεσμη συλλογική επένδυση από όλους τους κοινωνικούς εταίρους στη διά βίου μάθηση, η οποία θα προστατεύσει τη μεσαία τάξη από τη ραγδαία της υποβάθμιση στον διεθνή καταμερισμό εργασίας.
*Αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.