Του Μιλτιάδη Νεκτάριου*
Η συζήτηση για τον κίνδυνο φτώχειας αναφέρεται –τουλάχιστον στις χώρες της Ευρώπης- στην «σχετική» φτώχεια. Σύμφωνα με τον ορισμό της σχετικής φτώχειας, ως κατάσταση φτώχειας ορίζεται το ποσοστό των ατόμων, των οποίων το ισοδύναμο εισόδημα (σταθμισμένο με τον αριθμό των μελών της οικογένειας) είναι χαμηλότερο του 60% του διάμεσου ισοδύναμου εισοδήματος της χώρας (ήταν 14.000 ευρώ το 2010 και μειώθηκε κατά 36% στις 8.800 ευρώ το 2017).
Ο προσδιορισμός της κατάστασης φτώχειας συνοψίζεται μέσω της εκτίμησης του «δείκτη ποσοστού φτώχειας», ο οποίος παρέχει μια ένδειξη της έκτασης της φτώχειας ως % του συνολικού πληθυσμού. Παρά τη σημαντική μείωση του εισοδήματος στην Ελλάδα μετά το 2010, το ποσοστό σχετικής φτώχειας αυξήθηκε από το 20.1% το 2008 σε 23.1% το 2013 και στη συνέχεια μειώθηκε στο 20.2% το 2017.
Γιατί η μείωση των εισοδημάτων δεν αποτυπώνεται σε αύξηση των δεικτών φτώχειας; Διότι το «κατώφλι εισοδήματος» που καθορίζει το σχετικό όριο της φτώχειας μειώνεται σε όλα τα έτη από το 2011 και έπειτα παρουσιάζοντας μια σωρευτική μείωση 36% μεταξύ 2010 (7.178 ευρώ) και 2017 (4.560 ευρώ). Το 2010 φτωχός ήταν όποιος είχε (ατομικό) εισόδημα κάτω από 7.178 ευρώ.
Το 2017 φτωχός ήταν όποιος είχε (ατομικό) εισόδημα κάτω από 4.560 ευρώ. Μια εναλλακτική προσέγγιση για την ανάλυση της επίπτωσης της κρίσης στην εισοδηματική κατάσταση των ατόμων θα μπορούσε να εστιάσει στην εξέταση της μεταβολής του κινδύνου φτώχειας σε απόλυτους και όχι σε σχετικούς όρους.
Η συγκεκριμένη προσέγγιση βασίζεται στην εκτίμηση του κινδύνου φτώχειας για τα έτη της κρίσης διατηρώντας σταθερό το όριο φτώχειας του 2008 (στα 6.480 ευρώ) –δηλώνοντας στην ουσία το ποσοστό των ατόμων που θα κατατασσόταν ως εκτεθειμένο στον κίνδυνο φτώχειας τα έτη της κρίσης, με βάση τις συνθήκες του 2008 (δηλαδή πόσοι θα ήταν οι φτωχοί σε κάθε έτος, αν είχαμε κρατήσει σταθερή τη γραμμή φτώχειας στο ύψος που ήταν το 2008).
Τα ευρήματα με βάση την εν λόγω μεθοδολογία δείχνουν ότι το ποσοστό του πληθυσμού με εισόδημα κάτω από το σταθερό (τιμαριθμικά αναπροσαρμοσμένο) όριο φτώχειας του 2008 φτάνει στο 46% το 2017 και είναι πάνω από δύο φορές υψηλότερο σε σχέση με το 2008 (20.1%). Μια σειρά από περαιτέρω διαπιστώσεις ακολουθούν. Η πρώτη διαπίστωση είναι ότι οι συνέπειες της κρίσης στο σχετικό ποσοστό φτώχειας εντοπίζονται περισσότερο έντονες στην αντιστροφή της εικόνας του «ηλικιακού προφίλ» της φτώχειας στην Ελλάδα.
Από το 2012 και έπειτα, τα άτομα εργάσιμης ηλικίας είναι σε σαφώς υψηλότερο κίνδυνο φτώχειας (24%), σε σχέση με τους συνταξιούχους (14%). Η δεύτερη διαπίστωση είναι ότι η κρίση έκανε εντονότερη την διασύνδεση της μη συμμετοχής στην αγορά εργασίας με τον κίνδυνο φτώχειας: η αύξηση του ποσοστού φτώχειας κατά την διάρκεια της κρίσης παρατηρείται μόνο στην περίπτωση των ανέργων, για τους οποίους το ποσοστό φτώχειας αυξήθηκε από 37% το 2008 σε άνω του 47% το 2017. Ενώ για τους συνταξιούχους μειώθηκε από 20% σε 9.7%.
Για τους μισθωτούς παρέμεινε σταθερό στο 8%. Η τρίτη διαπίστωση είναι ότι η κρίση έπληξε την εισοδηματική κατάσταση όλων, όχι όμως αναλογικά, ούτε με κοινό πρότυπο. Ως προς τον τύπο των νοικοκυριών, οι οικογένειες με δύο παιδιά καταγράφουν μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος κατά 46% μεταξύ του 2010 και του 2016. Αντιθέτως, τα νοικοκυριά των ηλικιωμένων σημείωσαν την μικρότερη μείωση του εισοδήματος (22%) κατά την κρίση. Ως προς την κατάσταση απασχόλησης, για τους μισθωτούς το εισόδημά τους μειώθηκε 34%, ενώ για τους αυτοαπασχολούμενους μειώθηκε κατά 40%.
Η τέταρτη διαπίστωση είναι ότι η κρίση αύξησε τις ανάγκες όχι όμως και την αποτελεσματικότητα του κοινωνικού κράτους να ανταποκριθεί στις αυξημένες ανάγκες. Στην Ελλάδα τα κοινωνικά επιδόματα μειώνουν τον κίνδυνο φτώχειας κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες στην περίοδο 2010- 2017, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό είναι διπλάσιο στις χώρες της ΕΕ-28.
Η πέμπτη διαπίστωση είναι ότι η κρίση περιόρισε την δυνατότητα των νοικοκυριών με καθυστερούμενες οφειλές (για ενοίκια, λογαριασμούς, δάνεια, κλπ.) να καλύψουν τις επιπλέον ανάγκες. Στις μη φτωχές οικογένειες με δύο παιδιά, το ποσοστό των νοικοκυριών με καθυστερούμενες οφειλές τριπλασιάστηκε μεταξύ 2010 και 2016, από 12% το 2010 σε 35% το 2016. Ενώ για τις φτωχές οικογένειες με δύο παιδιά τα αντίστοιχα ποσοστά διπλασιάστηκαν: ήταν 35% το 2010 και 70% το 2016.
Ανάλογη εικόνα προκύπτει και για την περίπτωση της επιβάρυνσης των δαπανών για στέγαση (δάνεια και ενοίκια). Οι εν λόγω δαπάνες αφορούν πλέον πάνω από το 36% του εισοδήματος των μη φτωχών νοικοκυριών για την περίπτωση μιας οικογένειας με δύο παιδιά (το αντίστοιχο μέσο ποσοστό στην Ευρώπη είναι 16%), ενώ το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 75% του εισοδήματος των φτωχών νοικοκυριών με δύο παιδιά (το αντίστοιχο ποσοστό για την Ευρώπη είναι 40%).
Τέλος, η έκτη διαπίστωση είναι ότι η κρίση περιόρισε, σε απόλυτους αριθμούς, το μέγεθος της μεσαίας τάξης. Συγκεκριμένα, ο αριθμός των νοικοκυριών με οικογενειακό μηνιαίο εισόδημα άνω των 3.500 ευρώ μειώθηκε περισσότερο από το μισό: από 543 χιλιάδες το 2010, σε 242 χιλιάδες το 2016. Επίσης, εισόδημα άνω των 2.800 ευρώ στην Ελλάδα το 2016 είχαν σχεδόν 500 χιλιάδες νοικοκυριά, ενώ το 2011 το αντίστοιχο μέγεθος ήταν 850 χιλιάδες νοικοκυριά.
*Καθηγητής Πανεπιστημίου Πειραιώς