Του Άγγελου Χρυσόγελου*
Η ύφεση της παγκόσμιας οικονομίας θεωρείται πια από τους περισσότερους ειδικούς αναπόφευκτη. Πέραν της φυσιολογικής μείωσης του ρυθμού ανάπτυξης ύστερα από μια δεκαετία ανάκτησης των απωλειών της κρίσης του 2008, υπάρχουν και πολιτικές αβεβαιότητες, κυρίως η απειλή του Ντόναλντ Τραμπ να εντείνει τον εμπορικό ανταγωνισμό με την Κίνα.
Η Ευρώπη βρίσκεται στη δυσάρεστη θέση του ενδιάμεσου σε αυτή διαμάχη μεταξύ της υπάρχουσας και της επίδοξης υπερδύναμης. Η πιο εκτεθειμένη ευρωπαϊκή χώρα είναι η Γερμανία, της οποίας η οικονομία βασίζεται στις εξαγωγές, ιδιαίτερα αυτοκινήτων.
Δεν είναι ξεκάθαρο ακόμα αν ο Τραμπ θα κατευθύνει την οργή του και προς τις γερμανικές εξαγωγές, αλλά ο οικονομικός πόλεμος ΗΠΑ-ΚΙΝΑΣ και η παγκόσμια αβεβαιότητα έχουν ήδη εντείνει την προϊούσα πορεία της γερμανικής, και κατ’ επέκταση ευρωπαϊκής, οικονομίας προς την ύφεση.
Μπροστά στο φάσμα της ύφεσης, η Ευρώπη πρέπει να χρησιμοποιήσει τα εργαλεία μακροοικονομικής πολιτικής που η ατελής της οικονομική αρχιτεκτονική της παρέχει. Το εργαλείο της νομισματικής πολιτικής φαίνεται να έχει εξαντληθεί, με τα επιτόκια της ΕΚΤ ήδη σχεδόν μηδενικά.
Μια ολοκληρωμένη οικονομική ένωση θα στρεφόταν σε δημοσιονομικά εργαλεία ενίσχυσης της ζήτησης, η δημοσιονομική πολιτική της ΕΕ όμως είναι αποκεντρωμένη και δέσμια δρακόντειων περιορισμών. Με αφορμή την ύφεση, είναι σίγουρο ότι θα πληθύνουν και πάλι οι φωνές για χαλάρωση του δημοσιονομικού πλαισίου στην ΕΕ.
Η ύφεση έτσι μπορεί παραδόξως να λειτουργήσει ως ευκαιρία για την Ελλάδα, της οποίας η νέα κυβέρνηση πρέπει να παρουσιάσει το εθνικό αίτημα μείωσης των υποχρεωτικών πλεονασμάτων το φθινόπωρο ως μέρος μιας ευρωπαϊκής απάντησης στις κινήσεις ΗΠΑ και Κίνας. Καθώς η κρίση χτυπάει πια την ίδια τη γερμανική οικονομία, το αίτημα της Ελλάδας μπορεί να ενταχθεί σε μια ευρύτερη στρατηγική δημοσιονομικής χαλάρωσης που ήδη συζητιέται και στο Βερολίνο.
Φυσικά κανείς δεν μπορεί να υποτιμήσει την ατολμία και ιδιοτέλεια της γερμανικής οικονομικής και πολιτικής τάξης, όπως έχει φανεί τόσες φορές στο παρελθόν.
Υπάρχει πάντα η πιθανότητα το Βερολίνο να εναντιωθεί και τώρα σε οποιαδήποτε αλλαγή της λειτουργίας της ευρωζώνης. Υπάρχει πάντα το βολικό πρόσχημα της εσωτερικής πολιτικής ρευστότητας. Ο πραγματικός λόγος όμως θα ήταν ότι η Γερμανία θα έβλεπε, όπως και το 2008, τη στασιμότητα της ευρωπαϊκής περιφέρειας και πάλι ως τρόπο τεχνητής υποτίμησης του ευρώ και διατήρησης της διεθνούς της οικονομικής θέσης.
Αυτή τη φορά όμως τα πράγματα φαίνεται να είναι διαφορετικά. Σε αντίθεης με την κρίση του ευρώ, αυτή η ύφεση στην ΕΕ θα είναι κρίση του πυρήνα, όχι της περιφέρειας. Όποιος επιζητεί αλλαγή των ενδοευρωπαϊκών ισορροπιών θα πρέπει να είναι έτοιμος να παίξει τολμηρά.
*Ερευνητής στο Weatherhead Center for International Affairs του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ