του Philip Stephens*
Την περασμένη εβδομάδα ευρωπαίοι πολιτικοί συγκεντρώθηκαν στις ακτές της λίμνης Κόμο για το φόρουμ Ambrosetti. Ακουσα τρία πράγματα. Η κάμψη στην οικονομία της ευρωζώνης δείχνει ως πρελούδιο ύφεσης. Η χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ θα λειτουργήσει ως ζωτικής σημασίας, αλλά ανεπαρκές διορθωτικό μέτρο. Και η Γερμανία θα περιμένει μέχρι να είναι πολύ αργά πριν προσφέρει μετρήσιμη δημοσιονομική τόνωση. Το Brexit είναι δευτερεύον θέμα, παρ’ όλα αυτά ανεπιθύμητο δεδομένων των σύννεφων πάνω από την οικονομία.
Ο Μάριο Ντράγκι, ο απερχόμενος πρόεδρος της ΕΚΤ, έχει ήδη κερδίσει τη θέση του στο Πάνθεον των μεγάλων ευρωπαίων. Η πρόθεσή του να επαναδιατυπώσει τους νομισματικούς κανόνες έσωσε το ευρώ μετά την συντριβή του 2008. Αν είχε καταρρεύσει η νομισματική ένωση, μεγάλο μέρος από την αρχιτεκτονική της μεταπολεμικής ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης θα είχε καταρρεύσει μαζί της. Οι πολιτικοί, παγωμένοι από τους προβολείς της κρίσης, έχουν πολλά για τα οποία πρέπει να τον ευχαριστήσουν.
Η στρατηγική του ήταν ενσωματωμένη σε μια μόνο πρόταση κατά το καλοκαίρι του 2012. «Εντός της εντολής μας, η ΕΚΤ είναι έτοιμη να κάνει ότι χρειαστεί για να προστατεύσει το ευρώ. Και πιστέψτε με, θα είναι αρκετό». Η ατσάλινη αποφασιστικότητα του Μ. Ντράγκι αποδείχτηκε πράγματι αρκετή.
Υπάρχουν, ωστόσο, όρια, στο που μπορεί να φτάσει ακόμα και ένας θαρραλέος κεντρικός τραπεζίτης. Η ΕΚΤ, όπως και στον τελευταίο καταιγισμό επεκτατικών μέτρων, μπορεί να αντιδράσει στις αποπληθωριστικές πιέσεις. Εξαιτίας της γερμανικής επιμονής, όμως, το ευρώ παραμένει ένα ημιτελές πρότζεκτ. Η δημοσιονομική πολιτική παραμένει αυστηρά στα χέρια των εθνικών κυβερνήσεων. Ο προϋπολογισμός της ευρωζώνης, εγκεκριμένος από το Βερολίνο, μετά την πίεση του Παρισιού, είναι πολύ μικρός, σαν να είναι αόρατος.
Ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, ο απερχόμενος πρόεδρος της Κομισιόν, πιστώνεται την παρατήρηση για τους ευρωπαίους πολιτικούς ηγέτες: «Ολοι ξέρουμε τι να κάνουμε, απλά δεν ξέρουμε πώς να ξαναεκλεγούμε αφότου το κάνουμε».
Μιλώντας όταν ήταν ακόμα πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου, ο κος Γιούνκερ μιλούσε για δομικές μεταρρυθμίσεις -συχνά περιορίζοντας παραδοσιακά εργασιακά δικαιώματα- προκειμένου να βελτιωθεί η παραγωγικότητα. Η υστέρηση σε τέτοια πολιτικά επώδυνα μέτρα και το υψηλότερο επίπεδο διαβίωσης συχνά ξεπερνούν τον εκλογικό κύκλο.
Το απόφθεγμα, ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τους πολιτικούς στα κράτη-πιστωτές της ευρωζώνης. Ο πρώην καγκελάριος Χ. Κολ υποστήριξε το ενιαίο νόμισμα ως ένα δίκαιο τίμημα για την επανένωση και ως ένα μηχανισμό για να διορθώσει τη νέα Γερμανία μέσα στην Ευρώπη. Το ευρώ θα σηματοδοτούσε την πορεία προς μια ευρωπαϊκή Γερμανία και θα αποτελούσε ένα εμπόδιο ενάντια στην γερμανική Ευρώπη.
Το προπατορικό αμάρτημα του Κολ στο ξεκίνημα του ενιαίου νομίσματος ήταν ότι απέφυγε να πει στους γερμανούς ψηφοφόρους το αναπόφευκτο νόημα της συμφωνίας. Ακόμα δεν έχει ειπωθεί.
Εν ολίγοις, η Γερμανία είναι ο μεγαλύτερος ωφελημένος από την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Η ΕΕ παρέχει τη δημοκρατική σταθερότητα και την οικονομική βεβαιότητα στην οποία χτίστηκε η ευημερία της. Καμιά χώρα δεν έχει να χάσει περισσότερα από ένα διαζύγιο. Εύλογα, αυτά τα οφέλη έχουν και ένα τίμημα. Ως η ισχυρότερη οικονομία της Ευρώπης, η Γερμανία φέρει την ανάλογη ευθύνη για την σταθερότητα του εγχειρήματος.
Το μότο στο Βερολίνο συνεχίζει να μπερδεύει. Η Γερμανία, λέει, δεν θα δεχτεί ποτέ μια «ένωση μεταφοράς» (transfer union). Στην πραγματική ζωή, φυσικά, ο κύβος ερρίφθη. Η πραγματική επιλογή είναι μεταξύ μιας σκιώδους «ένωσης μεταφοράς» αντιπροσωπούμενης από ένα βουνό υποχρεώσεων των εθνικών κεντρικών τραπεζών που χτίστηκε στην ΕΚΤ (οι λεγόμενες Target balances) και της δημιουργίας μιας οικονομικής ένωσης που παραδέχεται το ρόλο της δημοσιονομικής πολιτικής στην διαχείριση της οικονομικής ζήτησης.
Το παράδοξο είναι ότι αυτοί που έχουν περιθώριο να λειτουργήσουν τους δημοσιονομικούς μοχλούς (η Γερμανία και άλλοι βόρειοι γείτονες) αρνούνται να το κάνουν. Αυτοί που πιέζουν για πιο επεκτατική στάση (ηγείται η Γαλλία) στερούνται δημοσιονομικού χώρου.
Μεταξύ των Γερμανών φίλων μου, η πιο συχνή εύστοχη απάντηση είναι ο «ηθικός κίνδυνος». Η ευρωζώνη χρειάζεται ισχυρά κίνητρα ώστε οι πολιτικοί σε χρεωμένες χώρες να πάρουν τα μη δημοφιλή μέτρα που απαιτούνται για να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα. Η λανθασμένη υπόθεση είναι ότι υπάρχει μια ευθεία επιλογή «αυτό ή το άλλο». Γιατί όχι δομικός εκσυγχρονισμός και δημοσιονομική στήριξη για επενδύσεις που βελτιώνουν την ανάπτυξη;
Σπάνια υπήρξε καλύτερη στιγμή για να επενδύσει η Ευρώπη στο μέλλον της. Ο πληθωρισμός έχει εξαφανιστεί. Η Γερμανία είναι πλημμυρισμένη από δημοσιονομικά πλεονάσματα, ομοσπονδιακά, κρατικά και δημοτικά. Το κόστος δανεισμού είναι μηδέν. Στη Γαλλία του Εμμανουέλ Μακρόν το Βερολίνο έχει έναν εταίρο που έχει δείξει ότι θα πάρει σκληρές αποφάσεις από την πλευρά της προσφοράς.
Η δημοσιονομική στήριξη της ευρωπαϊκής οικονομίας δεν αφορά το να σκάβεις τρύπες και μετά να τις σκεπάζεις, παρότι ακόμα και αυτό θα ήταν καλύτερο από το να μην κάνεις τίποτα. Η ήπειρος αντιμετωπίζει ένα τεράστιο επενδυτικό κενό. Το δίκτυο τηλεπικοινωνιών χρειάζεται αντικατάσταση (δείτε την ταχύτητα του WiFi ή τη σύνδεση του κινητού τηλεφώνου στη Γερμανία). Η απανθρακοποίηση που χρειάζεται για να καλυφθούν οι στόχοι για το κλίμα απαιτεί ανασχεδιασμό της οικονομίας της ηπείρου. Η Ευρώπη είναι πολύ πίσω από τις ΗΠΑ και την Κίνα στην προηγμένη υπολογιστική και τη μηχανική μάθηση.
Οι Γερμανοί ηγέτες τα ξέρουν αυτά όσο ο καθένας. Κι’ όμως φοβούνται να πουν οτιδήποτε μπορεί να βάλει σε συναγερμό τους καλούς αστούς σε Μόναχο, Αμβούργο και Φρανκφούρτη. Σε τέτοιες συγκυρίες η πολιτική θα ήταν πολύ πιο εύκολα διαχειρίσιμη. Μην περιμένετε όμως η Γερμανία να στείλει την πυροσβεστική πριν οι φωτιές έχουν ανάψει για τα καλά.
Τι κρίμα…
*πρώτη δημοσίευση: www.euro2day.gr