του Philip Stephens
Οι υπέρμαχοι του Brexit δεν μπορούν νομίζω να αντιληφθούν την ειρωνεία. Η Ε.Ε. έχει βαλτώσει, οδύρεται ο Εμανουέλ Μακρόν, επειδή θυμίζει περισσότερο μια αγορά από ότι μια πολιτική κοινότητα εθνών. Και έχει γίνει δυσκίνητη. Μια ένωση των 28 (σύντομα θα είναι 27) εθνών, με ρωγμές από τα Ανατολικά προς τα Δυτικά και τον Βορρά προς τον Νότο, τις οποίες δυσκολεύεται να γεφυρώσει.
Η ενιαία αγορά και η διεύρυνση φαίνεται πως ευθύνονται για πολλά. Πρόκειται βέβαια για εγχειρήματα τα οποία επιδίωξαν με ενθουσιασμό τη δεκαετία του 1980 και του 1990 δύο συντηρητικοί πρωθυπουργοί, η Μάργκαρετ Θάτσερ και ο Τζον Μέιτζορ. Θα μπορούσε κανείς να τα αποκαλέσει ως και σπουδαία βρετανικά success stories.
Αλλά οι πολιτικές των Βρυξελλών που ήταν αναγκαίες για τη δημιουργία ίσων όρων ανταγωνισμού και οι εργαζόμενοι που έφταναν στη Βρετανία από πρώην κομμουνιστικά καθεστώτα παρουσιάζονταν από τους υπέρμαχους του Brexit στο συντηρητικό κόμμα ως λόγος για έξοδο από την Ε.Ε. «Κερδίσαμε, οπότε φεύγουμε», θα μπορούσαν να είχαν κάλλιστα πει το 2016. Δεν υπάρχει λογική όταν οι Βρετανοί υποφέρουν από μια από τις περιοδικές κρίσεις αυτοκρατορικής νοσταλγίας.
Οι σκέψεις του κ. Μακρόν για την κατάσταση της Ευρώπης κατά τη διάρκεια συνέντευξης με τον Economist ήταν, πάντως, πιο βαθυστόχαστες. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο πρόεδρος μπορεί να απαλλαχθεί από την κατηγορία της γαλατικής προκατάληψης.
Η κατά βάση ακριβής ιστορία του για τον ιδιοτελή ρόλο της Αμερικής στην ευρωπαϊκή ενοποίηση διακρίνεται από την οξύτητα που χαρακτήριζε τον Ντε Γκωλ. Η διαμαρτυρία για το δυσκίνητο μηχανισμό λήψης αποφάσεων της Ε.Ε. διαποτίζεται από τη νοσταλγία για τις ημέρες που η Γαλλία αξίωνε την ηγεσία των έξι ιδρυτικών κρατών μελών.
Αυτό το οποίο κάνει τη συνέντευξη να ξεχωρίζει είναι το ότι αποκαλύπτει έναν ηγέτη ο οποίος τοποθετεί τις απόψεις του σε ένα συνεκτικό και κυρίως πειστικό παγκόσμιο πλαίσιο. Υπάρχουν κάποιοι πολύτιμοι δυτικοί ηγέτες οι οποίοι είναι διατεθειμένοι να διατυπώσουν μια στρατηγική άποψη -ακόμα και αν είναι μεγάλη- για το που οδεύει ο κόσμος.
O Mπαράκ Ομπάμα ήταν ένας τέτοιος ηγέτης. Ωστόσο, όσο οξυδερκής και αν ήταν η ανάλυση του πρώην προέδρου των ΗΠΑ πολλές φορές κατέληγε στην απραξία. To οπτικό πεδίο της Άγκελα Μέρκελ έχει συρρικνωθεί με την πάροδο των χρόνων. Όσον αφορά τους τρεις τελευταίους πρωθυπουργούς του Ηνωμένου Βασιλείου – τον Ντέιβιντ Κάμερον, την Τερέζα Μέι και τον Μπόρις Τζόνσον – κανείς δεν θα τους κατηγορούσε ότι παρασύρθηκαν σε βαθυστόχαστες σκέψεις. Για τον Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ τα λόγια περιττεύουν.
O κ. Μακρόν είναι πειστικός, ακόμα και αν ο τρόπος σκέψης του είναι υπερβολικά γαλλικός. H μετάβαση της Ε.Ε. από μια πολιτική κοινότητα σε μια αγορά ήταν σε μεγάλο βαθμό επακόλουθο της ιστορίας και όχι ένα σχέδιο της ύπουλης Αλβιώνας. Οι μεταπολεμικοί ηγέτες για τους οποίους η πολιτική συμφιλίωση μεταξύ κρατών ήταν επιτακτικό καθήκον έχουν αντικατασταθεί από μια γενιά για την οποία η ιδέα του πολέμου μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας είναι αδιανόητη.
Ομοίως, η κατάρρευση του κομμουνισμού στέρησε από την Ε.Ε. τον βασικό εξωτερικό της εχθρό. Πρέπει να είναι κανείς πάνω από 30 χρονών για να έχει δει το Τείχος του Βερολίνου. Η Ε.Ε. απομακρύνθηκε από τον βασικό πολιτικό της σκοπό επειδή στον απόηχο της νίκης στον Ψυχρό Πόλεμο και του τέλους της ιστορίας δεν υπήρχε τέτοια επιτακτική αποστολή.
Ο ισχυρισμός του κ. Μακρόν ότι η Ευρώπη πρέπει να ανακαλύψει εκ νέου τον σκοπό της αναλαμβάνοντας την ευθύνη για την ασφάλεια της γειτονιάς της είναι αδιαμφισβήτητα ορθός. Η μεταναστευτική κρίση του 2015 ήταν μια πρώτη προειδοποίηση. Έκτοτε οι ΗΠΑ έχουν απομακρυνθεί ακόμα περισσότερο από τη Μέση Ανατολή, όπως στη Συρία, αφήνοντας ένα κενό εξουσίας για να το γεμίσει ο Βλαντιμίρ Πούτιν της Ρωσίας.
Κατά τη γνώμη μου ο Γάλλος πρόεδρος είναι πιθανότατα υπερβολικά απαισιόδοξος για την παρακμή του ΝΑΤΟ, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Σχεδόν οποιοσδήποτε διάδοχος του κ. Τραμπ είναι πιθανότερο να δει τη συμμαχία των ΗΠΑ με την Ευρώπη ως ζήτημα ζωτικού εθνικού συμφέροντος. Οτιδήποτε άλλο θα ισοδυναμούσε με υποβοήθηση της Κίνας στη στρατηγική της φιλοδοξία να εδραιωθεί ως η κυρίαρχη ευρασιατική δύναμη.
Τούτων λεχθέντων, ο κ. Μακρόν δεν μπορεί να αμφισβητηθεί όσον αφορά την κατεύθυνση του ταξιδιού. Κανείς δεν θα έπρεπε να περιμένει ότι οι ΗΠA θα συνεχίσουν να εγγυώνται την ευρωπαϊκή ειρήνη υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Υπήρχε πάντοτε ένα ερωτηματικό (το οποίο πολλές φορές αγνοούνταν) πάνω από την εγγύηση του Άρθρου 5 του ΝΑΤΟ.
Όταν ο Μακρόν ρώτησε, υποθετικά, αν τα υπόλοιπα μέλη του ΝΑΤΟ θα έσπευδαν να υπερασπιστούν την Τουρκία εναντίον μιας επίθεσης, ας πούμε, της Συρίας, έθιγε ένα θέμα που είναι ολοένα και πιο αισθητό. Θα μπορούσε επίσης να είχε ρωτήσει αν η Βρετανία ή η Γαλλία θα πολεμούσαν ενάντια στη Ρωσία για να υπερασπιστούν τη Λετονία ή τη Λιθουανία.
Αν είναι αδιαμφισβήτητο ότι η Ευρώπη πρέπει να κάνει περισσότερα για να υπερασπιστεί τον εαυτό της – με τα λόγια του κ. Μακρόν να ανακτήσει την «κυριαρχία» πάνω στην ασφάλεια της – είναι ακόμα πιο δύσκολο να αποδεχτεί κανείς την ιδέα ότι πρέπει να λειτουργήσει ως «εξισορροπιστική» δύναμη ανάμεσα στην Κίνα και τις ΗΠΑ. Η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ όπως έχει διαμορφωθεί από τον κ. Τραμπ δεν έχει τίποτα το ενθαρρυντικό. Και ναι η Ευρώπη δεν πρέπει να είναι υποτακτική ούτε απέναντι στην Ουάσιγκτον ούτε απέναντι στο Πεκίνο όσον αφορά τα πεδία της μηχανικής μάθησης και τεχνητή νοημοσύνη. Αλλά οι ΗΠΑ παραμένουν μια δημοκρατία και μοιράζονται με την Ευρώπη μια σειρά από αξίες τις οποίες δεν θα βρει ποτέ στην Κίνα του Σι Τζινπίνγκ.
Η δημοκρατική Ευρώπη θα έπρεπε επίσης να επιδιώξει ένα modus vivendi με τον θυμωμένο της ανατολικό γείτονα. Δεν έχει τίποτα να χάσει από το να εκμεταλλευτεί την προσωπική ματαιοδοξία του κ. Πούτιν. Χρειαζόμαστε ωστόσο διασφάλιση ότι ο κ. Μακρόν δεν συγχέει την εμπλοκή με τον κατευνασμό του ρωσικού ρεβινζιονισμού.
Τίποτα από όλα αυτά δεν θα έχει, ωστόσο, μεγάλη σημασία χωρίς αυτό που ο κ. Μακρόν αποκαλεί την ουσιαστική «γραμματική» της εξουσίας και κυριαρχίας. Για μια φευγαλέα στιγμή στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου η Ευρώπη φαινόταν να είναι μια κανονιστική δύναμη, η οποία εξάγει για παράδειγμα τη φιλελεύθερη δημοκρατία.
Το παράθυρο έχει κλείσει. Αν η Ευρώπη εκτιμά τις αξίες της θα πρέπει να τις υπερασπιστεί.
*πρώτη δημοσίευση: www.euro2day.gr