· Το ’’μπαλάκι’’ στις ελληνικές αρχές πετά η ΕΚΤ, απαντώντας σε ερώτηση του Δ. Παπαδημούλη σχετικά με τις πρόσφατες μεγάλες αυξήσεις στις προμήθειες των ελληνικών τραπεζών.
· «Οι εθνικές αρχές προστασίας του καταναλωτή αρμόδιες για την λήψη μέτρων μείωσης της επιβάρυνσης των καταναλωτών. Δεν εμπίπτει στο εποπτικό πεδίο των αρμοδιοτήτων της ΕΚΤ».
· Δημ. Παπαδημούλης προς ΕΚΤ: «Σκοπεύετε να προτείνετε μέτρα περιορισμού της επιβάρυνσης των καταναλωτών από τη νέα πολιτική χρεώσεων των ελληνικών τραπεζών;».
Στάση Πόντιου Πιλάτου, σχετικά με τις πρόσφατες μεγάλες αυξήσεις στις προμήθειες των τραπεζών, υιοθετεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με την απάντηση που έδωσε, δια του Προέδρου του Εποπτικού Συμβουλίου, Αντρέα Ένρια, στην ερώτηση του Αντιπροέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και επικεφαλής της Ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, Δημήτρη Παπαδημούλη.
Ο Πρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου επιβεβαιώνει πως «η ΕΚΤ έχει ενημερωθεί για τις νέες προμήθειες, συμπεριλαμβανομένων των χρεώσεων για ορισμένες συναλλαγές, καθώς και για εκτυπώσεις εντύπων κίνησης λογαριασμού σε ΑΤΜ και άλλες χρεώσεις σε σχέση με τη χρήση καρτών», δηλώνοντας πως «είναι ευθύνη των διοικήσεων των τραπεζών να αποφασίσουν ποιες στρατηγικές οδούς πρέπει να ακολουθήσουν, ούτως ώστε να δημιουργήσουν διατηρήσιμα κέρδη».
Όσον αφορά στη λήψη μέτρων μείωσης της επιβάρυνσης των τραπεζικών πελατών επισημαίνει πως «δεν εμπίπτει στο πεδίο της εντολής προληπτικής εποπτείας που έχει ανατεθεί στην Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ» και ‘’πετάει το μπαλάκι’’ στις αρμόδιες ελληνικές αρχές.
«Εναπόκειται στις εθνικές αρχές προστασίας του καταναλωτή», αναφέρει χαρακτηριστικά, ενώ στην ερώτηση για τον ποσοτικό προσδιορισμό του κόστους επιβάρυνσης των κατόχων των ελληνικών τραπεζών από την επιβολή της νέας αυτής πολιτικής ο κ. Ένρια δηλώνει πως δεν μπορεί να προσδιοριστεί, καθώς αυτό εξαρτάται μεταξύ άλλων «από πιθανές αλλαγές στη συμπεριφορά των πελατών στις νέες χρεώσεις».
Ακολουθούν πλήρεις η ερώτηση και η απάντηση:
Ερώτηση με αίτημα γραπτής απάντησης
προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα
Dimitrios Papadimoulis (GUE/NGL)
Θέμα: Αυξήσεις στις προμήθειες τραπεζών
Πρόσφατα δημοσιεύματα αναδεικνύουν την αναπροσαρμογή των χρεώσεων στις ελληνικές τράπεζες, κάνοντας λόγο για νέες αυξήσεις στις προμήθειες των τραπεζών -και ειδικότερα επί των διατραπεζικών συναλλαγών. Οι νέες αυξήσεις αναμένεται να εφαρμοστούν από τέλος Οκτωβρίου και να ολοκληρωθούν ως το τέλος του έτους, με στόχο την αντιστάθμιση των απωλειών των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων από τα έσοδα τόκων, αλλά και την κάλυψη των εξόδων έκδοσης καρτών και κωδικών PIN.
Ερωτάται η ΕΚΤ:
- Έχει λάβει γνώση της αναμόρφωσης της πολιτικής χρεώσεων των ελληνικών τραπεζών και πώς την εκτιμά, σε σχέση με τα ισχύοντα στα λοιπά κράτη-μέλη;
- Σκοπεύει να προτείνει μέτρα περιορισμού της επιβάρυνσης των καταναλωτών, αλλά και ενθάρρυνσης των συναλλαγών μέσω εναλλακτικών δικτύων, με άλλα μέσα;
- Σε ποιο ύψος υπολογίζει το ενδεχόμενο κόστος επιβάρυνσης των κατόχων καρτών των ελληνικών τραπεζών από την επιβολή της νέας πολιτικής;
Απάντηση του Andrea Enria, προέδρου του Εποπτικού Συμβουλίου, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας
Αξιότιμο μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αγαπητέ κύριε Παπαδημούλη,
Σας ευχαριστώ για την επιστολή σας, την οποία μου διαβίβασε η κα Irene Tinagli, Πρόεδρος της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής, μαζί με συνοδευτική επιστολή, στις 24 Οκτωβρίου 2019.
Σύμφωνα με την εντολή που μας έχει ανατεθεί και με σκοπό τη συνεισφορά στην ασφάλεια και την ευρωστία των τραπεζών, η βιωσιμότητα των επιχειρηματικών μοντέλων των τραπεζών αποτελεί βασικό στοιχείο της εποπτικής προσέγγισης της ΕΚΤ. Η χαμηλή κερδοφορία εξασθενίζει την ικανότητα των τραπεζών να συσσωρεύουν κεφάλαιο μέσω της παρακράτησης κερδών και μπορεί επίσης να επηρεάσει αρνητικά την ικανότητά τους να αντλούν κεφάλαια εξωτερικά με την έκδοση μετοχών. Επιπλέον, η διαρθρωτικά χαμηλή κερδοφορία μπορεί να οδηγήσει σε υπερβολική ανάληψη κινδύνων με στόχο τη δημιουργία υψηλότερων αποδόσεων βραχυπρόθεσμα.
Τα ελληνικά σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα, που βρίσκονται υπό την άμεση εποπτεία της ΕΚΤ, προσπαθούν σκληρά να επανέλθουν σε κερδοφορία έπειτα από χρόνια κατά τα οποία κατέγραφαν ζημίες. Το σημαντικότερο είναι ότι πρέπει να επιλύσουν το ζήτημα του υπερβολικά υψηλού δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων. Ωστόσο, είναι ευθύνη των διοικήσεων αυτών των τραπεζών να αποφασίσουν ποιες στρατηγικές οδούς πρέπει να ακολουθήσουν ούτως ώστε να δημιουργήσουν διατηρήσιμα κέρδη.
Η ΕΚΤ έχει ενημερωθεί για τις νέες προμήθειες που αναφέρετε στην επιστολή σας, συμπεριλαμβανομένων των χρεώσεων για ορισμένες συναλλαγές καθώς και για εκτυπώσεις εντύπων κίνησης λογαριασμού σε ΑΤΜ και άλλες χρεώσεις σε σχέση με τη χρήση καρτών. Αυτές οι πληροφορίες έχουν σημασία για την ανάλυση της βιωσιμότητας και της διατηρησιμότητας των επιχειρηματικών μοντέλων των εν λόγω τραπεζών. Το β΄ τρίμηνο του 2019 η συνεισφορά των προμηθειών και των χρεώσεων στα λειτουργικά έσοδα των ελληνικών τραπεζών υπό την εποπτεία της ΕΚΤ ήταν μικρότερη από το μισό της αντίστοιχης συνεισφοράς σε τράπεζες άλλων χωρών οι οποίες εφαρμόζουν παρόμοια επιχειρηματικά μοντέλα (περίπου 16% έναντι 33%, μετρούμενη σε κυλιόμενη βάση τεσσάρων τριμήνων).
Όσον αφορά τις ερωτήσεις σας σχετικά με μέτρα μείωσης της επιβάρυνσης που συνεπάγονται οι νέες χρεώσεις για τους πελάτες, η λήψη μέτρων που αφορούν αυτήν την επιβάρυνση εναπόκειται στις εθνικές αρχές προστασίας του καταναλωτή και επομένως δεν εμπίπτει στο πεδίο της εντολής προληπτικής εποπτείας που έχει ανατεθεί στην Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ.
Τέλος, η ΕΚΤ δεν μπορεί να προσδιορίσει ποσοτικά την πιθανή οικονομική επιβάρυνση αυτής της νέας πολιτικής για τους κατόχους καρτών ελληνικών τραπεζών, καθώς αυτό θα εξαρτηθεί επίσης από πιθανές αλλαγές στη συμπεριφορά των πελατών σε απόκριση στις νέες χρεώσεις.
Με εκτίμηση,
Andrea Enria.