του Adriano Bosoni
Τον Μάιο του 2017, ο Εμανουέλ Μακρόν έγινε πρόεδρος της Γαλλίας. Δυόμισι χρόνια αργότερα, έχει την ευκαιρία να γίνει ουσιαστικά ο ηγέτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Πράγματι, η Γαλλία βρίσκεται στα πρόθυρα ενός μεγαλύτερου ρόλου στο μπλοκ, καθώς οι άλλες ισχυρές χώρες αντιμετωπίζουν τα δικά τους ζητήματα: η Γερμανία, που ήταν η de facto ηγέτιδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τουλάχιστον μια δεκαετία, είναι πολύ απασχολημένη τώρα με τα εσωτερικά της ζητήματα για να διευθύνει την Ήπειρο, ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο, η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, οδεύει προς την έξοδό της από την Ένωση.
Επιπλέον, η γαλλική οικονομία αναπτύσσεται με αξιοπρεπή ρυθμό, δίνοντας στο Παρίσι τη νομιμότητα που δεν είχε στο παρελθόν. Όμως οι ίδιοι ακριβώς παράγοντες που δημιούργησαν μια ασυνήθιστη ευκαιρία για τη Γαλλία, θα είναι αυτοί που θα περιορίσουν και το περιθώριό της για δράση, καθώς ο Μακρόν θα έρθει αντιμέτωπος με αντιδράσεις από το εσωτερικό και το εξωτερικό στο όραμά του. Παρά τις διπλωματικές προσπάθειες του κ. Μακρόν, η επίπτωση της προσπάθειας του Παρισιού να αναμορφώσει την Ευρώπη σε διάφορους τομείς, από την άμυνα μέχρι την οικονομία, πιθανότατα θα είναι μέτρια και όχι μνημειώδης.
Η Γερμανία σε φθίνουσα φάση
Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, η εύρωστη οικονομία της Γερμανίας την κατέστησε την κορυφαία «φωνή» στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το Βερολίνο πρόσεχε να συμπεριλαμβάνει το Παρίσι στις περισσότερες αποφάσεις του, ώστε να διατηρήσει την εικόνα της Γαλλο-Γερμανικής συν-ηγεσίας στην Ευρώπη (δεδομένης της ιστορίας της κατά τον 20ό αιώνα, η Γερμανία ανησυχεί μήπως καλλιεργηθεί η αντίληψη πως κυβερνά μόνη της την Ευρώπη). Αλλά ιδιαίτερα στο αποκορύφωμα της οικονομικής κρίσης των τελών της δεκαετίας του 2000-αρχών της δεκαετίας του 2010, η ενίσχυση της Γερμανίας και αποδυνάμωση της Γαλλίας σήμαιναν πως οι περισσότερες από τις κρίσιμες αποφάσεις της Ευρώπης (από την έγκριση των προγραμμάτων διάσωσης για τη Νότια Ευρώπη μέχρι την εισαγωγή των μεταρρυθμίσεων της ευρωζώνης) απαιτούσαν τις «ευλογίες» του Βερολίνου για να προχωρήσουν.
Το γεωπολιτικό περιβάλλον στην Ευρώπη πλέον αλλάζει, δημιουργώντας ευκαιρίες για μια πιο ενεργή Γαλλία. Η Γερμανία κυβερνάται από μια εύθραυστη συμμαχία μεταξύ της κεντροδεξιάς και της κεντροαριστεράς, ενώ η δηλωμένη πρόθεση της καγκελαρίου Άγκελα Μέρκελ να παραιτηθεί από την πολιτική μετά τη λήξη της τρέχουσας θητείας της το 2021, την έχει αχρηστεύσει. Αυτό έχει αφήσει ένα μεγάλο πολιτικό κενό στην καρδιά της Ευρώπης, το οποίο προσπαθεί να καλύψει ο Μακρόν.
Οι οικονομικές πολιτικές του Μακρόν (μια άσκηση ισορροπίας που συνδυάζει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις με υψηλά επίπεδα δημοσίων δαπανών) αρχίζουν να αποδίδουν καρπούς. Η γαλλική οικονομία είναι πλέον μια από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες στη Δυτική Ευρώπη και το ΑΕΠ της Γαλλίας επεκτάθηκε με πολύ ταχύτερο ρυθμό απ’ ό,τι της Γερμανίας τόσο το 2018 όσο και το 2019. Επιπλέον, η ανεργία έχει μειωθεί κοντά στο 8%, το χαμηλότερο επίπεδο της τελευταίας δεκαετίας. Από την αρχή της προεδρίας του, ο Μακρόν είχε δύο συμπληρωματικούς στόχους: να μεταρρυθμίσει τη γαλλική οικονομία για να γίνει πιο ανταγωνιστική, και να χρησιμοποιήσει το βελτιωμένο οικονομικό κλίμα στη Γαλλία προκειμένου να ανυψώσει τον ρόλο του Παρισιού στις ευρωπαϊκές υποθέσεις. Τώρα που ο Μακρόν έχει δείξει τα εσωτερικά διαπιστευτήριά του ως μεταρρυθμιστής, προωθεί ενεργά το όραμά του για μια πιο ενοποιημένη Ευρωπαϊκή Ένωση που εξαρτάται λιγότερο από μη ευρωπαϊκούς παράγοντες.
Εν τω μεταξύ, το Brexit σημαίνει πως η Ευρωπαϊκή Ένωση θα χάσει έναν από τους βασικούς υπέρμαχους της απορρύθμισης και της απελευθέρωσης της αγοράς στην Ευρώπη, καθώς και έναν δυναμικό υπερασπιστή των συμφερόντων των χωρών της ΕΕ που δεν είναι στην ευρωζώνη και μια «γέφυρα» μεταξύ της Ευρώπης και των ΗΠΑ.
Με την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου, η ισορροπία δυνάμεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα κινηθεί προς τον νότο, καθώς η σχετική βαρύτητα (σε όρους πληθυσμού και ΑΕΠ) των χωρών της Μεσογείου θα αυξηθεί, εις βάρος αυτών της Βόρειας Ευρώπης. Η Γαλλία σχεδιάζει να εκμεταλλευτεί αυτή τη στροφή προς τα νότια, προτείνοντας μέτρα για να αυξηθεί η παρεμβατικότητα της ΕΕ στην οικονομία και να υιοθετηθεί μια πιο προστατευτική προσέγγιση στο εμπόριο και στις ξένες επενδύσεις -απόψεις που ευθυγραμμίζονται περισσότερο με αυτές της Νότιας Ευρώπης παρά με αυτές του Ηνωμένου Βασιλείου και ορισμένων χωρών του Βορρά.
Τα εμπόδια της Γαλλίας
Η ειρωνεία είναι πως οι ίδιοι παράγοντες που δημιουργούν ευκαιρίες για τη Γαλλία, είναι αυτοί που θα περιορίσουν και το περιθώριο κινήσεών της. Μια πιο αδύναμη Γερμανία δεν σημαίνει απαραίτητα πως η Γαλλία θα μπορέσει να επιβάλει τις απόψεις της στα ζητήματα της ΕΕ· αντιθέτως, ένα Βερολίνο σε παράλυση είναι πιο πιθανό να οδηγήσει σε μια ΕΕ σε παράλυση παρά σε μια πιο δραστήρια ΕΕ. Άλλωστε, η Γερμανία παραμένει η μεγαλύτερη οικονομία στην Ευρώπη, καθαρή συνεισφέρουσα στον προϋπολογισμό της ΕΕ και μια φωνή με μεγάλη επιρροή στη Βόρεια και Ανατολική Ευρώπη.
Χωρίς τη συναίνεση του Βερολίνου, το Παρίσι δεν μπορεί να κάνει και πολλά σε ό,τι αφορά τη διαρθρωτική μεταρρύθμιση στο μπλοκ. Την ίδια ώρα, οι κυβερνήσεις στη Βόρεια Ευρώπη ανησυχούν για τον κίνδυνο μιας αδύναμης Γερμανίας, και χώρες όπως η Ολλανδία μάχονται δυναμικά κατά των προτάσεων της Γαλλίας για βαθύτερη οικονομική ενοποίηση και μεγαλύτερο διαμοιρασμό του ρίσκου στην ευρωζώνη.
Υπάρχουν χώρες στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη που επίσης ανησυχούν για τις απόψεις της Γαλλίας για την Ευρώπη, αν και για διαφορετικούς λόγους. Το Παρίσι έχει απαιτήσει μεγαλύτερη στρατιωτική ενοποίηση στην Ευρώπη, υποστηρίζοντας πως η Ευρώπη δεν μπορεί να εξαρτάται από το ΝΑΤΟ (πρόσφατα μάλιστα ο Μακρόν έφτασε μέχρι να χαρακτηρίζει τη συμμαχία ως «εγκεφαλικά νεκρή»). Όμως τα κράτη-μέλη της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης εξακολουθούν να θεωρούν το ΝΑΤΟ, και ιδιαίτερα τις ΗΠΑ, ως τον υπέρτατο προστάτη τους από την ξένη επιθετικότητα, κάτι που σημαίνει πως αντιτίθενται σε οποιαδήποτε σχέδια θα μπορούσαν να απειλήσουν τους δεσμούς τους με ΝΑΤΟ και ΗΠΑ. Έτσι, ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αυξήσει τη χρηματοδότηση για κοινά εγχειρήματα στην αμυντική βιομηχανία και έχει αναζητήσει τρόπους μείωσης των πλεονασμάτων στις στρατιωτικές προμήθειες τα τελευταία χρόνια, απέχει πολύ ακόμα η δημιουργία ενός αληθινού «ευρωπαϊκού στρατού».
Την ίδια ώρα, πολλές χώρες και θεσμοί της ΕΕ ανησυχούν επίσης για τις κάπως ελιτίστικες απόψεις της Γαλλίας ως προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Ο Μακρόν έχει επανειλημμένως προτείνει πως μια «εμπροσθοφυλακή» δυτικοευρωπαϊκών χωρών θα πρέπει να προχωρήσει με τη διαδικασία της ενοποίησης, ακόμα και αν αυτό σημαίνει να μείνουν πίσω οι χώρες στην Ανατολή. Αν και ήδη υπάρχουν διαφορές μεταξύ των μελών της ΕΕ (για παράδειγμα, ορισμένα είναι μέλη της ευρωζώνης ενώ άλλα όχι), η ιδέα πως αυτός ο διαχωρισμός θα μπορούσε να γίνει επίσημος αντίκειται στην αρχή μιας πλήρως ενοποιημένης Ευρώπης -ενός στόχου που διαμόρφωνε για δεκαετίες τις πολιτικές του μπλοκ.
Αυτή η συμπεριφορά δείχνει μια από τις βασικές διαφορές μεταξύ της Γαλλίας και της Γερμανίας, καθώς το Βερολίνο είναι πιο πρόθυμο από το Παρίσι να ανεχθεί έναν βραδύτερο ρυθμό μεταρρυθμίσεων, προκειμένου να γίνουν πιο αποδεκτές οι αλλαγές από έναν μεγαλύτερο αριθμό χωρών. Για το Βερολίνο, η θέση αυτή έχει λογική· άλλωστε, οι περισσότερες χώρες που ενδεχομένως θα έμεναν πίσω από την ταχεία ενοποίηση της οποίας θα ηγούνταν η Γαλλία, βρίσκονται στην «πίσω αυλή» της Γερμανίας, και το Βερολίνο φοβάται πως θα γίνονταν φτωχότερες, λιγότερο δημοκρατικές και πιο ανοικτές στην επιρροή μη ευρωπαϊκών παραγόντων, αν το μπλοκ στείλει το μήνυμα πως δεν τις θέλει πια.
Η γαλλική κυβέρνηση αντιμετωπίζει επίσης προβλήματα στο εσωτερικό. Το Παρίσι μεταρρύθμισε την εργατική νομοθεσία ώστε να την καταστήσει πιο ευέλικτη, εισήγαγε κανόνες που καθιστούν δυσκολότερη την απαίτηση για επιδόματα ανεργίας, καθώς και φοροαπαλλαγές, ιδιαίτερα για τους εύπορους. Ορισμένα από αυτά τα μέτρα υπήρξαν μη δημοφιλή, οδηγώντας σε κοινωνικές αναταραχές που κορυφώθηκαν στα τέλη του 2018 με τις διαμαρτυρίες των «κίτρινων γιλέκων». Ως αντίδραση, ο Μακρόν μείωσε τους φόρους για τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα και αύξησε τις δημόσιες δαπάνες, αποδεχόμενος πως η μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος της Γαλλίας θα ήταν γίνει με πολύ βραδύτερο ρυθμό από το αρχικώς προβλεπόμενο -κάτι που δεν είναι μικρής σημασίας για μια χώρα όπου το δημόσιο χρέος αντιπροσωπεύει γύρω στο 100% του ΑΕΠ.
Ασχέτως των παραχωρήσεων του Μακρόν, το έδαφος παραμένει πρόσφορο για απρόσμενες κοινωνικές αναταραχές, διότι υπάρχουν μεγάλα τμήματα του γαλλικού πληθυσμού που δεν νιώθουν τα οφέλη των πολιτικών του προέδρου. Η ανεργία των νέων, για παράδειγμα, εξακολουθεί να επηρεάζει γύρω στο 20% του ενεργού πληθυσμού κάτω των 24 ετών (το τέταρτο μεγαλύτερο ποσοστό στην ευρωζώνη). Εν τω μεταξύ, γαλλικό think tank ανέφερε πρόσφατα πως οι μεγαλύτεροι κερδισμένοι από τις φορολογικές πολιτικές του Μακρόν ήταν στην πραγματικότητα το πλουσιότερο 1% της Γαλλίας. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως μόλις ένα τρίτο του εκλογικού σώματος υποστηρίζει τις πολιτικές του Μακρόν, κάτι που αποκαλύπτει πως υπάρχει αποσύνδεση μεταξύ των γενικά καλών μακροοικονομικών επιδόσεων της Γαλλίας και της εγχώριας αντίληψης για τις ενέργειες της κυβέρνησης.
Η πρόταση του Μακρόν για την επόμενη μεγάλη μεταρρύθμιση, ένα σχέδιο για την απλοποίηση του συνταξιοδοτικού συστήματος, πιθανότατα θα εγκριθεί. Πράγματι, το κόμμα του ελέγχει την πλειονότητα των εδρών στην Εθνοσυνέλευση και τα συνδικάτα είναι διχασμένα. Όμως η προοπτική για διαδηλώσεις θα παραμείνει μεγάλη, και καθώς η παγκόσμια οικονομία επιβραδύνεται, το υψηλό επίπεδο δημοσίων δαπανών της Γαλλίας (ένας κεντρικός παράγοντας για να διατηρούνται υπό έλεγχο οι κοινωνικές αναταράξεις) θα είναι όλο και δυσκολότερο να διατηρηθεί. Επιπλέον, ένας σημαντικός τομέας του εκλογικού σώματος, τόσο της ακροδεξιάς όσο και της ακροαριστεράς, καλλιεργεί ευρωσκεπτικιστικές απόψεις που έρχονται σε αντίθεση με τα ιδανικά του Μακρόν για μεγαλύτερη ενοποίηση.
Η Γαλλία δεν μπορεί να ηγηθεί μόνη της
Το πρώτο ήμισυ της θητείας του Μακρόν περιελάμβανε έναν συνδυασμό από νίκες και ήττες, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Ο Μακρόν κατάφερε να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις που φαίνονταν δύσκολες όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του, όμως το τίμημα ήταν οι αυξανόμενες κοινωνικές αναταράξεις, η μείωση της δημοφιλίας του και οι συμβιβασμοί στη δημοσιονομική πολιτικοί που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν πρόβλημα στο μέλλον.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ο Μακρόν έχει πιέσει για αυτό που αποκαλεί «στρατηγική αυτονομία» -δηλαδή μια ΕΕ που είναι περισσότερο αυτάρκης και καλύτερα εξοπλισμένη να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις από παγκόσμιες δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ, η Κίνα και η Ρωσία. Όμως, όπως και με τις εσωτερικές πολιτικές, οι προσπάθειες του Μακρόν βρήκαν αντίσταση στον Βορρά, βαθύτατο σκεπτικισμό στην Ανατολή και ενόχληση από τους κυβερνώντες θεσμούς του μπλοκ.
Παράδειγμα, η αποφασιστικότητα του Μακρόν να εισάγει έναν προϋπολογισμό για την ευρωζώνη. Ο Γάλλος ηγέτης το μόνο που κατάφερε να εξασφαλίσει ήταν μια μετριασμένη συμφωνία, κυρίως λόγω της αντίθεσης από τη Βόρεια Ευρώπη. Το αν αυτό συνιστά νίκη ή ήττα για το Παρίσι είναι θέμα πολιτικής ερμηνείας, διότι θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει πως ένας μικρός προϋπολογισμός με περιορισμένο όραμα είναι καλύτερο από το να μην υπάρχει καθόλου προϋπολογισμός. Όμως η διαμάχη γύρω από τη δημιουργία του έδειξε πως, παρά την ρητορική του, ο Μακρόν δεν μπορεί να ελέγξει την πολιτική διαδικασία του μπλοκ.
Παρόμοια αποτελέσματα προδιαγράφονται και κατά το δεύτερο ήμισυ της προεδρίας του Μακρόν. Η Γερμανία θα παραμείνει σε κατάσταση ημιπαράλυσης, κάτι που σημαίνει πως πιθανότατα δεν θα υπάρξουν βαθύτατες μεταρρυθμίσεις στην ευρωζώνη. Εν τω μεταξύ, η Βόρεια Ευρώπη έχει αποδείξει πως είναι ικανή να οργανώνεται και να δημιουργεί «στρατόπεδο» κατά του Μακρόν, ενώ η Ανατολική Ευρώπη -ασχέτως των τωρινών διαχωρισμών της- θα μπορούσε να μπλοκάρει τις προτάσεις του Παρισιού αν φτάσει εκεί.
Την ίδια ώρα, ορισμένοι από τους φυσικούς συμμάχους της Γαλλίας στο Νότο (η Ιταλία και η Ισπανία), έχουν υπερβολικά πολλά δικά τους εσωτερικά προβλήματα για να διαμορφώσουν αποτελεσματικά την πολιτική της ΕΕ. Και στο εσωτερικό, η αιωρούμενη απειλή των κοινωνικών αναταραχών και το ισχυρό ευρωσκεπτικιστικό αίσθημα θα περιορίσουν το περιθώριο δράσης της κυβέρνησης.
Εντούτοις, η Γαλλία είναι η μόνη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχει και την αποφασιστικότητα και την ενέργεια να βγάλει το μπλοκ από τον λήθαργό του -ακόμα και αν τελικά χρειαστεί να βολευτεί με έναν συνδυασμό από μισές νίκες και μισές ήττες.
*πρώτη δημοσίευση: www.euro2day.gr