του Χρίστου Αλεξόπουλου*
Το 1952 ιδρύθηκε η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) από έξι χώρες (Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Λουξεμβούργο και Κάτω Χώρες). Το 1958 δημιουργήθηκε η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), η οποία το 1992 μετά την Συνθήκη του Maastricht μετεξελίχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ).
Σταδιακά τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης έγιναν 28 και στα 4,4 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα, που είναι η έκταση της, κατοικούν και δραστηριοποιούνται 512 εκατομμύρια άνθρωποι.
Στην μέχρι τώρα διαδρομή της ΕΕ σύμφωνα με το πολιτικό σύστημα και την κυβερνητική του έκφραση στα κράτη-μέλη επιδιώκεται η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, στο πλαίσιο της οποίας θα λαμβάνονται κοινές αποφάσεις για ένα σύνολο θεμάτων, ενώ θα εγκρίνονται και θα υλοποιούνται πολιτικές, που καλύπτουν ένα ευρύ πεδίο, από την γεωργία, το περιβάλλον, την ενέργεια και τις μεταφορές μέχρι το εμπόριο, την βιομηχανία και τον πολιτισμό.
Βασικό σημείο προσανατολισμού των ευρωπαϊκών πολιτικών είναι, θεωρητικά, η πραγμάτωση του ευρωπαϊκού κοινωνικού συμφέροντος και η οικοδόμηση ευρωπαϊκής συνείδησης στους πολίτες των κρατών-μελών, ώστε να ολοκληρωθεί το εγχείρημα με την πολιτική ενοποίηση.
Το θέμα όμως είναι, ποιες προϋποθέσεις πρέπει να πληρούνται για την επιτυχή έκβαση της προσπάθειας και αν οι ακολουθούμενες πολιτικές από τις εθνικές κυβερνήσεις κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση.
Κατ’ αρχήν οι ευρωπαϊκές κοινωνίες ακολούθησαν διαφορετικές ιστορικές διαδρομές, στο πλαίσιο των οποίων διαμόρφωσαν ανάλογες πολιτισμικές ταυτότητες και συλλογικές συνειδήσεις, που έχουν έντονες εθνικές διαστάσεις.
Αυτή η πραγματικότητα δυσκολεύει την διαπολιτισμική προσέγγιση των ευρωπαϊκών κοινωνιών και την αναζήτηση κοινών σημείων στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφού δεν αναπτύσσεται ευρωπαϊκών διαστάσεων πολιτισμική δυναμική, διότι οι κοινωνικές αξίες δεν παράγονται πλέον στις τοπικές κοινωνίες, αλλά είναι αποτέλεσμα των προτύπων, που διοχετεύονται μαζικά από τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας σύμφωνα με τις ανάγκες της κοινωνίας του θεάματος και του καταναλωτισμού.
Οι συνθήκες ζωής στις σύγχρονες κοινωνίες οριοθετούνται πολύ περισσότερο από τα όρια και τις λειτουργικές ανάγκες και ιδιαιτερότητες των κοινωνικών συστημάτων (εργασιακό, υγείας κ.λ.π.) σε κάθε χώρα και των ρόλων, που καλούνται να διεκπεραιώσουν οι πολίτες στο εσωτερικό τους. Γι’ αυτό και τα άτομα έχουν διαφορετικές οπτικές προσέγγισης, κατανόησης και διαχείρισης της πραγματικότητας, ανάλογα με το οργανωτικό μοντέλο της κοινωνίας αναφοράς τους (π.χ. διαφορετική διαχείριση του χρόνου από τους πολίτες και τους θεσμούς ανάλογα με τον τρόπο κοινωνικής οργάνωσης και τον βαθμό αξιοποίησης της ψηφιακής τεχνολογίας).
Αυτή η πραγματικότητα λειτουργεί ανασταλτικά σε σχέση με την προοπτική της διαπολιτισμικής ανταλλαγής και όσμωσης των ευρωπαϊκών κοινωνιών και της διαμόρφωσης ευρωπαϊκής συνείδησης. Δυστυχώς ακόμη δεν αντιμετωπίζεται αυτό το πρόβλημα από τις κυβερνήσεις των κρατών-μελών, στην πολιτική οπτική των οποίων κυριαρχεί η οικονομική παράμετρος και μάλιστα με εθνική λογική, χωρίς όμως να αναιρούνται οι κοινωνικές ανισότητες.
Ενισχυτικά προς αυτή την κατεύθυνση της αδυναμίας όσμωσης των διαφόρων πολιτισμικών ταυτοτήτων λειτουργεί και ο τρόπος σκέψης και προσέγγισης της πραγματικότητας, που στηρίζεται στην ερμηνεία του γίγνεσθαι (στο παρόν και στο μέλλον) με βάση το παρελθόν. Γι’ αυτό λειτουργούν ως σημεία αναφοράς της σκέψης τα διάφορα στερεότυπα του παρελθόντος, τα οποία με εργαλείο την γενίκευση αποκτούν πολύ αρνητικές διαστάσεις.
Ακόμη δεν έχει συνειδητοποιηθεί σε επαρκή βαθμό τόσο από τους πολίτες και τις συλλογικές μορφές κοινωνικής δραστηριοποίησης όσο και από το πολιτικό σύστημα, ότι ο χρόνος κινείται με πολύ μεγάλη ταχύτητα και η πραγματικότητα με την συμβολή και της επιστήμης και των τεχνολογικών της εφαρμογών (π.χ. ψηφιακή τεχνολογία) συνεχώς μετασχηματίζεται, με αποτέλεσμα να διαφοροποιείται σε πολύ μεγάλο βαθμό, ώστε ο σχεδιασμός και η διαχείριση του μέλλοντος να μην έχουν λειτουργικό πρόσημο, όταν η οπτική προσέγγισης του βασίζεται στο παρελθόν και είναι στατική.
Για παράδειγμα, ο εθνικισμός στην εποχή της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας και των πλανητικής εμβέλειας προβλημάτων (π.χ. κλιματική αλλαγή, μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών) δεν συμβάλλει θετικά στην λήψη λειτουργικών αποφάσεων και μέτρων για το μέλλον, σε ό,τι αφορά την πραγμάτωση του κοινωνικού συμφέροντος . Πολύ περισσότερο ισχύει αυτό, όταν ένα σύνολο κοινωνιών συγκροτούν ένα υπερεθνικό μόρφωμα, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση και η αλληλεπίδραση και η αλληλεξάρτηση τους είναι πολύ μεγάλη.
Είναι δε σχήμα οξύμωρο, το ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα να χαρακτηρίζεται από αδυναμία λήψης αποφάσεων για την πολιτική διαχείριση της εξέλιξης σε πραγματικό χρόνο, ώστε να καθίσταται εφικτή η οριοθέτηση της δυναμικής του μέλλοντος με γνώση των επιπτώσεων στην πραγματικότητα.
Αν μάλιστα ληφθούν υπόψη το διαφορετικό επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης των κρατών-μελών και το διαφορετικό πολιτικό βάρος, που έχουν, διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις για την μορφοποίηση και ενεργοποίηση ανάλογης επιρροής ρόλων ανά χώρα ως προς την λήψη αποφάσεων για το μέλλον της Ευρώπης. Ήδη λειτουργούν τέτοιου είδους άξονες στο εσωτερικό της (π.χ. άξονας ισχυρών πολιτικά και οικονομικά κρατών μελών).
Υπάρχουν δε περιπτώσεις, που λειτουργούν θεσμοί όπως το Ευρωκοινοβούλιο, το οποίο έχει και ευρωπαϊκή πολιτική νομιμοποίηση, χωρίς όμως να επηρεάζει ουσιαστικά την ευρωπαϊκή πορεία. Αυτό γίνεται από την Σύνοδο Κορυφής, στην οποία οι εθνικές πολιτικές ηγεσίες αποφασίζουν ανάλογα με τις «εθνικές» προτεραιότητες και ανάγκες των χωρών τους. Κυρίαρχο ρόλο βέβαια «παίζουν» οι ισχυρές πολιτικά και οικονομικά χώρες.
Σε παρεμφερές μήκος κύματος κινούνται και οι πολίτες, οι οποίοι συμμετέχουν στις ευρωεκλογές για την ανάδειξη των εκπροσώπων της χώρας τους σε ευρωπαϊκό θεσμό (Ευρωκοινοβούλιο), αλλά ψηφίζουν με εθνικά κριτήρια.
Επίσης η ψήφος τους διαμορφώνει το πολιτικό πλαίσιο, στο οποίο θα λαμβάνονται αποφάσεις για την πορεία των ευρωπαϊκών κοινωνιών προς στο μέλλον, χωρίς όμως η πλειοψηφία των πολιτών να διαθέτει το κατάλληλο μεθοδολογικό εργαλείο για να επεξεργασθεί και να αναλύσει τα δεδομένα της σύγχρονης πολύπλοκης πραγματικότητας τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε πλανητικό επίπεδο, ώστε να γνωρίζει τις επιπτώσεις των επιλογών τους.
Τελικά τίθεται το ερώτημα, εάν η ευρωπαϊκή πορεία προς το μέλλον εγγυάται την πραγμάτωση του ευρωπαϊκού κοινωνικού συμφέροντος και την οικοδόμηση ευρωπαϊκής συνείδησης στους πολίτες και στις συλλογικές μορφές έκφρασης, όταν δεν πληρούνται οι βασικές προϋποθέσεις. Ο χρόνος θα δείξει, σε ποιο βαθμό είναι διατεθειμένο το πολιτικό σύστημα να αλλάξει τρόπο σκέψης και την στρατηγική του σε σχέση με το ευρωπαϊκό μέλλον.
*ερευνητής Κοινωνιολόγος
**πρώτη δημοσίευση: metarithmisi.liberal.gr