του Αθανάσιου Χ. Παπανδρόπουλου
Ο κ. Ζερομίν Ζεττελμέγιερ, 48 ετών, είναι ένας σοβαρός, παρατηρητικός και οξυδερκής οικονομολόγος, με αρκετά χρόνια θητείας στο ΔΝΤ και με εξειδίκευση σε θέματα οικονομικής συμπεριφοράς. Από το 2008 είναι διευθυντικό στέλεχος στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EBRD) και, μεταξύ άλλων, ασχολείται με τις οικονομικές συμπεριφορές. Πιστεύει ακραδάντως ότι οι οικονομολόγοι θα έκαναν την επιστήμη τους πιο ρεαλιστική αν στις εργασίες τους έδιναν αυξημένο βάρος στην πολυπλοκότητα των ανθρώπινων συμπεριφορών.
Κατά την άποψή του -την οποία συμμερίζονται όλο και περισσότεροι οικονομολόγοι- οι δραστηριότητες των ατόμων πολύ συχνά καταλήγουν σε μία λίγο έως πολύ σοβαρή διάσταση ανάμεσα στους μακροπρόθεσμους στόχους που ένα άτομο «οραματίζεται» και αναγγέλλει και την δράση του που έχει βραχυπρόθεσμο κατά κανόνα χαρακτήρα. Όσο αλλάζει το οικονομικό περιβάλλον, αυτές οι καταστάσεις επηρεάζουν την οικονομία σε βαθμό τέτοιον που οι προκαλούμενες επιπτώσεις δεν είναι διόλου εύκολα διαχειρίσιμες.
«…Όχι λίγες φορές, οι καλές προθέσεις μας καταστρέφονται σε βάθος χρόνου από την επιθυμία μας να ικανοποιήσουμε ανάγκες που είναι πέρα για πέρα βραχυπρόθεσμες», υποστηρίζει ο γεννημένος στην Μαδρίτη Γερμανός οικονομολόγος. «…Αποφασίζουμε να ξεκινήσουμε δίαιτα, αλλά υποκύπτουμε στον πειρασμό μιας σοκολατίνας. Λέμε ότι θα αρχίσουμε να κάνουμε τζόκινγκ, αλλά δεν βρίσκουμε ποτέ τον χρόνο για να το υλοποιήσουμε. Συνεπώς, στις περιπτώσεις αυτές οι συμπεριφορά μας αντιφάσκει όχι μόνον με τους εξωγενείς κανόνες, αλλά και με τους ίδιους μας τους στόχους. Έτσι, αρκετές φορές τα άτομα ενεργούν κατά των συμφερόντων τους, γεγονός που περιπλέκει τις μελέτες οικονομολόγων, οι οποίοι στις αναλύσεις τους θεωρούν και πιστεύουν ότι τα άτομα αποφασίζουν και ενεργούν πάντα κατά τρόπο ορθολογικό. Εμπειρικά αυτό δεν επαληθεύεται πάντα…».
Αυτή η διαφορά μεταξύ των μακροπρόθεσμων στόχων και της βραχυπρόθεσμης δράσης έχει σημαντικότατες επιπτώσεις στις οικονομικές συμπεριφορές -ιδιαίτερα δε όταν πρόκειται για αποφάσεις που συνδέονται με την αποταμίευση και την κατανάλωση. Για παράδειγμα, έρευνα της αμερικανικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας Public Agenda έδειξε ότι στην Αμερική, παρά το γεγονός ότι οι νόμιμες συντάξεις είναι χαμηλότερες και λιγότερο ασφαλείς απ’ ό,τι στην Ευρώπη, εντούτοις η συνταξιοδοτική αποταμίευση είναι από τις χαμηλότερες στον δυτικό κόσμο -και τούτο την στιγμή που το 75% των νοικοκυριών δηλώνει ότι θα ενισχύσει την αποταμίευσή του για σύνταξη.
Στο επίπεδο αυτό, οικονομολόγοι όπως ο Κορεάτης Τσανγκνον Ρη και ο Αμερικανός Κρις Κάρολ υποστηρίζουν ότι στην εποχή μας οι τρόποι παραγωγής πλούτου αλλάζουν, γίνονται ταχύτεροι και η εξέλιξη αυτή διαμορφώνει και νέους όρους αντίληψης για την εργασία, την κατανάλωση και τον τρόπο ζωής. Πολύ σημαντικός είναι εδώ και ο ρόλος της επικοινωνιακής έκρηξης, καθώς βέβαια και των διαδικτυακών δραστηριοτήτων, είτε αυτές είναι εμπορικές είτε συναισθηματικές. Καίριο ρόλο παίζει επίσης και ο περιβάλλων χώρος μέσα στον οποίο κινείται και ζει ένα άτομο.
Ο Κρις Κάρολ επισημαίνει ότι, οι Ταϊβανέζοι και οι Κορεάτες που μεταναστεύουν από τις χώρες τους στην Αμερική, έχουν διαφορετικές αποταμιευτικές συμπεριφορές από τις αντίστοιχες των συμπατριωτών τους που παραμένουν να ζουν στις χώρες τους. «….Στην βάση αυτών των ευρημάτων, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι οι τυποποιημένες αποταμιευτικές συμπεριφορές δεν έχουν καμμία σχέση Με προσωπικούς παράγοντες ή ακόμα και με αντίστοιχους που συνδέονται με πολιτιστικές καταβολές. Είναι σαφές ότι οι αποταμιευτικές επιλογές υπαγορεύονται από το θεσμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο βρίσκεται ένας αποταμιευτής, αλλά και από τα οικονομικά κεντρίσματα που δέχεται. Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι φανερό ότι στις ανεπτυγμένες οικονομικά χώρες αναδύεται μία νέα οικονομία της ανυπομονησίας, στην οποία, από πλευράς συμπεριφοράς, καθοριστικό ρόλο παίζει ο βαθμός αυτοελέγχου που διαθέτει ένα άτομο….».
Αυτές οι αλλαγές στις συμπεριφορές και η νοοτροπία του «καλύτερα σήμερα, παρά αύριο», είναι ένα από τα κορυφαία θέματα που, χωρίς πολλές τυμπανοκρουσίες, απασχολούν τους οικονομολόγους. Διότι, εμμέσως πλην σαφώς, δημιουργούνται και μακροοικονομικής φύσεως προβλήματα, με σπουδαιότερα αυτά της πορείας της αποταμίευσης και της ροπής για επένδυση σε συνταξιοδοτικά και εν γένει ασφαλιστικά προγράμματα. «Όσο περισσότερο αλλάζουν οι αντιλήψεις που έχουν τα άτομα για το μέλλον έναντι του παρόντος, τόσο δυσκολεύονται και οι εκτιμήσεις μας για τις καταναλωτικές συμπεριφορές και αποφάσεις. Επιπροσθέτως, στον παράγοντα αυτόν πρέπει να προστεθεί και n παράταση του χρόνου ζωής -μία παράμετρος που σε λίγα χρόνια θα έχει τεράστια μακροοικονομική και μικροοικονομική σημασία», υπογραμμίζει από την πλευρά του ο Τσανγκνον Ρη.
«…Η ανυπομονησία», λέει ο καθηγητής Ντανιέλ Ρηντ, που διδάσκει στο πανεπιστήμιο του Ληντς, «περιορίζει σοβαρά τις μεσο-μακροπρόθεσμες καταναλωτικές προθέσεις και ορίζει σε μεγάλο βαθμό την κατανάλωση του μέλλοντος…».
«…Εν ολίγοις, αυτός που φοβάται ότι δεν έχει αυτοέλεγχο, μπορεί προληπτικά να τον εξουδετερώσει. Αυτό μάς οδηγεί σε στρατηγικές που απαιτούν νέα οικονομικά μοντέλα για να ερμηνευθούν. Τα δε προβλήματα του αυτοελέγχου όλο και περισσότερο θα επηρεάζουν τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτιστικές πολιτικές», αναφέρει ο Ζ.Ζιττελμέγιερ και σαφώς θέτει ένα σοβαρό ψυχο-οικονομικό πρόβλημα. Ένα πρόβλημα που δεν είναι άλλο από αυτό της καλλιέργειας πνεύματος ελέγχου -πράγμα που δεν μπορεί βεβαίως να γίνει με κρατικές παρεμβάσεις, αλλά ούτε και από τους μηχανισμούς της αγοράς.
Ένα άλλο θέμα που απασχολεί τους μελετητές της «οικονομία της ανυπομονησίας» είναι η συμπεριφορά των επενδυτών, αλλά και των διαχειριστών κεφαλαίων και γενικά περιουσιακών στοιχείων. Οι τελευταίοι, στον αιώνα της ταχύτατης μεταφοράς κεφαλαίων και στιγμιαίων τοποθετήσεων μέσω Διαδικτύου, επιδίδονται σε πραγματικό αγώνα δρόμου απόκτησης κερδών, εις βάρος βέβαια μιας ορθολογικής επενδυτικής και αποταμιευτικής στρατηγικής. Νεαροί traders ανυπομονούν κατά κανόνα να αποκτήσουν γρήγορο και εύκολο χρήμα και επενδύουν αναλαμβάνοντας ενίοτε σοβαρότατους κινδύνους.
Συνεπώς, η «οικονομία της ανυπομονησίας» είναι ένας σοβαρός αποσταθεροποιητικός παράγοντας, η αντιμετώπιση του οποίου μόνον με θεσμικές ρυθμίσεις μπορεί να υλοποιηθεί. Και αυτές τις τελευταίες ορισμένα ευρωπαϊκά think tanks για την ώρα τις μελετούν, ώστε να προτείνουν λύσεις στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.