του Αντώνη Κεφαλά
Πρόσφατα δημοσιεύματα έρχονται να επιβεβαιώσουν πρότερες εμπιστευτικές δημοσιογραφικές πληροφορίες που αναφέρονταν στον δισταγμό των δανειστών μας να δεχτούν την αναθεώρηση του στόχου να ανέρχεται το πρωτογενές πλεόνασμα στο 3,5% του ΑΕΠ. Η είδηση είναι «νέα» μόνο σε όσους δεν παρακολουθούν στενά την πορεία της οικονομίας και τις εξελίξεις στην Ε.Ε.
Ως προς την οικονομική πολιτική της χώρας, μέχρι σήμερα αυτή έχει επικεντρωθεί σε τέσσερις άξονες:
•Την προώθηση των επενδύσεων
•Την μερική φορολογική ελάφρυνση
•Την μερική τόνωσητης οικοδομής
•Την υλοποίηση ορισμένων διαρθρωτικών αλλαγών.
Για την Ευρώπη, ενώ και οι τέσσερις άξονες είναι σωστοί, εμπεριέχουν ορισμένους κινδύνους. Συγκεκριμένα:
1.Οι επενδύσεις που προωθούνται αφορούν κυρίως εμβληματικά σχέδια που είχαν εμπλακεί στα γρανάζια της ελληνικής γραφειοκρατίας και στις ιδεολογικές αγκυλώσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Επιπλέον επικεντρώνονται πρωταρχικά στον τουριστικό τομέα. Άμεσες ξένες επενδύσεις δεν υπάρχουν – μόνο «έμμεσες», δηλαδή εξαγορές εταιρειών που ήδη υπάρχουν και προσφέρουν προοπτική κερδοφορίας. Οι συνολικές καθαρές επενδύσεις σε παραγωγικό δυναμικό είναι ίσωςκαι μόνο οριακάθετικές.
2.Η μερική φορολογική ελάφρυνση μπορεί να είναι πολιτικά δίκαιη και κοινωνικά απαραίτητη αλλά αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι η ώθηση στην ανάπτυξη δίνεται –και πάλι—από την κατανάλωση.
3.Η –έστω και μερική – τόνωση της οικοδομικής δραστηριότητας είναι πρωταρχικά επικεντρωμένη σε ορισμένες αστικές περιοχές και συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με πρόσφατες εξελίξεις (Airbnb) και την χρυσή βίζα. Από την φύση της λοιπόν, μπορεί να είναι παροδική και πάντως να μην έχει τις ευρύτερες πολλαπλασιαστικές επιπτώσεις που είχε η οικοδομή στο παρελθόν, ενώ ταυτόχρονα έχει και ορισμένα χαρακτηριστικά «φούσκας».
4.Οι μεταρρυθμίσεις που υλοποιούνται είναι σημαντικές αλλά εξίσου σημαντικές είναι κι αυτές που δεν γίνονται: στην διαλυμένη υγεία, στην έλλειψη κράτους δικαίου και την διεφθαρμένη και αντιπαραγωγική δημόσια διοίκηση. Στον δε μεγάλο ασθενή, την παιδεία,τα θετικά βήματα είναι περιορισμένα και μάλλον άτολμα.
Στα μάτια των δανειστών μας, λοιπόν, η εικόνα που σχηματίζεται δεν είναι και τόσο θετική. Κυρίως, διότι αναδεικνύει την πολύ μεγάλη δυσκολία που έχει η χώρα μας να ξεφύγει από το καταστρεπτικό μοντέλο ανάπτυξης που ακολούθησε τα τελευταία 50 χρόνια. Η υλοποίηση, δε, αυτής της αλλαγής ενέχει δύο βασικές προϋποθέσεις: την σημαντική αύξηση της εγχώριας αποταμίευσης και την ανάδειξη της χώρας ως προτιμητέο κέντρο υποδοχής άμεσων ξένων επενδύσεων.
Δυστυχώς καμία από τις δύο αυτές προϋποθέσεις δεν προβάλει ως πιθανή—τουλάχιστον με βάση τα σημερινά δεδομένα και τουλάχιστον στον άμεσο χρονικό ορίζοντα.
Η συνολική εικόνα περιπλέκεται από δύο πρόσθετους παράγοντες:
1.Την κρίση με την Τουρκία. Η Ε.Ε. γνωρίζει πολύ καλά πως ότι και να γίνει δεν μπορεί να «τα σπάσει» με την Τουρκία. Η στήριξη προς την Ελλάδα θα είναι, έτσι, πρωταρχικά στα λόγια. Στην πράξη ο ρεαλισμός επιβάλει την πολιτική τουλάχιστον των ίσων αποστάσεων. Η Ε.Ε. γνωρίζει, επίσης, ότι ειδικά με αναφορά στην Ανατολική Μεσόγειο η νέο-οθωμανική Τουρκία συμπεριφέρεται ως λιοντάρι στο κλουβί – οπότε η πιθανότητα ενός «ατυχήματος» είναι μεγάλη κι αυτό θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία.
2.Η επισφαλής παγκόσμια οικονομική ισορροπία. Πέρα από τα μεγάλα προβλήματα της αυξανόμενης εισοδηματικής ανισοκατανομής, της κλιματικής αλλαγής, των εμπορικών πολέμων και των γεωπολιτικών συγκρούσεων, η παγκόσμια οικονομία εξακολουθεί να παραμένει δέσμια της Γερμανικής ιδεολογικής προκατάληψης υπέρ της κυριαρχίας της νομισματικής πολιτικής. Η νομισματική πολιτική, όμως, έχει φτάσει στα όρια της: τα επιτόκια είναι αρνητικά, η καμπύλη των αποδόσεων έχει αντιστραφεί, τα όρια του quantitative easing (ή των helicopter money) έχουν εξαντληθεί. Και, μπροστά στο Γερμανικό βέτο η Ευρώπη, δεν έχει την πολιτική βούληση και την υπέρ-εθνική αντοχή να στραφεί στην χρήση των κεϋνσυανών εργαλείων της δημοσιονομικής πολιτικής.
Όπως οι δανειστές μας γνωρίζουν πολύ καλά, το πλαίσιο αυτό καθιστά την Ελλάδα ιδιαίτερα ευάλωτη – ακόμη και σήμερα όπου, με την κυβέρνηση Μητσοτάκη η ψυχολογία έχει εμφανίσει θετικά άλματα. Διστάζουν λοιπόν, και θα εξακολουθήσουν να διστάζουν. Κατ’ ελάχιστο θα πρέπει να δουν την υλοποίηση όλων εκείνων των μεταρρυθμίσεων που θα αντιμετωπίσουν έντονες αντιδράσεις των παγίων αντιπάλων της προόδου: του αριστερόστροφου ΣΥΡΙΖΑ, των συνδικαλιστών του δημόσιου τομέα, της ΟΛΜΕ και των Εξαρχείων. Και, κατ’ ελάχιστον, θα πρέπει να δουν να απομακρύνεται η προοπτική ενός θερμού επεισοδίου με την Τουρκία.
Μερικοί θα μας ευχόντουσαν… Καλά Κρασιά!