των Laurence Boon και Debora Revoltella*
Τα δύο τελευταία χρόνια ο ρυθμός ανάπτυξης και οι προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας επιδεινώνονται σταθερά εξαιτίας της επίμονης πολιτικής αβεβαιότητας και του αδύναμου εμπορίου. Μαζί τους έχει καταρρεύσει και ο ρυθμός αύξησης των επενδύσεων, ακριβώς τη στιγμή που θα έπρεπε να επιταχυνθεί για να αντιμετωπιστούν ιστορικές προκλήσεις: ψηφιακή μεταρρύθμιση της οικονομίας, κλιματική αλλαγή, εμπορικές σχέσεις. Επείγει η ανάληψη πολιτικής δράσης ώστε να γίνουν οι επενδύσεις που είναι απαραίτητες για την επιτυχή μεταμόρφωση που θα αποβεί προς όφελος όλων. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την Ευρώπη. Η παγκόσμια ανάπτυξη προβλέπεται να παραμείνει γύρω στο 3% το 2020-2021, δηλαδή στον χαμηλότερο ρυθμό από την εποχή της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Στις ΗΠΑ, η ανάπτυξη αναμένεται να επιβραδυνθεί στο 2% μέχρι το 2021, ενώ στην Ιαπωνία και στην Ευρωζώνη αναμένεται να είναι 0,7% και 1,2%, αντιστοίχως. Μεγαλύτερη ανησυχία προκαλεί η υποχώρηση των επενδύσεων και της προοπτικής τους, κάτι που οφείλεται σε μόνιμες αλλαγές που δεν έχουν αντιμετωπιστεί.
Η μετακίνηση της Κίνας από τις εξαγωγές και τη μεταποίηση προς την κατεύθυνση υψηλότερης κατανάλωσης και υπηρεσιών σημαίνει ότι δεν θα συνεισφέρει στην παγκόσμια ανάπτυξη όσο συνεισέφερε παραδοσιακά. Η έλλειψη πολιτικής κατεύθυνσης όσον αφορά την κλιματική αλλαγή αποτελεί βαρίδι για τις επενδύσεις. Εξαιτίας αυτών των παραγόντων ο ρυθμός ανάπτυξης των επενδύσεων στις χώρες του G20 έχει επιβραδυνθεί δραματικά από περισσότερο από 5% το 2017 σε λιγότερο από 1% το 2019 και θα μπορούσε να μειωθεί ακόμη περισσότερο, καθώς επιβραδύνεται η δραστηριότητα και στον κλάδο των υπηρεσιών. Θα συνιστούσε πολιτικό λάθος να θεωρήσει κανείς αυτές τις αλλαγές ως παροδικούς παράγοντες που είναι δυνατό να αντιμετωπιστούν μέσω της δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής.
Ο περιορισμός της πολιτικής αβεβαιότητας, η αναθεώρηση της δημοσιονομικής πολιτικής και η ανάληψη αποφασιστικής δράσης για την αντιμετώπιση των προκλήσεων που προέρχονται από την ψηφιοποίηση, την κλιματική αλλαγή και την επόμενη ανισότητα θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αύξηση των επενδύσεων και του βιοτικού επιπέδου.
Πρώτον, δεν υπάρχει ισορροπία μεταξύ δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής. Ενώ οι κεντρικές τράπεζες έχουν χαλαρώσει την πολιτική τους αποφασιστικά και έγκαιρα, σε ελάχιστες χώρες είναι επεκτατική η δημοσιονομική πολιτική και μάλιστα ελάχιστα. Δεύτερον, πρέπει να υπάρξει σαφής πολιτική κατεύθυνση προς τη βιώσιμη ανάπτυξη η οποία θα μπορούσε να επιταχύνει σημαντικά τις επενδύσεις. Τρίτον, πρέπει να υπάρξει μεγαλύτερος περιορισμός των κρατικών επιδοτήσεων και διαφάνεια σχετικά με τη φορολόγηση των πολυεθνικών εταιρειών. Η κατάσταση εξακολουθεί να είναι εγγενώς εύθραυστη και οι προκλήσεις φοβερές.
*επικεφαλής οικονομολόγος του ΟΟΣΑ και διευθύντρια του τμήματος Οικονομικών της Ευρωπαϊκής Επενδυτικής Τράπεζας