της Margrethe Vestager*
«Μήπως η Δημοκρατία απειλείται;». Κάπως έτσι ξεκινούν σήμερα, στην ψηφιακή εποχή, οι περισσότερες συζητήσεις για τη δημοκρατία. Οι απόψεις είναι πολλές και διαφορετικές. Ωστόσο, δεν απειλούν τη δημοκρατία οι αντιπαραθέσεις. Αντίθετα, την τρέφουν, αφού μόνο μέσα από αυτές μπορούμε να διαμορφώσουμε μια ολοκληρωμένη άποψη.
Για να το καταφέρουμε, όμως, αυτό, χρειάζεται να είμαστε σε θέση να διαχειριστούμε μια διαφωνία, αλλά και να μιλάμε μεταξύ μας την ίδια γλώσσα. Η μετριοπάθεια είναι απαραίτητη αν θέλουμε να λεγόμαστε, αλλά και να συμπεριφερόμαστε ως δημοκρατικοί πολίτες.
Στη γλώσσα μου, τα δανέζικα, η ίδια λέξη σημαίνει «ψήφος» και «φωνή». Αυτό είναι το νόημα: όταν ψηφίζεις, έχεις φωνή. Συμμετέχεις. Όταν δεν ακούγεται η φωνή σου, η δημοκρατία καταλύεται. Και η εποχή μας μας δίνει νέες ευκαιρίες για να ακούγεται η φωνή μας.
Πριν εμφανιστούν τα social media, μία από τις πιο σημαντικές υποχρεώσεις ενός ενεργού πολίτη ήταν να ψηφίζει. Ωστόσο, οι περισσότεροι από εμάς δεν λειτουργούσαμε «δημοκρατικά» μόνο στις εκλογές, αλλά και στην καθημερινότητά μας. Συχνά, όταν συναντιόμασταν με φίλους για καφέ ή για μπίρα, συζητούσαμε τα προβλήματα ή την πορεία της εκάστοτε κυβέρνησης, αλλά οι συζητήσεις μας συνήθως παρέμεναν ιδιωτική υπόθεση. Μεταξύ δύο εκλογικών αναμετρήσεων, οι πολιτικοί με τη στάση τους διαμόρφωναν την κουλτούρα της δημοκρατίας μας. Αυτό πλέον έχει αλλάξει. Το άλλαξαν η ψηφιοποίηση, τα social media.
Στην ψηφιακή εποχή, όπως και παλιότερα άλλωστε, αισθανόμαστε πιο άνετα με τους ανθρώπους που σκέφτονται όπως εμείς. Μπορούμε, για παράδειγμα, να ανεχθούμε τον παράξενο θείο στο χριστουγεννιάτικο οικογενειακό τραπέζι, αλλά θα αποφύγουμε να εμπλακούμε σε μια σκληρή πολιτική συζήτηση μαζί του, γιατί δεν θα νιώθαμε άνετα με τις απόψεις του. Οι δημόσιες συζητήσεις στο Twitter ή στο Facebook, όμως, είναι κάτι διαφορετικό, αφού αφορούν ένα τεράστιο δίκτυο ανθρώπων στο οποίο μπορούν να συμμετέχουν όλοι.
Κι όσο περισσότεροι άνθρωποι αποκτούν φωνή, τόσο η δημοκρατία εμπλουτίζεται και γίνεται καλύτερη. Άνθρωποι που κάποτε ήταν περιθωριοποιημένοι ή ένιωθαν απομονωμένοι και ξεχασμένοι, πλέον μπορούν να συμμετέχουν στα πολιτικά πράγματα, να πουν τη γνώμη τους, να ακουστούν.
Ας δούμε το παράδειγμα των δημοσιογράφων Jodi Kantor και Megan Twohey των «New York Times». Μπορεί τα άρθρα τους να έδωσαν τη σπίθα του κινήματος #MeToo, αλλά τα social media ήταν αυτά που μεταμόρφωσαν τις ιστορίες εκατοντάδων γυναικών σε κίνημα. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ισχυροποίησαν το κίνημα και τελικά έφεραν μια μεγάλη αλλαγή. Αυτό που μετράει σήμερα δεν είναι η άποψη κάποιου ή όσα θα πει σε ένα συνέδριο, αλλά η ιστορία που έχει να διηγηθεί. Αν είναι δυνατή, θα έχει επιρροή.
Η τεχνολογία, λοιπόν, μας δίνει τη δυνατότητα να ελέγχουμε τη ζωή μας. Ωστόσο, ελλοχεύει κι ένας μεγάλος κίνδυνος: δίνει και στους άλλους τη δυνατότητα να ελέγχουν τη ζωή μας. Μια σχέση αμφίδρομη στην οποία, για να παραμείνουμε ασφαλείς, επιβάλλεται να ακούμε ο ένας τον άλλο ουσιαστικά. Κι ο μόνος τρόπος για να το πετύχουμε αυτό, είναι να μάθουμε να μιλάμε την ίδια γλώσσα.
Ακούμε όλο και συχνότερα πως οι γυναίκες αποφεύγουν να αναλάβουν δημόσια αξιώματα λόγω της ψηφιακής παρενόχλησης που ενδέχεται να υποστούν. Η έκθεση διευκολύνει όχι μόνο την εξάπλωση της εχθρικής γλώσσας, αλλά και των εχθρικών ιδεών. Τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης τροφοδοτούν με οξυγόνο το αίμα που κυλά στις φλέβες μας, αλλά αν εισχωρήσει ένας ιός, τον διευκολύνουν να εξαπλωθεί και να μολύνει ολόκληρο τον οργανισμό μας.
Κι εδώ βρίσκεται η μεγάλη πρόκληση. Η ψηφιοποίηση διευρύνει τον διάλογο και επιτρέπει να ακουστεί κάθε φωνή και ιδέα, αλλά παράλληλα μπορεί να υπονομεύσει αυτό που πιστεύουμε και εκπροσωπούμε.
Σ’ αυτό το σημείο, πρέπει να σκεφτούμε δύο πράγματα. Το πρώτο αφορά τη γλώσσα: πώς εκφραζόμαστε ώστε να κάνουμε σαφές στους άλλους ότι τους ακούμε κι ότι ζητάμε κι από εκείνους να μας ακούνε αντί να μας φοβούνται; Το δεύτερο είναι πώς θα διασφαλίσουμε ότι εκτιθέμεθα μόνο με διάφανο τρόπο και ότι ως πολίτες,μπορούμε να εμπιστευόμαστε όσα διαβάζουμε, αλλά και να αναγνωρίζουμε τις αναξιόπιστες πληροφορίες.
Θέλουμε να ελέγχουμε την τεχνολογία, ώστε να εξυπηρετεί την ανθρωπότητα. Και το καταλληλότερο εργαλείο που διαθέτουμε για να το επιτύχουμε, είναι η δημοκρατία. Το πρόβλημα δεν έγκειται στα social media ή στην τεχνολογία -δεν είναι αυτά καθεαυτά οι εχθροί της δημοκρατίας, αλλά ο τρόπος με τον οποίο τα χρησιμοποιούμε. Εάν καταφέρουμε να τα χρησιμοποιούμε με τον ορθό τρόπο, ίσως μπορέσουμε επιτέλους να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις που έπρεπε να είχαν αντιμετωπιστεί εδώ και καιρό.
Φέτος, στην Κοπεγχάγη, στο C40 World Mayors Summit με θέμα την κλιματική αλλαγή, ο πρώην αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Al Gore είπε κάτι που το βρήκα πολύ εμπνευσμένο: «Η πολιτική βούληση είναι ένας ανανεώσιμος πόρος». Ας χρησιμοποιήσουμε, λοιπόν, τα social media με βάση αυτόν τον ανανεώσιμο πόρο, την πολιτική μας βούληση, για να εμπλουτίσουμε τη δημοκρατία μας, να λύσουμε τα μακροχρόνια προβλήματα κοινωνικής και φυλετικής ανισότητας, αλλά και να σώσουμε τον πλανήτη μας που απειλείται.
*Επίτροπος Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης