του Χρίστου Αλεξόπουλου
Η πορεία προς το μέλλον χαρακτηρίζεται από την μεγάλη ταχύτητα της εξέλιξης στους διάφορους τομείς δραστηριοποίησης των κοινωνιών και την δημιουργία επικίνδυνων ανισορροπιών στα επιμέρους κοινωνικά συστήματα (οικονομικό, εκπαιδευτικό κ.λ.π.), που δεν ελέγχονται προς το παρόν και απειλούν την κοινωνική συνοχή, την πραγμάτωση του κοινωνικού συμφέροντος και την οικοδόμηση βιώσιμων συνθηκών ζωής για τους πολίτες, οι οποίες προωθούν την κοινωνική δικαιοσύνη και την συρρίκνωση των ανισοτήτων.
Ταυτοχρόνως διαπιστώνεται η ανεπάρκεια του πολιτικού συστήματος παγκοσμίως να σχεδιάσει και να πραγματοποιήσει την μετάβαση στο μέλλον με βάση τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της πραγματικότητας (τόσο της κοινωνικής ως σύνολο, όσο και εξειδικευμένης στα διάφορα κοινωνικά συστήματα) σε βάθος χρόνου. Ήδη πληθαίνουν οι συστημικές ανισορροπίες και η πολιτική τους αντιμετώπιση δεν είναι ακόμη ορατή.
Δικαιολογημένα δημιουργείται η αίσθηση, ότι η πολιτική έχει αποκτήσει επικοινωνιακό περιεχόμενο, με στόχο να υπηρετεί επιδιώξεις για την ανάληψη της διαχείρισης κυβερνητικής εξουσίας, χωρίς ουσιαστικό και μακροπρόθεσμο σχεδιασμό του μέλλοντος με σημείο αναφοράς το κοινωνικό και το ανθρώπινο συμφέρον, σε συνδυασμό και με την βιωσιμότητα του οικοσυστήματος.
Κυρίαρχη επιδίωξη στο θεωρητικό πεδίο είναι η οικονομική ανάπτυξη, ώστε να επιτευχθεί ο στόχος της ευημερίας των πολιτών. Στην πράξη όμως σύμφωνα με το Social Justice Index 2019 του γερμανικού ιδρύματος Bertelsmann-Stiftung το προηγούμενο έτος μειώθηκε ακόμη περισσότερο η ανεργία στις βιομηχανικές χώρες. Σε πολλές από αυτές όμως αυξήθηκε ο αριθμός αυτών, που πλήττονται από την φτώχεια.
Για πρώτη φορά μετά την κρίση του 2008 ο δείκτης ανεργίας σε 41 χώρες, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι ευρωπαϊκές, μειώθηκε στο 5,3% από το 5,7%, που ήταν πριν από την κρίση.
Ταυτόχρονα όμως ο κίνδυνος φτώχειας στο ίδιο χρονικό διάστημα αυξήθηκε κατά πέντε ποσοστιαίες μονάδες και έφτασε το 14,6%. Απειλούνται δε από την φτώχεια περισσότερο στο Ισραήλ (17,9%) και στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής (17,8%).
Τελικά η οικονομική ανάπτυξη συμπορεύεται με την αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων και της φτώχειας; Η απάντηση πρέπει να δοθεί άμεσα στην πράξη, διότι θα δημιουργηθούν πολύ δύσκολες ανισορροπίες ως προς την πολιτική τους διαχείριση, επειδή παράλληλα διογκώνονται και τα προβλήματα από την ανεπαρκή διαχείριση της προστασίας του κλίματος λόγω του ισχύοντος μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης.
Ανάλογων διαστάσεων ανισορροπίες καταγράφονται και στον εκπαιδευτικό τομέα. Σύμφωνα με τα πρόσφατα ευρήματα του διαγωνισμού PISA (οργανώνεται ανά τριετία) του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) το επίπεδο του εκπαιδευτικού συστήματος δεν δρομολογεί ελπίδες για δυνατότητα συμπόρευσης του με τις γνωστικές ανάγκες του μέλλοντος σε ανεπτυγμένη οικονομία στην εποχή της πολύπλοκης παγκοσμιοποίησης και της μαζικής αξιοποίησης της ψηφιακής τεχνολογίας.
Ακόμη προκαλείται ανησυχία και σε σχέση με το πολιτισμικό περιεχόμενο λόγω των αρνητικών επιπτώσεων της παγκοσμιοποίησης στην βιωσιμότητα της πολυπολιτισμικότητας. Επίσης πως θα ανταποκριθεί η ελληνική κοινωνία στις ανάγκες της εποχής της κυριαρχίας της γνώσης, χωρίς την οποία δεν είναι κατανοητή και ερμηνεύσιμη η πραγματικότητα;
Πάνω από το 50% των 15χρονων στην Ελλάδα δεν μπορούν να αναλύσουν και να αξιολογήσουν ένα κείμενο και να το συσχετίσουν με την βιωνόμενη πραγματικότητα. Το ίδιο συμβαίνει στα μαθηματικά και στις φυσικές επιστήμες ως προς την κατανόηση τους.
Είναι δε πολύ ενδιαφέρον, ότι «υψηλές επιδόσεις επιτυγχάνουν μαθητές από αστική περιοχή, με μορφωμένους γονείς και υψηλό κοινωνικό, οικονομικό και πολιτισμικό επίπεδο» (Χρύσα Σοφιανοπούλου, επίκουρη καθηγήτρια στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, εθνική συντονίστρια του PISA).
Ουσιαστικά τα αποτελέσματα του διαγωνισμού PISA επιβεβαιώνουν την εξάρτηση της πορείας των μαθητών από την κοινωνική τους προέλευση και την αναπαραγωγή των κοινωνικών ανισοτήτων και στο εκπαιδευτικό πεδίο. Η ισότητα των ευκαιριών (στο θεωρητικό επίπεδο) αναιρείται από το οικογενειακό κοινωνικό και οικονομικό στάτους (στην πράξη).
Αυτό δεν συμβάλλει επίσης στην ομαλή και ουσιαστική δημοκρατική λειτουργία, διότι ένα μεγάλο τμήμα των πολιτών δεν είναι σε θέση να κατανοήσει και να αναλύσει την πραγματικότητα, ώστε να γνωρίζει τις επιπτώσεις των επιλογών του.
Οι ανισορροπίες εμφανίζονται και στον πολύ ευαίσθητο τομέα της υγείας των νέων. Σύμφωνα με μελέτη του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (World Health Organisation), που δημοσιεύθηκε στο ιατρικό περιοδικό The Lancet Child and Adolescent Health, το 81% των μαθητών 11 έως 17 ετών σε παγκόσμιο επίπεδο δεν ασκείται με μέτρια ή μεγάλη ένταση καθημερινά, ενώ είναι απαραίτητο για την υγεία και μάλιστα σε μακροπρόθεσμη βάση.
Οι αρνητικές επιπτώσεις, που συνεπάγεται η ανεπαρκής άσκηση, αφορούν στην καρδιαγγειακή, πνευμονική και μυϊκή υγεία, καθώς και στην νοητική κατάσταση και στην ομαλή κοινωνική ενσωμάτωση.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η επισήμανση, ότι η ψηφιακή εποχή έχει αντίκτυπο στους εφήβους, διότι τους ωθεί στην καθιστική ζωή. Αυτό δείχνει πολύ καθαρά τον αντιφατικό τρόπο λειτουργίας των σύγχρονων κοινωνιών, ο οποίος στο πλαίσιο του μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης εργαλειοποιεί τον άνθρωπο, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η υγεία του και ο λειτουργικός για την ανθρώπινη οντότητα τρόπος προσέγγισης της πραγματικότητας με την αξιοποίηση της ψηφιακής τεχνολογίας, ώστε να υπερβαίνει την επαφή μόνο με την εικονική της εκδοχή.
Σε διεθνές επίπεδο το ποσοστό των μη επαρκώς ασκούμενων μαθητών σιγά σιγά μειώνεται. Στην Ελλάδα όμως αυξάνεται. Ενώ το 2001 μεταξύ 146 χωρών βρισκόταν στην 59η θέση της παγκόσμιας κατάταξης με ποσοστό μη επαρκώς ασκούμενων μαθητών 83,6%, το 2016 έπεσε στην 87η θέση με ποσοστό 84,5%.
Εάν η κοινωνία είναι ένα σύνολο λειτουργικών συστημάτων (ως προς την παραγωγικότητα τους), τα οποία επεξεργάζονται πληροφορίες, παράγουν κανόνες και δοκιμάζουν σχέδια και πρότυπα, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι επιπτώσεις στην ανθρώπινη οντότητα, τότε οι προκαλούμενες ανισορροπίες θα οδηγήσουν την πορεία προς το μέλλον στην αντίθετη από την επιδιωκόμενη κατεύθυνση.
Η οικονομική ανάπτυξη με επακόλουθο την μείωση της ανεργίας με ταυτόχρονη αύξηση της φτώχειας ή η επένδυση στην γνώση και την ψηφιακή της διάσταση, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα όρια των οργανωτικών δυνατοτήτων και των σχεδιαστικών επιλογών στο εκπαιδευτικό σύστημα και η μη ισορροπημένη σχέση της ταχύτητας της εξέλιξης με τις νοητικές δυνατότητες των μαθητών, θα οδηγήσουν σε μη ελεγχόμενη ως προς τις επιπτώσεις της κοινωνική στασιμότητα.
Ίσως θα είχε ενδιαφέρον για την ανάπτυξη ουσιαστικού και λειτουργικού προβληματισμού για το μέλλον, εάν μελετηθεί από τα κοινωνικά συστήματα, που οριοθετούν στον ύψιστο βαθμό την δυναμική της εξέλιξης (πολιτικό και οικονομικό) η ιατρική έκθεση του 2018 στο γερμανικό Ταμείο Ασφάλισης Barmer, η οποία επισημαίνει, ότι στο 17% των φοιτητών στην Γερμανία έχει γίνει διάγνωση ψυχικής ασθένειας (Barmer, Arztreport 2018, «Rund eine halbe Million Studenten psychisch krank»). Η εξέλιξη της πραγματικότητας έχει πολλά επίπεδα αλληλοεξαρτώμενα και προϋποθέτει πολυδιάστατη πολιτική διαχείριση.
*πρώτη δημοσίευση: metarithmisi.gr