του Γιώργου Παγουλάτου*
Τα μεσάνυχτα της 31ης Ιανουαρίου, η 47ετής συμμετοχή της Βρετανίας στο μεγαλύτερο επίτευγμα της μεταπολεμικής Ευρώπης τερματίστηκε, όχι με κρότο αλλά μάλλον με έναν λυγμό. Στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το σκωτσέζικο τραγούδι του αποχαιρετισμού μετατράπηκε για την περίσταση σε ύμνο ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Στον αληθινό κόσμο, βέβαια, όπως όλοι ξέρουμε, η ευγένεια συνυπάρχει αναγκαστικά και με τη χυδαιότητα και τη γελοιότητα. Και οι δύο εκπροσωπήθηκαν επαξίως από τον καραγκιοζάκο Φάρατζ και τη θλιβερή σοβινιστική του κομπανία, που ανέμιζαν ανοήτως τα σημαιάκια τους, ανεπίγνωστοι του γεγονότος ότι την ώρα εκείνη επικυρωνόταν ο υποβιβασμός μιας Μεγάλης Βρετανίας σε Μικρά Αγγλία. Ακόμα και οι ποδοσφαιρικοί χούλιγκαν, στο έμπλεο οπαδισμού κατά τα άλλα άδειο τους κρανίο, θα ήταν σε θέση να κατανοήσουν ότι το να πέφτει η ομάδα σου κατηγορία δεν συνιστά ακριβώς αφορμή πανηγυρισμού.
Όμως, σημασία έχει πλέον η νέα πραγματικότητα. Και σε αυτήν, Βρετανία και Ε.Ε. έχουν κάθε συμφέρον να παραμείνουν όσο το δυνατόν πιο κοντά. Η Βρετανία βέβαια συχνά υπογραμμίζει την «ειδική της σχέση» (special relationship) με τις ΗΠΑ – μια σχέση τόσο ειδική που μόνο η Βρετανία τη γνωρίζει, όπως κάποτε είχε σαρκάσει ο Χέλμουτ Σμιτ.
Πράγματι, σε μια σειρά σημαντικών ζητημάτων, η Βρετανία έχει ταυτόσημες ή συγκλίνουσες απόψεις με την Ευρώπη: από τη Μέση Ανατολή και το Ιράν μέχρι την υπεράσπιση των πολυμερών διεθνών θεσμών και του ελεύθερου παγκόσμιου εμπορίου, τη συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα, την πολιτική απέναντι στην Κίνα και το 5G, σε όλα αυτά και πολλά άλλα, η σημερινή Βρετανία μιλά την ίδια γλώσσα με την Ε.Ε. και όχι με τον Τραμπ.
Και βέβαια, οι επιλογές Τραμπ συνιστούν απόκλιση και όχι συνέχεια από την παράδοση της στενής διατλαντικής συνεργασίας. Θυμίζουμε την αντίθεση του προέδρου Ομπάμα στο Brexit, την προειδοποίησή του ότι σε περίπτωση εξόδου η Βρετανία θα ήταν τελευταία στην ουρά για μια εμπορική συμφωνία με τις ΗΠΑ. Οι πρώτες ενδείξεις τον επιβεβαιώνουν.
Η Ουάσιγκτον θέτει αξιώσεις (από τον πλήρη αποκλεισμό της Huawei μέχρι το άνοιγμα του βρετανικού Εθνικού Συστήματος Υγείας) που καμία βρετανική κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να ικανοποιήσει.
Όθεν η ειρωνεία: Η Βρετανία αποχωρεί εθελουσίως από μια μεγάλη Ένωση της οποίας ήταν ισχυρό ισότιμο μέλος, για να καταστεί μια μόνη και μικρή σε παγκόσμια κλίμακα χώρα. Είναι μια έκβαση αμοιβαία βλαπτική. Σε παγκόσμιο επίπεδο κυριαρχούν τρία εμπορικά μπλοκ (ΗΠΑ, Κίνα και Ε.Ε.) ως περίπου ισοδύναμα μεταξύ τους (άθροισμα εξαγωγών και εισαγωγών περίπου 4 τρις η καθεμία). Όμως σε αυτό το περιβάλλον πολλαπλών πόλων οικονομικής ισχύος, ΗΠΑ και Κίνα κατευθύνονται προς ευθεία γεωπολιτική αντιπαράθεση, που επεκτείνεται από τις εμπορικές σχέσεις στην τεχνολογία και στην ασφάλεια. Σε έναν κόσμο διπολικά συγκρουσιακό, η Ευρώπη θα πιέζεται να επιλέξει στρατόπεδο. Και βέβαια η Ευρώπη ανήκει στη Δύση. Αλλά (πρέπει να) έχει και τα δικά της συμφέροντα.
Η ευρωπαϊκή ενοποίηση ξεκίνησε ως εγχείρημα εμπέδωσης της ειρήνης, ανάμεσα σε έθνη με μακρά ιστορία μεταξύ τους συγκρούσεων. Εξελίσσεται ως προσπάθεια διάσωσης της εθνικής αυτονομίας των ευρωπαϊκών κρατών, μέσω μιας ισχυρής Ε.Ε., σε έναν κόσμο στον οποίο η Ευρώπη χάνει διαρκώς έδαφος. Και χάνει έδαφος, ακόμα περισσότερο, λόγω του Brexit. Ένα αυτοκαταστροφικό διαζύγιο, στο οποίο και τα δύο μέρη θα είναι χειρότερα την επόμενη μέρα. Το ένα αποχώρησε από έναν βαρετό, προβληματικό γάμο, για να κινδυνεύει να καταλήξει στα χέρια ενός βίαιου εραστή με παρελθόν κακομεταχείρισης των συντρόφων του.
Τα ερωτήματα, όμως, αφορούν την ίδια την Ευρώπη. Σε έναν κόσμο ανερχόμενου προστατευτισμού, όπου οι αντίπαλοι πόλοι επιδοτούν και προστατεύουν τις εταιρείες υψηλής τεχνολογίας τους, αναπτύσσοντάς τες στο θερμοκήπιο της αμυντικής τους βιομηχανίας, ή εξασφαλίζοντας ότι τα προϊόντα τους θα είναι τα φθηνότερα στον παγκόσμιο ανταγωνισμό, η Ευρώπη θα δεχθεί ισχυρές πιέσεις για να προστατεύσει τη δική της τεχνολογία και βιομηχανία.
Η περαιτέρω διολίσθηση στον αμοιβαίο προστατευτισμό οδηγεί σε έναν κόσμο ακόμα οξύτερων συγκρούσεων και διαιρέσεων. Η Ε.Ε., με την καίρια ιστορική συμβολή της Βρετανίας, πιστώνεται το διπλό κεκτημένο του ελεύθερου παγκόσμιου εμπορίου και της ενιαίας αγοράς. Μια ανεξάρτητη Βρετανία που θα επέλεγε να ανταγωνιστεί την Ευρώπη αποδεσμευόμενη πλήρως από τους ευρωπαϊκούς κανόνες της ενιαίας αγοράς (προστασίας του περιβάλλοντος, των προσωπικών δεδομένων, των εργασιακών δικαιωμάτων, του ανταγωνισμού), θα ωθούσε και την Ε.Ε. προς μεγαλύτερο προστατευτισμό. Αυτό δεν θα ήταν μόνο αμοιβαία επιβλαβές. Θα ακύρωνε τέσσερις και πλέον δεκαετίες γόνιμης βρετανικής συμβολής στη διαμόρφωση της σύγχρονης φιλελεύθερης Ευρώπης. Θα ήταν ένα Brexit επί δύο.
*καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής και Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, επισκέπτης καθηγητής στο Κολέγιο της Ευρώπης, γενικός διευθυντής του ΕΛΙΑΜΕΠ