του Σωτήρη Ντάλη*
Η κα Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, η νέα πρόεδρος τα Ευρωπαϊκής Επιτροπής με τις πρώτες δηλώσεις της, επιχείρησε να δώσει το στίγμα μιας «γεωπολιτικής» Επιτροπής, που σημαίνει πως οι νέες πρωτοβουλίες που θα προωθήσει το 2020 θα είναι με γνώμονα μια στρατηγική παγκόσμιας επιρροής.
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας, ο Ύπατος Εκπρόσωπος της ΕΕ για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας, Ζοζέπ Μπορέλ, θεωρεί πως η διένεξη της Λιβύης θα δείξει εάν η ΕΕ είναι ικανή να διαδραματίσει ρόλο παγκόσμιου παίκτη και να καθιερωθεί ως γεωπολιτική δύναμη.
Προς το παρόν οι δυο βασικοί πρωταγωνιστές των ευρωπαϊκών πρωτοβουλιών, Γαλλία και Γερμανία, δεν κατάφεραν να διαμορφώσουν κοινή γραμμή αντιμετώπισης του Λιβυκού προβλήματος. Η περίφημη «διαδικασία του Βερολίνου» στην οποία έχει επενδύσει η γερμανική διπλωματία δεν έχει αποδώσει προς το παρόν και η συνάντηση κορυφής που είχε αναγγελθεί για τα τέλη του 2019 πηγαίνει από ακύρωση σε ακύρωση.
Μετά τη συνάντηση του Σαββάτου στο Κρεμλίνο φαίνεται πως Πούτιν και Μέρκελ συμφώνησαν για την πραγματοποίηση στο Βερολίνο διεθνούς διάσκεψης υπό την αιγίδα του ΟΗΕ προκειμένου να βρεθεί μια οριστική λύση για τη Λιβύη.
Όμως ζητούμενο παραμένει πάντα το αν θα καταφέρει η ΕΕ να χαράξει μια στρατηγική παγκόσμιας επιρροής προκειμένου να μην ξαναβρεθεί η Ένωση σε μια μεγάλη κρίση, όπως αυτή των τελευταίων χρόνων, μια κρίση πολυεπίπεδη, που ήταν ταυτόχρονα οικονομική, δημογραφική, οικολογική, πολιτική και κρίση θεσμών. Αποτέλεσμα αυτής κρίσης και της απουσίας της Ένωσης ήταν το μπλοκάρισμα του ευρωπαϊκού Σχεδίου.
Σήμερα, δεν είναι εύκολο να κάνει κανείς προβλέψεις για τις μελλοντικές πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις στην ΕΕ. Θα μπορούσαμε να περιγράψουμε δυο διαφορετικά σενάρια για την επόμενα χρόνια. Ένα «συντηρητικό-διαρθρωτικό» και ένα «ευρω-ομοσπονδιακό».
Σύμφωνα με το πρώτο, μάλλον θα ακολουθήσουμε μια σφιχτή νομισματική και δημοσιονομική πολιτική υποταγμένη σε αυστηρούς κανόνες με τη συζήτηση για νέες διευρύνσεις να παγώνει. Από την άλλη πλευρά, η «ευρω-ομοσπονδιακή» θα μας θυμίζει πρώτα απ’ όλα ότι όλες οι νομισματικές ενώσεις του παρελθόντος κατέρρευσαν όταν δεν μετεξελίχθηκαν σε πολιτική ένωση.
Σύμφωνα με τους υποστηρικτές αυτής της ανάλυσης, η ολοκλήρωση του ημιτελούς ευρωπαϊκού Σχεδίου απαιτεί τη δημιουργία μιας ομοσπονδιακής «κρατικής» οντότητας σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η οποία να διαθέτει μια μίνιμουμ οικονομικοπολιτική κυριαρχία, άρα και στρατηγική παγκόσμιας επιρροής, όπως επιθυμεί η νέα πρόεδρος της Επιτροπής.
Με γνώμονα την αναζήτηση εκείνου του μοντέλου λειτουργίας της ΕΕ που θα προωθήσει το ευρωπαϊκό συμφέρον πέρα από τις εθνικές διαιρέσεις, η ομοσπονδιακή μέθοδος δεν θα μας οδηγήσει άμεσα στη δημιουργία των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης, θα μας επιτρέψει όμως να ξαναδουλέψουμε αποτελεσματικά με το τρίγωνο των ευρωπαϊκών θεσμών, την Επιτροπή ως έκφραση του κοινοτικού συμφέροντος, το Συμβούλιο Υπουργών ως εκφραστή των εθνικών συμφερόντων και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ως έκφραση των λαών. Μόνο η πολιτική ενοποίηση της ΕΕ θα ακυρώσει την ανάγκη για μια ηγεμονική δύναμη στην Ευρώπη, ένα ρόλο που διαδραματίζει σήμερα η Γερμανία.
Τα τελευταία χρόνια η ΕΕ εμφανίσθηκε πολιτικά διαιρεμένη και οικονομικά εξασθενημένη και δεν άκουσε προσεκτικά όσα οι πολίτες προσπάθησαν να πουν. Οι δε πολιτικοί ηγέτες των «28» κρατών της ΕΕ, απέτυχαν να αφηγηθούν την ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως μια ιστορία διάδοσης της ελευθερίας και της αλληλεγγύης. Η «έλλειψη» της Ευρώπης οδήγησε στην «υποχώρηση» της Ευρώπης.
Αυτή ήταν και η πραγματική παγίδα για την ίδια την Ευρώπη. Ας μην ξεχνάμε πως η ευρωπαϊκή ενοποιητική διαδικασία ήταν πάντα μια δύσκολη υπόθεση. Ο Ζακ Ντελόρ έλεγε πως πρέπει να πειστούν γι’ αυτό εκείνοι που, μη έχοντας ζήσει στα μεταπολεμικά χρόνια, έχουν την τάση να θεωρούν την ανάδυση της Ευρωπαϊκής ενοποίησης σαν μια παλιά ιστορία, μια ιδέα που ξεπεράστηκε από τις μεταβολές που μεσολάβησαν έκτοτε.
Η νέα συζήτηση για το μέλλον της ΕΕ που θα ανοίξει θα πρέπει να αποτελέσει το απαραίτητο πλαίσιο για την «πολιτικοποίηση» της πολιτικής ώστε να μπορούν να υπάρξουν εκ νέου δυνατότητες, εργαλεία, και κίνητρα για συμμετοχή των πολιτών. Είναι προφανής η ανάγκη για ένα πιο λειτουργικό σύστημα για την Ευρωζώνη, η οποία ούτως ή άλλως αποτελεί μέρος του προβλήματος γιατί είναι μια ατελής οικονομική και νομισματική ένωση χωρών –μελών με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Η εμβάθυνση και ολοκλήρωση της Ευρωζώνης πρέπει να είναι ο βασικός άξονας των θεσμικών πρωτοβουλιών, τις οποίες θα συμπληρώνει το σχέδιο ανάπτυξης της ευρωπαϊκής κοινής άμυνας, προκειμένου η ΕΕ να είναι σε θέση να εξασφαλίζει τη στρατηγική της αυτονομία, να μπορεί να διαχειριστεί τις διεθνείς κρίσεις μόνη της και να εγγυάται τα εξωτερικά σύνορά της.
Η συζήτηση για το μέλλον της ΕΕ οδηγεί εκ των πραγμάτων σε μια νέα αλληλεγγύη συμφερόντων σε ευρωπαϊκό επίπεδο που θα συμπληρώνει και δεν θα ακυρώνει το εθνικό συμφέρον. Προς αυτή την κατεύθυνση είναι απαραίτητο να δούμε την ΕΕ ως συνολική, αναπτυξιακή, κοινωνική, θεσμική και πολιτική οντότητα. Πρέπει να δούμε την Ενωμένη Ευρώπη ως πολιτικό εργαλείο δημιουργίας σε έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο.
Το κλειδί για να ανταποκριθεί η Ευρώπη στις σημερινές και μελλοντικές προκλήσεις είναι να εξοπλιστεί με την απαραίτητη κυριαρχία. Για να καθορίζει η ίδια η Ευρώπη το μέλλον της χρειάζεται περισσότερη κυριαρχία.
Μιλάμε για μια Ευρώπη φιλελεύθερη με ενισχυμένη προστασία των εξωτερικών συνόρων και με ουσιαστική γεωπολιτική επιρροή. Μόνο έτσι θα μπορέσει να προσαρμοστεί στις νέες προκλήσεις του 21ου αιώνα και να συνδιαμορφώσει τελικά τη νέα ατζέντα της διεθνούς πολιτικής και των διατλαντικών σχέσεων.
Εξάλλου όπως έχει φανεί και από τη μέχρι σήμερα πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης, η Ευρώπη επιβεβαιώνει την αξία της μόνο όταν επιδεικνύει την ικανότητά της να απαντά στις προκλήσεις της Ιστορίας.
*αναπληρωτής καθηγητής διεθνούς πολιτικής και ευρωπαϊκής ενοποίησης στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου