των Adriano Bosoni και Emily Hawthorne
Την 1η Μαρτίου, η Τουρκία ανακοίνωσε πως σταματά να εφαρμόζει τη συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Ένωση για την αποτροπή της εισόδου των μεταναστών στην ΕΕ. Έκτοτε, δεκάδες χιλιάδες μετανάστες προσπαθούν να εισέλθουν στην Ελλάδα από την Τουρκία, προκαλώντας φόβους για μια ακόμα επαπειλούμενη μεταναστευτική κρίση στην Ευρώπη. Ως απάντηση, η ελληνική κυβέρνηση έχει αυξήσει τα μέτρα ασφάλειας στα σύνορά της και ανακοίνωσε πως δεν θα γίνονται δεκτές αιτήσεις ασύλου για έναν μήνα –αν και είναι εξαιρετικά αβέβαιο αν η Ελλάδα θα μπορέσει να περιορίσει τη συνεχιζόμενη πλημμύρα μεταναστών στην πόρτα της.
Αν η Τουρκία δεν αλλάξει τη στάση της τις επόμενες εβδομάδες (σ.τ.μ. στις 10 Μαρτίου ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δήλωσε πως η Τουρκία δεν εξετάζει κλείσιμο των συνόρων της προς την Ευρώπη για την ώρα, καλώντας την Ελλάδα να ανοίξει τα δικά της σύνορα), υπάρχουν μεγάλες πιθανότητες τα θαλάσσια και χερσαία σύνορα της Ελλάδας να γίνουν και πάλι το πιο «καυτό» σημείο πρόσβασης των μεταναστών που θέλουν να πάνε στην Ευρώπη. Όμως, σε αντίθεση με την κρίση του 2015, η Αθήνα αυτή τη φορά θα βρει ακόμα λιγότερες χώρες της ΕΕ πρόθυμες να τη βοηθήσουν να επωμιστεί το βάρος.
Η Τουρκία ανάβει το φιτίλι
Στον πυρήνα της εκτυλισσόμενης νέας μεταναστευτικής κρίσης, βρίσκεται η προθυμία της Τουρκίας να «τζογάρει» την συμφωνία-ορόσημο με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η προβληματική οικονομία της Τουρκίας έχει άμεση πολιτική επίπτωση στη δημοφιλία της κυβέρνησης της χώρας, και η Άγκυρα γνωρίζει πως μπορεί τελικά να αποδειχθεί αδύνατον να αποτρέψει μια συριακή και ρωσική εισβολή στην επαρχία Ιντλίμπ της Συρίας.
Η δημοφιλία του κυβερνώντος κόμματος της Τουρκίας, του Κόμματος της Δικαιοσύνης και της Ανάπτυξης (AKP) κινδυνεύει επίσης να μειωθεί καθώς οι Τούρκοι εξοργίζονται και περιορίζονται οικονομικά ακόμα περισσότερο, θεωρώντας πως ο μεγάλος πληθυσμός προσφύγων στη χώρα ευθύνεται εν μέρει για τα προβλήματά τους. Αυτό κατέστη σαφές στις τοπικές εκλογές του 2019, στις οποίες το AKP υπέστη σημαντικές απώλειες ψηφοφόρων στις αστικές περιοχές που βρίσκονται πιο κοντά στους πρόσφυγες. Αυτό, σε συνδυασμό με τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η Τουρκία από το 2015, έχει δημιουργήσει ένα ακόμα πιο εχθρικό περιβάλλον στην Τουρκία για τους πρόσφυγες. Και το 2019, η Άγκυρα επέβαλε αυστηρότερους περιορισμούς διαμονής στους πρόσφυγες.
Εν μέσω αυτών των κλιμακούμενων οικονομικών και πολιτικών απειλών, μια αυξανόμενα απελπισμένη Άγκυρα έχει δείξει πως είναι πρόθυμη να παραβιάσει τη συμφωνία της με την Ευρωπαϊκή Ένωση για τι μεταναστευτικό, προκειμένου να εξασφαλίσει περισσότερη στήριξη από το μπλοκ.
Συγκεκριμένα, η Τουρκία θέλει περισσότερα χρήματα για τις παροχές της προς τους πρόσφυγες και μετανάστες που ήδη φιλοξενεί, και περισσότερη διπλωματική στήριξη από την ΕΕ στην επίθεσή της κατά των δυνάμεων της Συρίας και της Ρωσίας, περιλαμβανομένης της υποστήριξης για μια ζώνη απαγόρευσης πτήσεων και μια μακροπρόθεσμη επανεγκατάσταση προσφύγων στη βόρεια Συρία (κάτι το οποίο ήδη στηρίζει η Γερμανία, αλλά δεν μπορεί να προσφέρει μόνη της).
Η Άγκυρα γνωρίζει πως το να απειλεί πως θα απορρίψει την υφιστάμενη συμφωνία για το μεταναστευτικό, μπορεί να βοηθήσει ώστε να αναγκαστούν οι Βρυξέλλες να συμμορφωθούν. Και, αν αποτύχει η συμφωνία εκεχειρίας της 5ης Μαρτίου μεταξύ της Τουρκίας και της Ρωσίας, τότε η Άγκυρα θα είναι ακόμα πιο απίθανο να χρησιμοποιεί τους μετανάστες ως μοχλό πίεσης στις διαπραγματεύσεις της με την ΕΕ.
Ομοιότητες με την κρίση του 2015
Μια νέα μεταναστευτική κρίση πιθανότατα θα επαναλάμβανε ορισμένα από τα μοτίβα της προηγούμενης κρίσης, περιλαμβανομένων:
Έλλειψη χωρητικότητας στην Ελλάδα: Η Ελλάδα έχει πολύ περιορισμένο χώρο για να αντιμετωπίσει τους νέους μετανάστες και πιθανότατα ήδη αγγίζει τα όρια της χωρητικότητάς της. Γύρω στους 74.600 ζητούντες άσυλο έφθασαν στην Ελλάδα πέρυσι, ο υψηλότερος αριθμός στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Περίπου 42.000 εξ αυτών εγκλωβίστηκαν σε καμπ μεταναστών στα νησιά, καθώς η Αθήνα δεν τους επιτρέπει να μεταφερθούν στην ενδοχώρα μέχρις ότου ξεκαθαριστεί η νομική τους κατάσταση. Επιτόπιες αναφορές λένε πως οι περισσότεροι μετανάστες στριμώχνονται σε εγκαταστάσεις πολύ μικρότερης χωρητικότητας. Τους τελευταίους μήνες, οι μετανάστες έχουν διαμαρτυρηθεί σε ορισμένα νησιά, ιδιαίτερα στη Λέσβο, όπου φιλοξενούνται περίπου 25.000 αιτούντες άσυλο.
Κλειστά σύνορα στην Βαλκανική μεταναστευτική οδό: Το 2015, πολλοί μετανάστες βρήκαν πως χώρες κατά μήκος της επωνομαζόμενης Βαλκανικής μεταναστευτικής οδού προς τη Βόρεια Ευρώπη, περιλαμβανομένων της Σερβίας και της Ουγγαρίας, είχαν κλείσει τα σύνορά τους. Αν εκτυλιχθεί μια ακόμα κρίση τους επόμενους μήνες, χώρες όπως η Αλβανία, η Βόρεια Μακεδονία και η Σερβία (που δεν είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης) είναι πιθανό να κλείσουν και πάλι τα σύνορά τους σε μια προσπάθεια να μπλοκάρουν τη μεταναστευτική οδό. Η Ουγγαρία, η οποία είναι μέλος της ΕΕ, μπορεί επίσης να κάνει το ίδιο, εάν αυξηθεί σημαντικά η μεταναστευτική πίεση.
Περισσότερα χρήματα, λιγότερη δράση από τις Βρυξέλλες: Υπό τους υφιστάμενους μεταναστευτικούς κανόνες της ΕΕ, οι μετανάστες πρέπει να αιτηθούν άσυλο στη χώρα πρώτης εισόδου στην ΕΕ, κάτι που η Ελλάδα από καιρό λέει έτσι η χώρα επωμίζεται άδικο βάρος. Όμως, μια συστηματική, πανευρωπαϊκή προσπάθεια να κατανεμηθούν οι μετανάστες σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, παραμένει απίθανη, καθώς χώρες στη Βόρεια και Ανατολική Ευρώπη θα απορρίψουν την όποια κίνηση για τροποποίηση των κανόνων αυτών. Αν η κρίση επιδεινωθεί, και αν ο αριθμός των αφίξεων στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες των εξωτερικών συνόρων του μπλοκ αυξηθεί, είναι πιθανότερο να υπάρξουν διμερείς συμφωνίες, στο πλαίσιο των οποίων χώρες όπως η Γερμανία θα αποδέχονταν μικρές ομάδες μεταναστών σε μια προσπάθεια να αμβλυνθούν οι πιέσεις που δέχεται η Ελλάδα.
Εν τω μεταξύ, οι Βρυξέλλες πιθανότατα θα συνεχίσουν να ρίχνουν χρήμα στο πρόβλημα, όπως έκαναν σε παρόμοιες περιπτώσεις κατά το παρελθόν. Και, πράγματι, αυτό έχει ήδη συμβεί, καθώς η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε πως στέλνει στην Ελλάδα 700 εκατ. ευρώ για να βοηθήσει στην τρέχουσα εισροή μεταναστών, καθώς και επιπλέον προσωπικό της Frontex για να βοηθήσουν στην προστασία των ελληνικών συνόρων.
Διαφορές από την κρίση του 2015
Εκτός από αυτές τις ομοιότητες, υπάρχουν και ορισμένες σημαντικές διαφορές που θα διαμορφώσουν το πώς θα εξελιχθεί μια δυνητική μεταναστευτική κρίση το 2020, σε σύγκριση με την κρίση του 2015:
Αυστηρότερες πολιτικές ασύλου στην ΕΕ: Ορισμένοι μετανάστες θα δυσκολευτούν τώρα περισσότερο απ’ ότι το 2015 για να αιτηθούν ασύλου, ιδιαίτερα αυτοί που ήταν για χρόνια στην Τουρκία και δεν μπορούν πραγματικά να ισχυριστούν πως προσπαθούσαν να διαφύγουν από τις ακραίες κακουχίες. Αν και αυτό θα μπορούσε να λειτουργήσει αρνητικά στους υπολογισμούς ορισμένων μεταναστών ως προς το κόστος και το όφελος της απόπειρας εισόδου σε ευρωπαϊκό έδαφος, ωστόσο η ροή των επιχειρούμενων εισόδων τις τελευταίες ημέρες δείχνει πως για χιλιάδες μετανάστες το ρίσκο αξίζει.
Αν υπάρξει μια εισροή «νέων» αναζητούντων άσυλο, δηλαδή ανθρώπων που αυτή τη στιγμή βρίσκονται στη Συρία και έχουν εκτοπιστεί λόγων των πρόσφατων γεγονότων στην Ιντλίμπ, ίσως έχουν καλύτερες πιθανότητες για επιτυχή απόκτηση του status του πρόσφυγα, αλλά και πάλι θα είναι δύσκολο. Τον Ιανουάριο, η Ελλάδα εισήγαγε νέους κανόνες ασύλου που επιταχύνουν τη διαδικασία αίτησης, κάτι που έχει στόχο επίσης να επιταχύνει και τις απελάσεις –αν και η Αθήνα πιθανότατα θα συνεχίσει να δυσκολεύεται να επιβάλει τις απελάσεις και πολλοί από τους μετανάστες οι αιτήσεις ασύλου των οποίων έχουν απορριφθεί, πιθανότατα θα παραμείνουν στην Ελλάδα και θα ζουν σε νομική αβεβαιότητα.
Ο σκεπτικισμός της Γερμανίας για τους αιτούντες άσυλο: Ενώ η Γερμανία μπορεί να αποδεχθεί μερικούς μετανάστες από την Ελλάδα, πιθανότατα δεν θα ανοίξει τα σύνορά της όπως έκανε προ πενταετίας. Η Γερμανία αντέδρασε στη μεταναστευτική κρίση του 2015 υποδεχόμενη περίπου ένα εκατομμύριο αναζητούντες άσυλο στη χώρα, που, μακροπρόθεσμα, αποδυνάμωσε τη δημοφιλία της καγκελαρίου Άγκελα Μέρκελ και συνέβαλε στην απόφασή της να μην επιδιώξει ανανέωση της θητείας της το 2021.
Η πολιτική ανοικτών συνόρων της Γερμανίας το 2015 συνέβαλε επίσης στην άνοδο της ακροδεξιάς Εναλλακτικής για τη Γερμανία, που έχει γίνει το κύριο κόμμα της αντιπολίτευσης από τις γενικές εκλογές του 2018 στη χώρα. Η αντίδραση της Γερμανίας σε μια νέα μεταναστευτική κρίση, ως εκ τούτου, πιθανότατα θα διαφέρει αυτή τη φορά. Μάλιστα, η γερμανική κυβέρνηση αναρτά tweets σε αραβικά, φαρσί, αγγλικά και γερμανικά, λέγοντας πως το Βερολίνο στηρίζει τις πρόσφατες προσπάθειες της Αθήνας να προστατεύσει τα εξωτερικά σύνορα του μπλοκ, κίνηση που ουσιαστικά έχει στόχο να αποθαρρύνει τους μετανάστες από το να προσπαθήσουν να εισέλθουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Αντί να πάρει μετανάστες, η Γερμανία πιθανότατα θα υποστηρίξει τη χορήγηση επιπλέον πόρων, χρημάτων και βοήθειας στην Ελλάδα προκειμένου να προστατευθούν τα σύνορα με την Τουρκία. Το Βερολίνο θα προσπαθήσει επίσης να προσεγγίσει την Άγκυρα, σε μια προσπάθεια να διατηρηθεί η συμφωνία για το μεταναστευτικό, και μπορεί ακόμα και να προτείνει συνεργασία σε ζητήματα όπως η εδραίωση ζώνης απαγόρευσης πτήσεων στη βορειοδυτική Συρία. Τέλος, η Γερμανία θα εντείνει τις πιέσεις προς τη Ρωσία να αποκλιμακώσει τις συγκρούσεις στη Συρία. Το πρόβλημα για τη Γερμανία είναι πως έχει πολύ περιορισμένη επιρροή στη Μόσχα, έναν βασικό παράγοντα στον πόλεμο, και δεν έχει και πολλά να προσφέρει στην Τουρκία, πέραν των ευρωπαϊκών πόρων και της διπλωματικής στήριξης.
Η επίπτωση στην Ιταλία
Τουλάχιστον κατά τις πρώτες φάσεις μιας νέας μεταναστευτικής κρίσης, η Ιταλία είναι απίθανο να επηρεαστεί σημαντικά, καθώς η αδύναμη οικονομία της θα την καταστήσει λιγότερο ελκυστικό τελικό προορισμό για μετανάστες που μπαίνουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση από την Τουρκία, συγκριτικά με τις οικονομικά πιο ασφαλείς χώρες όπως είναι η Αυστρία, η Γερμανία, η Ολλανδία και η Σουηδία. Αντιθέτως, η βασική απειλή για την Ιταλία είναι οι εξελίξεις στην Τουρκία να ενθαρρύνουν τους μετανάστες από άλλα μέρη του κόσμου να προσπαθήσουν να φτάσουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αν συμβεί αυτό, τότε οι μεταναστευτικές οδοί που είχαν ηρεμήσει σχετικά τα τελευταία χρόνια θα μπορούσαν να επανενεργοποιηθούν, όπως για παράδειγμα η οδός Λιβύης-Ιταλίας.
Στα μέσα του 2017, η Ιταλία κατέληξε σε συμφωνία με την κυβέρνηση της Λιβύης ώστε η ακτοφυλακή της Λιβύης να αρχίσει την αναχαίτιση πλοίων που μεταφέρουν μετανάστες, με αντάλλαγμα χρήματα, πόρους και εκπαίδευση. Αλλά αυτή η συμφωνία είναι εύθραυστη για δυο βασικούς λόγους:
1. Οι οργανώσεις εμπορίας ανθρώπων που μεταφέρουν μετανάστες από την υποσαχάρια Αφρική προς τη Λιβύη και στη συνέχεια στην Ιταλία μπορεί να αποφασίσουν πως οι συνθήκες είναι ώριμες και πάλι για να ξεκινήσουν εκ νέου τις δραστηριότητές τους κάτι που θα μπορούσε να κατακλύσει την αδύναμη και εύθραυστη κυβέρνηση της Λιβύης.
2. Η νυν κυβέρνηση της Λιβύης μπορεί επίσης να αποφασίσει πως μια νέα μεταναστευτική κρίση στην Ευρώπη είναι μια καλή ευκαιρία για να ζητήσει περισσότερα χρήματα και πόρους από την Ιταλία, προκειμένου να διατηρήσει τη συμφωνία μεταξύ των δυο πλευρών.
Μια σημαντική αύξηση των ελεύσεων μεταναστών θα έρχονταν σε μια πολύ δύσκολη στιγμή για την Ιταλία. Η χώρα αναμένεται πως θα εμφανίσει πολύ χαμηλή οικονομική ανάπτυξη το 2020, και η επίπτωση της συνεχιζόμενης επιδημίας του κορωνοϊού θα μπορούσε να οδηγήσει την οικονομία της χώρας σε ύφεση.
Οι αρχές στη Ρώμη πρόσφατα ανακοίνωσαν πακέτο τόνωσης προκειμένου να αντιμετωπιστεί η οικονομική επίπτωση της επιδημίας, αλλά μια μεταναστευτική κρίση θα δημιουργούσε επιπλέον προβλήματα στο ήδη ζορισμένο ταμείο της Ρώμης. Την ίδια ώρα ο ιταλικός κυβερνητικός συνασπισμός είναι εύθραυστος, και η Λέγκα, το κόμμα της αντιπολίτευσης που έχει μια ισχυρή αντιμεταναστευτική στάση, εμφανίζει καλές επιδόσεις στις δημοσκοπήσεις. Η διενέργεια πρόωρων εκλογών στην Ιταλία, εν μέσω μιας ύφεσης και μιας μεταναστευτικής κρίσης, οπωσδήποτε θα αύξανε τις πιθανότητες η Λέγκα να κερδίσει και να έλθει στην εξουσία –ένα αποτέλεσμα που θα τρόμαζε ακόμα περισσότερο τις χρηματαγορές και την ήδη κλονισμένη εμπιστοσύνη των επενδυτών, δεδομένου ότι ορισμένα από τα μέλη της Λέγκας έχουν πιέσει για έξοδο της Ιταλίας από την ευρωζώνη.