του Martin Sandbu
Πριν από την ανακοίνωση της ετυμηγορίας του ομοσπονδιακού δικαστηρίου της Γερμανίας για το πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας του 2015, ήταν διάχυτη η ανησυχία ότι μια αρνητική απόφαση θα είχε σοβαρές νομικές και οικονομικές προεκτάσεις. Εντέλει, οι δικαστές στην Καρλσρούη κατόρθωσαν να κάνουν κάτι ακόμα πιο επιβλαβές.
To δικαστήριο δεν έκρινε, «για την ώρα», παράνομη την ποσοτική χαλάρωση. Αντίθετα τοποθέτησε τρεις νάρκες κάτω από τα θεμέλια της ευρωπαϊκής νομικής τάξης.
Πρώτον, απορρίπτοντας τη νομική συλλογιστική του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου ως ανεπαρκή, ανέλαβε το ίδιο να ερμηνεύσει αυτό το νομικό πεδίο της Ε.Ε.
Δεύτερον, υιοθέτησε μια ερμηνεία που ανατρέπει τις αρχές των συνθηκών της Ε.Ε. και έρχεται σε σύγκρουση με τα νομικά κείμενα, αλλά και την πολιτική τους κατανόηση, συμπεριλαμβανομένης και της Γερμανίας.
Τρίτον, έδωσε στους γερμανικούς θεσμούς διορία τριών μηνών: αν ως τότε η ΕΚΤ δεν έχει συμμορφωθεί με το νέο δόγμα του δικαστηρίου, η Bundesbank και άλλες γερμανικές οντότητες απαγορεύεται να λάβουν μέρος στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Είναι δύσκολο να πει κανείς ποιο από τα τρία είναι το χειρότερο. Αλλά ας ξεκινήσουμε με τα οικονομικά ζητήματα που αφορούν την καρδιά του προβλήματος.
H βασική επιχειρηματολογία του δικαστηρίου της Καρλσρούης είναι πως η ΕΚΤ, όπως όλοι οι θεσμοί της Ε.Ε., περιορίζεται από την αρχή της «αναλογικότητας» στις συνθήκες: μπορεί μόνο να ασκήσει τις εξουσίες που της έχουν δοθεί στον βαθμό που είναι απαραίτητος για να επιτύχει τους στόχους της εντολής της.
Κάποιος θα μπορούσε να υποθέσει ότι αυτό σημαίνει πως το QE είναι νόμιμο, εφόσον είναι αναγκαίο για να επιτευχθεί ο στόχος της ΕΚΤ για τον πληθωρισμό. Η αποδοχή της αναγκαιότητας αυτής βρισκόταν στον πυρήνα της απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου το 2018 ότι το QE ήταν νόμιμο, δεδομένων των ασφαλιστικών δικλίδων ενάντια σε μια παραβίαση των περιορισμών της συνθήκης για «πιστωτικές γραμμές» σε κυβερνήσεις.
Αλλά η αντίληψη του δικαστηρίου της Καρλσρούης είναι πως η ΕΚΤ δεν θα έπρεπε να κάνει ό,τι είναι αναγκαίο για να εκπληρώσει την εντολή της, αλλά να το «ισοσταθμίσει» αυτό με παρενέργειες σε τομείς που ανήκουν στη δικαιοδοσία άλλων θεσμών. H EKT, αποφαίνεται το δικαστήριο, όφειλε να ζυγίσει τις σημαντικές οικονομικές επιπτώσεις και να τις ισοσταθμίσει με τις θετικές συνέπειες για την επίτευξη του στόχου της νομισματικής πολιτικής». Και οι «οικονομικές επιπτώσεις» που απασχολούν το δικαστήριο είναι το τροπάριο που έχει κάνει γνωστό το συντηρητικό άκρο της γερμανικής νομισματικής πολιτικής: με την άσκηση καθοδικών πιέσεων στα επιτόκια, το QE βοηθάει τις κυβερνήσεις, πλήττει «αποταμιευτές ή τους ασφαλισμένους» και επιτρέπει σε «οικονομικά μη βιώσιμες επιχειρήσεις να παραμείνουν στην αγορά».
Πρόκειται για οικονομικό αναλφαβητισμό. Όπως κατανόησε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, αλλά δεν φαίνεται να το έκανε το γερμανικό δικαστήριο, οποιαδήποτε χαλάρωση των χρηματοοικονομικών συνθηκών θα είχε τέτοιες επιπτώσεις. Είναι μέσω αυτών που επηρεάζει τον πληθωρισμό η νομισματική πολιτική.
Επιπλέον, το δικαστήριο διαπιστώνει πως «δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι έλαβε χώρα τέτοια προσπάθεια ισοστάθμισης» και απαιτεί η ΕΚΤ να «παράσχει τεκμηρίωση».
Κοίταξαν καθόλου οι δικαστές την ιστοσελίδα της ΕΚΤ και τα πρακτικά των συνεδριάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου που δημοσιεύονται εκεί;
To δικαστήριο καλεί τη γερμανική κυβέρνηση να διασφαλίσει ότι η ΕΚΤ θα υλοποιήσει την «αξιολόγηση της αναλογικότητας» και δεν θα επιτρέψει στην Bundesbank να συνεχίσει το QE, αν η ΕΚΤ δεν εκδώσει νέα απόφαση που θα ικανοποιεί το δικαστήριο εντός των επόμενων τριών μηνών. Πρόκειται για μια τρομακτική δήμευση εξουσίας -ενάντια στην ΕΚΤ αλλά, πάνω από όλα, ενάντια στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Η αμφισβήτηση του κύρους του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου με αίολα νομικά επιχειρήματα ήταν ως τώρα ίδιον του νομικού κατεστημένου στην Πολωνία και την Ουγγαρία. Προκαλεί μεγάλη ανησυχία ότι τώρα κάνει κάτι αντίστοιχο ένα γερμανικό δικαστήριο.
Τι θα σήμαινε μια αποδοχή του δόγματος της Καρλσρούης; Oι συνθήκες απαιτούν όντως από την ΕΚΤ να στηρίζει τις οικονομικές πολιτικές της Ε.Ε. (οι οποίες περιλαμβάνουν την ανάπτυξη, την απασχόληση, την οικονομική συνοχή), αλλά ως μια τρόπον τινά δεύτερη εντολή, σε πλήρη ευθυγράμμιση με τη σταθερότητα των τιμών και όχι σαν κάτι που πρέπει να «ισοσταθμιστεί» με κάτι άλλο.
Η λογική απόρροια του σκεπτικού του δικαστηρίου είναι, αντίθετα, ότι η ΕΚΤ θα έπρεπε να υπάγει την ανεξαρτησία της νομισματικής της πολιτικής στους δημοσιονομικούς και οικονομικούς στόχους της Ε.Ε.
Αυτό είναι απλά εσφαλμένο, αλλά το γεγονός ότι προέρχεται από τη Γερμανία είναι ειρωνικό.