του Γιώργου Παπανικολάου
Το «σοκ» που προξενεί στην ελληνική οικονομία η πανδημία είναι άνευ προηγουμένου. Αυτό προκύπτει αβίαστα από όλες σχεδόν τις προβλέψεις, που ανάγουν τη χώρα μας σε μεγαλύτερο οικονομικό «θύμα» του κορωνοϊού σε όλη την Ευρώπη. Κατά μεγάλο μέρος, λόγω της εξάρτησης του εθνικού προϊόντος από τον τουρισμό και τις μεταφορές, αλλά και λόγω εξάρτησης γενικότερα από την κατανάλωση προϊόντων και υπηρεσιών.
Κατά συνέπεια, τώρα δεν είναι ώρα για ευχολόγια αλλά για ρεαλιστικές, πρακτικές λύσεις. Οι οποίες όμως εκ της φύσεώς τους ίσως αφορούν περισσότερο το γραφείο του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη. Διότι με δεδομένη την πλήρη απασχόληση των υπουργείων με την καθημερινή διαχείριση των συνεπειών, σε όλο το εύρος της κοινωνίας και της αγοράς, είναι ίσως το μόνο που έχει τη δυνατότητα να κοιτάξει σε μακρύτερο ορίζοντα, την επόμενη μέρα που θέλει για την οικονομία.
Όταν όλοι σχεδόν οι παράγοντες της αγοράς αναγνωρίζουν ότι σε κρίσιμους τομείς το 2020 είναι πρακτικά χαμένο και ότι θα απαιτηθούν χρόνια για να γυρίσουμε στο… 2019, δεν γίνεται να αρκεστούμε σε λύσεις-τσιρότα, όπως η επιχορήγηση επιτοκίου (όταν για το δάνειο οι τράπεζες θα ζητήσουν τεράστιες εξασφαλίσεις), ούτε στη μοχλευμένη εγγύηση δανείων, όπου η μόχλευση κατεβάζει τη δήθεν εγγύηση του 80% σχεδόν στο 30%, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Ακόμη δε περισσότερο, όταν για μεγάλο αριθμό σημαντικών επιχειρήσεων, ο ήδη υφιστάμενος δανεισμός δεν αφήνει σημαντικά περιθώρια ανάληψης νέων χορηγήσεων. Όσοι ασχολούνται με τα οικονομικά γνωρίζουν ότι η υπερφόρτωση με δάνεια, πρακτικά, τρώει τις προοπτικές ανάπτυξης, δημιουργώντας αδυναμία για νέες επενδύσεις, το γνωστό φαινόμενο του debt overhang.
Η επιχείρηση μπορεί να έχει επιβιώσει αλλά, όπως το έλεγαν λαϊκά οι πατεράδες μας, «η φακή τρώει το λάδι» και οι προοπτικές εξανεμίζονται. Σε πολλές δε περιπτώσεις, δεν φτάνουμε καν στη διασφάλιση της επιβίωσης.
Σίγουρα δεν είναι αυτό που θέλουμε να συμβεί στην οικονομία μας, δηλαδή ο πολλαπλασιασμός των επιχειρήσεων που έχουν πρακτικά γίνει «ζόμπι» και ζουν μέρα τη μέρα στενάζοντας κάτω από το βάρος των τοκοχρεολυσίων.
Η συνταγή
Μια διέξοδος, δοκιμασμένη και στο παρελθόν σε χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, είναι η υποστήριξη σημαντικών επιχειρήσεων, μέσω της κρατικής συμμετοχής. Πριν κάποιοι από τους αναγνώστες τρομάξουν, να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν μιλάμε για την απόκτηση μετοχών με δικαιώματα ψήφου και την επακόλουθη επιρροή στη λήψη αποφάσεων, που όλοι ξέρουμε πώς καταλήγει στις περισσότερες περιπτώσεις (ρουσφέτια, προσλήψεις, αγκυλώσεις, δυστοκία στη λήψη αποφάσεων κ.λπ.).
Δεν μιλάμε για… κρατικοποιήσεις, με τον τρόπο που τις έχουμε εμπεδώσει στην Ελλάδα.
Υπάρχουν αρκετοί τρόποι με τους οποίους θα μπορούσε να εφαρμοστεί ένα τέτοιο μέτρο, όπως π.χ. με μετοχές ειδικής κατηγορίας, φερειπείν με προνομιούχες άνευ ψήφου, είτε με την έκδοση warrants, για μελλοντική εξάσκηση. Στην περίπτωση εισημένων επιχειρήσεων, τέτοιου είδους μέθοδοι είναι σχετικά απλές και δοκιμασμένες. Το αντικείμενο και η φύση του συγκεκριμένου κειμένου δεν επιτρέπει να μπούμε σε εκτενή περιπτωσιολογία, ωστόσο είναι δεδομένο, από την εμπειρία του εξωτερικού, ότι τέτοιες λύσεις υπάρχουν, είναι εφαρμόσιμες και έχουν εφαρμοστεί με επιτυχία. Στην περίπτωση μη εισηγμένων εταιρειών, τα πράγματα είναι πιο σύνθετα, αλλά και εκεί υπάρχουν λύσεις.
Τα βασικά πλεονεκτήματα είναι δύο: Πρώτον, ότι με τέτοιες λύσεις εξυγιαίνεται και ενισχύεται ο ισολογισμός της εταιρείας (αφού αυξάνονται τα κεφάλαια και όχι ο δανεισμός), ενώ μειώνεται το κόστος έναντι του δανεισμού. Το δεύτερο αφορά το γεγονός ότι εξασφαλίζεται γενναία συμμετοχή του κράτους στα μελλοντικά κέρδη, μειώνοντας έτσι μελλοντικά το δημοσιονομικό βάρος.
Κατά την άποψη αρκετών ειδικών, ένας τέτοιος μηχανισμός «κρατικής συμμετοχής» σε σημαντικές εταιρείες, διαφόρων κλάδων μεγάλης σημασίας, δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει αρκούντως αποτελεσματικά και αποδοτικά, εάν ανατεθεί στις τράπεζες. Διότι δεν αφορά το βασικό τους αντικείμενο. Δεν πρέπει δηλαδή να στηρίζεται σε τραπεζικά κριτήρια και πρακτικές, αλλά στα αντίστοιχα επενδυτικά.
«Ομπρέλα» για την ανάπτυξη αυτών των συμμετοχών, με βάση σαφή κριτήρια, θα μπορούσε να αποτελέσει το υπάρχον «Υπερταμείο», είτε το ΤΑΙΠΕΔ είτε ένας συνδυασμός των δύο, ο οποίος θα συνεργαστεί με τις πέντε μεγάλες ελεγκτικές εταιρείες, ενδεχομένως και με εταιρείες Investment Banking (που έχουν ειδίκευση στο αντικείμενο), για την απόκτηση, την παρακολούθηση και εντέλει τη μελλοντική αποεπένδυση από αυτές τις συμμετοχές.
Τα κριτήρια και οι αγκυλώσεις
Τα επιμέρους κριτήρια επιλογής και ο ακριβής καθορισμός των υποχρεώσεων που ενδεχομένως θα έχουν οι στηριζόμενες εταιρείες (εφόσον επιθυμούν να συμμετάσχουν οι ιδιοκτήτες τους) είναι θέματα που ασφαλώς θα πρέπει να καθοριστούν. Ο βασικός στόχος, όμως, θα πρέπει να είναι η διασφάλιση του μέλλοντος σε επιχειρήσεις μεγάλης σημασίας για κλάδους όπως π.χ. ο τουρισμός, οι μεταφορές και ενδεχομένως η παραγωγή υδρογονανθράκων, μέσα από τη διατήρηση του «επιχειρηματικού ταλέντου» που διαθέτουν οι διοικήσεις τους και τον συνδυασμό του με τη στήριξη του κράτους, προκειμένου να είναι σε θέση εκείνες να ανταγωνιστούν επιτυχώς.
Ασφαλώς θα πρέπει να υπάρχει αυστηρός έλεγχος των πεπραγμένων, για να προληφθούν τυχόν φαινόμενα εσκεμμένης κακοδιαχείρισης, σε καμία περίπτωση όμως δεν πρέπει να περάσουμε σε φαινόμενα αγκύλωσης ή εκ των υστέρων ποινικής αντιμετώπισης για την ανάληψη επιχειρηματικού ρίσκου, που θα αναλάμβανε οποιαδήποτε άλλη ιδιωτική εταιρεία, διότι τότε έχουμε ξεφύγει από τον σκοπό του όλου εγχειρήματος.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τέτοιου είδους πρακτικές δεν έχουν προηγούμενο στην Ελλάδα. Ομοίως όμως δεν έχει προηγούμενο και η κατάσταση με την οποία βρίσκεται αντιμέτωπη η οικονομία και οι επιχειρήσεις της χώρας μας, ιδίως εκείνες που καλούνται να λειτουργήσουν σε περιβάλλον διεθνούς ανταγωνισμού, με επιχειρήσεις άλλων χωρών. Αν αφεθούν απλώς να υπάρχουν, τότε σταδιακά θα τις συνθλίψει, όχι η πανδημία, αλλά η έλλειψη ανταγωνιστικότητας.
Το γεγονός ότι η «δημόσια διοίκηση», υποχρεωμένη από τις συνθήκες, έκανε άλματα νοοτροπίας αλλά και εφαρμογής, μέσα στο δίμηνο του lockdown (χρησιμοποιώντας τηλε-εργασία και νέες τεχνολογίες, αλλά και λαμβάνοντας πραγματικά γρήγορες αποφάσεις, έξω από το πλαίσιο της «κατεστημένης» πρακτικής), μας επιτρέπει να πιστέψουμε ότι υπό την αιγίδα του πρωθυπουργού, υπάρχει το περιθώριο για ρηξικέλευθες αποφάσεις για την ουσιαστική στήριξη της επιχειρήσεων και της οικονομίας, με νέους, περισσότερο αποτελεσματικούς αλλά και ανταποδοτικούς τρόπους.
Άλλωστε, ήδη είναι εμφανές ότι σχήματα κρατικής στήριξης ετοιμάζονται και σε άλλες χώρες, εντός και εκτός της Ευρώπης, με τη Γερμανία μάλιστα να πρωτοστατεί, χρησιμοποιώντας και εξαιρετικά ισχυρό λεξιλόγιο.