του Παύλου Ελευθεριάδη*
Η έντονη αντίδραση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας στην υπόθεση της αγοράς Κρατικών Ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι, δυστυχώς, απόλυτα εύλογη. Χωρίς καν να έχει υπάρξει διάδικος, η ΕΚΤ καλείται να εξηγήσει μέσα σε τρεις μήνες τη λογική της προηγούμενης απόφασής της, με την απειλή απόλυτης ακυρότητας, παρά το γεγονός ότι το Δικαστήριο της ΕΕ βρήκε ότι η απόφαση ήταν σε όλα νόμιμη.
Απορρίπτοντας την προσεκτικά θεμελιωμένη απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου της ΕΕ, και μάλιστα χρησιμοποιώντας απαξιωτικές εκφράσεις για αυτήν, όπως «αυθαίρετη» και «ακατανόητη», οι δικαστές της Καρλσρούης επέδειξαν τέτοια έλλειψη σωφροσύνης και σεβασμού που δεν έχει προηγούμενο στα νομικά χρονικά της ΕΕ.
Όπως εξήγησε στο «Βήμα» της περασμένης Κυριακής ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος, το Γερμανικό Δικαστήριο παραβίασε την πιο απλή αρχή του δικαίου της ΕΕ, ότι δηλαδή τα εθνικά δικαστήρια δεν κρίνουν την ακυρότητά ή μη μιας πράξης των οργάνων της ΕΕ. Η αρχή αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία στην ΕΕ, όπου λόγω της διεθνούς φύσης της χρειαζόμαστε ένα και μόνο δικαστήριο να λύνει τις νομικές διαφορές μας, και όχι είκοσι επτά.
Η γερμανική απόφαση είναι εξαιρετικά εκτεταμένη και περίπλοκη, το βασικό της σημείο όμως είναι απλό. Είπε ότι η Γερμανία δεν μπορεί να ανέχεται εσφαλμένες αποφάσεις του ΔΕΕ, ακόμη και αν αυτό το επιβάλλει το άρθρο 23 του Γερμανικού Συντάγματος, που αναγνωρίζει την ισχύ του δικαίου της ΕΕ στη Γερμανία. Το δικαστήριο επικαλέστηκε μια γενική αρχή που είναι κατά τη γνώμη του υπέρτερη του άρθρου 23, την οποία το δικαστήριο ονομάζει «συνταγματική ταυτότητα» του Βασικού Νόμου (Verfassungsidentitat des Grundgesetzes). Η μυστηριώδης αυτή αρχή, που δεν υπάρχει σε καμία άλλη χώρα και μέχρι πρόσφατα δεν έθετε προβλήματα στην συμμετοχή στην ΕΕ και στην ευρωζώνη, σημαίνει ότι ένα γερμανικό δικαστήριο δικαιούται να κρίνει όποτε θέλει αν η ΕΕ απειλεί τη «λαϊκή κυριαρχία».
Στη συγκεκριμένη περίπτωση το δικαστήριο έκρινε ότι η Γερμανία δεν μπορεί να μοιράζεται καμία εξουσία με ένα ξένο κράτος, όταν δεν την έχει δώσει ρητά, ιδίως για θέματα δημοσιονομικής φύσης. Συνεπώς το οποιοδήποτε σφάλμα ενός οργάνου της ΕΕ για θέματα οικονομικών εξουσιών ενδέχεται να παραβιάζει τη «συνταγματική ταυτότητα» και τη «λαϊκή κυριαρχία» στη Γερμανία.
Το επιχείρημα είναι δυστυχώς εσφαλμένο. Η λαϊκή κυριαρχία εκφράζεται στο Σύνταγμα, με τις ρητές προβλέψεις και πουθενά αλλού. Το Γερμανικό Σύνταγμα, όπως και το ελληνικό, αναγνωρίζει τη δεσμευτική συμμετοχή στους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Αποδέχεται ότι ορισμένα θέματα ανήκουν αποκλειστικά στην ΕΕ, όπως για παράδειγμα η επίλυση δικαστικών διαφορών για πράξεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Από όσο γνωρίζω, σε ολόκληρη της Ευρώπη η δημοκρατική νομιμοποίηση δεν εξαρτάται από την εικαζόμενη βούληση της «λαϊκής κυριαρχίας», όπως υποστήριζε ο Καρλ Σμιτ, που είναι ενδεχομένως ο θεωρητικός που εμπνέει τους Γερμανούς δικαστές, αλλά από τη συνταγματική νομιμότητα και μόνο.
Δυστυχώς, με το ξέσπασμα της κρίσης και την έγερση αιτημάτων για την αλληλεγγύη της Γερμανίας προς τις βεβαρημένες χώρες του Νότου, το δικαστήριο άρχισε να εγκαταλείπει την παραδοσιακή νομολογία του, εκφράζοντας την άποψη ότι η «λαϊκή κυριαρχία» απαιτεί την απόλυτη δημοσιονομική «αυτονομία» της Γερμανίας. Εγκατέλειψε όμως έτσι και την ευρωπαϊκή αντίληψη για την ερμηνεία του Συντάγματος στη βάση της απλής και προφανούς σημασίας των εννοιών που περιέχει.
Δεν υπάρχει άλλη επιλογή τώρα για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή από την άσκηση προσφυγής στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η επίλυση όμως αυτού του προβλήματος εξαρτάται αποκλειστικά από τον γερμανικό νομικό κόσμο και από το αν θα καταφέρει να πείσει τους δικαστές να εγκαταλείψουν τις ευφάνταστες θεωρίες τους περί «λαϊκής κυριαρχίας», που δήθεν δεν μοιράζεται ή εξουσιοδοτείται. Πρέπει ξανά να αποδεχτούν αυτό που ρητά ορίζει το άρθρο 23 του Συντάγματός τους: ότι η Γερμανία ήθελε και θέλει να παραμείνει υπεύθυνο μέλος της ΕΕ και της ευρωζώνης.
*καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης