του Πάνου Τσακλόγλου*
Στις αρχές της χρονιάς, η Ελλάδα έδειχνε να αφήνει οριστικά πίσω της μία δεκαετία κρίσης και να μπαίνει σε μονοπάτι σταθερής οικονομικής ανάπτυξης. Η πανδημία του COVID-19 ανέτρεψε πλήρως το σκηνικό. Παρά τον επιτυχημένο χειρισμό της πανδημίας από τη σκοπιά της δημόσιας υγείας, η χώρα μας βρίσκεται αντιμέτωπη με σειρά σοβαρών οικονομικών προκλήσεων.
Η παρούσα κρίση επηρεάζει δυσανάλογα τομείς με σημαντική συμβολή στο ΑΕΠ της χώρας (τουρισμός, εστίαση, λιανεμπόριο, διεθνείς μεταφορές). Αυτός είναι ο κύριος λόγος για τον οποίο διεθνείς οργανισμοί αναμένουν σημαντική ύφεση και αύξηση της ανεργίας φέτος. Πόσο σημαντική; Κανείς δεν είναι σε θέση να προβλέψει με βεβαιότητα, καθόσον αυτό εξαρτάται από σειρά εξωγενών παραγόντων ιατρικής φύσης.
Για να αμβλύνει τις επιπτώσεις της κρίσης η ελληνική κυβέρνηση έχει εφαρμόσει πολιτικές στήριξης των επιχειρήσεων και του εισοδήματος των νοικοκυριών. Οι πολιτικές αυτές, σε συνδυασμό με τις αυξημένες δαπάνες υγείας, την κατάρρευση των δημόσιων εσόδων λόγω ύφεσης και της πτώσης του ΑΕΠ, μπορούν να οδηγήσουν τον λόγο δημοσίου χρέους/ ΑΕΠ σε εφιαλτικά επίπεδα. Πόσο εφιαλτικά; Και αυτό εξαρτάται από το μέγεθος της ύφεσης.
Πάντως, λόγω του ότι το δημόσιο χρέος έχει αναδιαρθρωθεί τα προηγούμενα χρόνια και οι τρέχουσες ανάγκες χρηματοδότησής του είναι περιορισμένες αλλά και λόγω του ότι στις αρχές της κρίσης η χώρα διέθετε σημαντικό ταμειακό απόθεμα, οι επιπτώσεις στο καταγεγραμμένο δημόσιο χρέος μπορεί να μην είναι πολύ μεγάλες. Ακόμα και στην ακραία περίπτωση που χρειαστεί να γίνει σημαντικής έκτασης δανεισμός από τις αγορές, η συμμετοχή της χώρας μας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ ουσιαστικά διασφαλίζει ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται να μπει σε νέο Μνημόνιο όπως ισχυρίζονται ορισμένοι αναλυτές.
Σε αυτό βοηθά και η εισροή πόρων από κοινοτικές πηγές με προνομιακούς όρους (SURE, Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, στην ακραία και μάλλον απίθανη περίπτωση ESM). Ακόμα περισσότερες ελπίδες εναποτίθενται στο υπό δημιουργία Ταμείο Ανάκαμψης, ειδικά αν προχωρήσει η πρόταση Μέρκελ- Μακρόν για χρηματοδότηση μέσω επιχορηγήσεων αντί δανείων.
Η επόμενη μεγάλη πρόκληση αφορά την προσέλκυση επενδύσεων και, ιδιαίτερα, ξένων. Είναι λογικό ότι εν μέσω αβεβαιότητας που προκαλεί η κρίση πολλές επενδυτικές αποφάσεις αναβάλλονται για ευθετότερο χρόνο. Το στοίχημα εδώ είναι να μην χαθούν οριστικές επενδύσεις που είχαν προγραμματιστεί ή βρίσκονταν σε πολύ αρχικά στάδια.
Μία ακόμα πρόκληση που θα αντιμετώπιση η κυβέρνηση έχει να κάνει με την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για άρση των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων για την ανάσχεση της κρίσης. Ναι μεν η απόφαση αυτή ήταν αναγκαία, αλλά λόγω μεγάλων διακρατικών διαφορών στον διαθέσιμο δημοσιονομικό χώρο, κάποιες χώρες μπορούν να ενισχύσουν τις επιχειρήσεις τους πολύ πιο δραστικά από άλλες (όπως η Ελλάδα), με αποτέλεσμα μετά το τέλος της κρίσης, οι επιχειρήσεις της πρώτης ομάδας χωρών να έχουν σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Μέρος αυτής της ασυμμετρίας μπορεί να θεραπευθεί με χρήση πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, αλλά είναι αναγκαία η επαναφορά των κανόνων ανταγωνισμού το συντομότερο δυνατό μετά το τέλος της παρούσας κρίσης.
Η μεγαλύτερη πρόκληση είναι η επάνοδος σε υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης ήδη από το 2021. Η ασφαλέστερη οδός προς αυτή την κατεύθυνση θα είναι η παραμονή της χώρας στο μονοπάτι των μεταρρυθμίσεων και η σταδιακή αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της οικονομίας με έμφαση στα διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες. Το κύριο βάρος των μεταρρυθμίσεων θα πρέπει να πέσει στον εκσυγχρονισμό του δημοσίου τομέα- όπου είχαμε πολλές ευχάριστες εκπλήξεις εν μέσω πανδημίας- και στην απελευθέρωση της αγοράς προϊόντος.
*καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών