της Judy Dempsey
Είναι η επιθυμία επιστροφής στην κανονικότητα. Η δυνατότητα για ταξίδια. Για την επιστροφή των παιδιών στο σχολείο. Για την επίσκεψη σε γονείς και παππούδες. Συνάντησης με φίλους. Για να ακούσουμε και να δούμε ζωντανή μουσική και θέατρο. Για να περιπλανηθούμε στα μουσεία. Για φαγητό. Για να παρακολουθήσουμε αθλητικά γεγονότα.
Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες επανέρχονται με αργούς ρυθμούς από τα lockdowns, που επιβλήθηκαν προς περιορισμό του νέου κορονοϊού. Ήταν μια ασυνήθιστη περίοδος, κατά την οποία το κράτος εισέβαλλε βαθιά στην ιδιωτική ζωή των ανθρώπων, επιβάλλοντας μια σειρά περιορισμών που είναι άγνωστοι για τις δημοκρατικές χώρες σε εποχές ειρήνης. Ακόμα πιο ασυνήθης ήταν ο τρόπος με τον οποίο οι πολίτες δέχτηκαν τέτοιες παρεμβολές.
Τα lockdowns επιτάχυναν επίσης μια σημαντική γεωστρατηγική αλλαγή. Αφορά τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα. Και οι δύο συμμετέχουν σε μια επικίνδυνη μάχη, όπως συνέβησε και πριν από τον Ιανουάριο του 2020, όταν ο κορονοϊός εξαπλώθηκε από τη Γουχάν σε όλο τον κόσμο.
Ωστόσο, αυτός ο ανταγωνισμός δεν αφορά μόνο τις εμπορικές πρακτικές ή τη φορολογία. Πρόκειται για την επιρροή και κυριαρχία και των δύο πολιτικών συστημάτων. Αυτό το αδιέξοδο και αυτή η εξέλιξη θα έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην Ευρώπη.
Δεν αφορά την Ευρώπη, που είναι μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας, ή την απόφασή της σχετικά με το ποια πλευρά θα υποστηρίξει. Οι ευρωπαϊκές αξίες δεν είναι συμβατές με τον μονοκομματικό κομμουνιστικό τρόπο διακυβέρνησης της Κίνας. Και ο τρόπος με τον οποίο η Κίνα αντιμετώπισε την πανδημία και τις κριτικές, και ο τρόπος με τον οποίο προσπαθεί να συντρίψει την αυτονομία του Χονγκ Κονγκ, έχουν φθείρει την επιρροή της στην Ευρώπη. Ακόμη και αν οι Ευρωπαίοι είχαν κάποια αθώα ή καλή πρόθεση προς την Κίνα, αυτά τα αισθήματα έχουν χαθεί.
Στην ουσία, η Ευρώπη πρέπει να συμβιβαστεί, στρατηγικά, με τις μετα- κορονοϊό προσταγές. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε μια δικαιολογημένη πολιτική απέναντι στην Κίνα, ενώ ταυτόχρονα απορρίπτουμε κάθε αίσθημα χαιρεκακίας περί όσων συμβαίνουν στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Εκεί, ο τρόπος με τον οποίο ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Donald Trump, χειρίστηκε τον κορονοϊό και η αντίδρασή του απέναντι στους διαδηλωτές που διαμαρτύρονταν ενάντια στη δολοφονία του George Floyd από έναν αστυνομικό, έπληξε τη φήμη της Αμερικής, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Αναμφίβολα, η Κίνα και η Ρωσία θα ευχαριστηθούν την εμφανή αδυναμία της Αμερικής. Οι Ευρωπαίοι πρέπει να ανησυχήσουν βαθιά. Τα οικονομικά και πολιτικά δεινά της Αμερικής επηρεάζουν την ανθεκτικότητα της Δύσης.
Σε οικονομικό επίπεδο, η Ε.Ε. - και ιδιαίτερα η Γερμανία - μπορεί ως ένα βαθμό να προστατευθεί από αυτό που συμβαίνει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι Ευρωπαίοι έχουν δημιουργήσει μεγάλα πακέτα διάσωσης, έτσι ώστε η ένωση να ανακάμψει από την πανδημία, που επηρέασε αρνητικά την ανάπτυξη και είχε καταστροφικές επιπτώσεις σε πολλούς τομείς.
Ο βαθμός ανάκαμψης θα είναι κρίσιμος για την πολιτική και κοινωνική σταθερότητα της ένωσης. Δεν αρκεί όμως μόνο η οικονομική ανάκαμψη. Στον μετα- κορονοϊό κόσμο, η Ευρώπη θα πρέπει να αποφασίσει πώς θα προστατευθεί, δια παντός.
Εάν δεν υπάρξει σημαντική επιδείνωση των σχέσεων μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και των συμμάχων στο ΝΑΤΟ, η Ουάσιγκτον θα συνεχίσει να παρέχει την ασφάλειά της στην Ευρώπη. Και αν υπάρχουν κάποιες ευρωπαϊκές φωνές που είναι τόσο αντιαμερικανικές ώστε δεν θέλουν αυτήν την εγγύηση ασφάλειας, η ιδέα της Ευρώπης προς μια πολιτική στρατηγικής αυτονομίας - ορόσημο κατά το 2019 - είναι μη βιώσιμη. Ο ίδιος ο όρος ήταν σε κάθε περίπτωση αντιφατικός: η Ευρώπη δεν ενεργεί στρατηγικά και, εξάλλου, στερείται στρατιωτικών και πολιτικών μέσων για μια τέτοιου είδους αυτονομία.
Πρώτον, αυτό που μπορεί να κάνει η Ευρώπη όσον αφορά την άμυνά της στον μετα- κορονοϊό κόσμο είναι να ενισχύσει την ανθεκτικότητά της, ειδικά στους τομείς της ασφάλειας στον κυβερνοχώρο, της ενέργειας και των υποδομών και – πάνω απ’ όλα– να προετοιμαστεί για τον επόμενο επιδημικό ιό. Αυτό σημαίνει επενδύσεις στο υγειονομικό σύστημα, εντός και εκτός Ευρώπης.
Δεύτερον, πρέπει να προστατεύει τα στρατηγικά της πλεονεκτήματα, ιδίως τα κέντρα εφοδιασμού, τη φαρμακευτική βιομηχανία και τα δίκτυα τηλεπικοινωνιών. Το τελευταίο αφορά το θέμα της διαμάχης σχετικά με την «Huawei».
Ο κινεζικός τιτάνας τηλεπικοινωνιών άσκησε πιέσεις στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να συμμετάσχουν στην ανάπτυξη 5G δικτύων κινητής τηλεφωνίας. Αλλά ο χειρισμός της Κίνας ως προς την πανδημία του κορονοϊού, οι απροκάλυπτες εκστρατείες παραπληροφόρησης στην Ευρώπη και η προειδοποίηση του Trump προς τους Ευρωπαίους να μην δώσουν στην «Huawei» ένα τέτοιο βήμα σε κρίσιμες υποδομές, ωθεί σε σημαντική επανεξέταση μεταξύ των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, ως προς την ασφάλειά τους.
Αυτή είναι μια από τις συνέπειες της πανδημίας. Αλλάζει τον ορισμό της ασφάλειας και, ιδίως, τον ορισμό της ήπιας ισχύος.
Η Ευρώπη πρέπει να είναι σε θέση να βελτιώσει την ανθεκτικότητά της και να αντιμετωπίσει αυτά τα νέα ζητήματα ασφάλειας. Αλλά αυτό που δεν θα αλλάξει στον μετα- κορονοϊό κόσμο είναι - με λίγες εξαιρέσεις - η απροθυμία των Ευρωπαίων να αποδεχθούν την «σκληρή» ισχύ.
Οι διαμάχες λίγο έξω από την Ε.Ε., στα ανατολικά και νότια - απλώς σκεφτείτε τη Λιβύη, το Σαχέλ και τον ξεχασμένο πόλεμο στη Συρία - θα έχουν τεράστιες επιπτώσεις στην ασφάλεια της Ευρώπης. Η προσφυγική κρίση, ένα άλλο ξεχασμένο θέμα κατά τη διάρκεια της πανδημίας, θα επανέλθει σε μια απροετοίμαστη Ευρώπη.
*ανώτατο στέλεχος, «Carnegie Europe» και αρχισυντάκτρια, «Strategic Europe»
**πρώτη δημοσίευση: carnegieeurope.eu