του Φίλιππου Σαχινίδη*
Η πρόταση της ΕΕ για το Ταμείο Ανάκαμψης και οι εκτιμήσεις για το ποσό που μπορεί να διεκδικήσει η Ελλάδα δημιούργησαν ένα κλίμα αισιοδοξίας. Αν η πρόταση δεν αλλάξει, η Ελλάδα θα εξασφαλίσει σημαντικούς πόρους. Η πρόκληση για την κυβέρνηση της ΝΔ είναι πώς θα τους αξιοποιήσει για να μετασχηματιστεί η οικονομία και να επιτευχθεί η μέγιστη δυνατή πολλαπλασιαστική επίδραση των πόρων αυτών. Ο στόχος που πρέπει να τεθεί είναι να έχουμε μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης πάνω από 2,5% αντί για 1% που προέβλεπαν οι εκτιμήσεις πριν από την κρίση πανδημίας.
Σύμφωνα με την πρόταση της ΕΕ, αν αυτή δεν τροποποιηθεί κατά τις διαπραγματεύσεις με τα κράτη- μέλη και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η κυβέρνηση θα ετοιμάσει ετήσιο σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας. Σε αυτό θα ενσωματώνονται μεταξύ άλλων και οι προτεραιότητες του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου για τη χώρα. Με τις προτάσεις που θα περιλαμβάνει, η χώρα θα διεκδικήσει τις επιχορηγήσεις ή και τα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης. Αυτό θα αξιολογείται από την ΕΕ με διαφανή κριτήρια και η εκταμίευση των επιχορηγήσεων θα γίνεται με βάση την επίτευξη των στόχων που θα τεθούν. Το εγχείρημα της προετοιμασίας του εθνικού σχεδίου είναι απαιτητικό. Με πολύ αυστηρά ενδιάμεσα και τελικά χρονικά ορόσημα για την υποβολή των προτάσεων και την εκταμίευση. Αν αυτά δεν τηρηθούν, διατρέχουμε τον κίνδυνο να μην απορροφήσουμε το σύνολο των επιχορηγήσεων.
Τα προηγούμενα χρόνια η χώρα πήρε πολλά κονδύλια από την ΕΕ. Η αξιοποίησή τους σε αρκετές περιπτώσεις δεν ήταν η καλύτερη δυνατή. Οι επενδυτικές προτάσεις που θα καταθέσει τώρα η κυβέρνηση θα πρέπει να συμβαδίζουν με τις στοχεύσεις της ΕΕ για μια πράσινη και ψηφιακή οικονομία. Οι επιχορηγήσεις πρέπει να χρησιμοποιηθούν κυρίως για να καλυφθεί το τεράστιο έλλειμμα υποδομών που δημιουργήθηκε στα χρόνια της κρίσης εξαιτίας των περικοπών στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων προκειμένου να επιτευχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι. Να δοθεί έμφαση στις επενδύσεις στην παιδεία, στην υγεία και στην επανεκπαίδευση των εργαζομένων. Επιπρόσθετα, θα πρέπει να επικεντρώνονται στους τομείς εκείνους που η χώρα εμφανίζει συγκριτικά πλεονεκτήματα. Η χώρα έχει μια τελευταία ίσως ευκαιρία για να αποκτήσει μια οικονομία ισόρροπη, εξωστρεφή και βιώσιμη. Να μην εξαρτάται υπερβολικά από έναν τομέα όπως τώρα με τον τουρισμό.
Τώρα είναι η ευκαιρία να προχωρήσουν πολλές μεταρρυθμίσεις. Όταν ξέσπασε η κρίση το 2010, η αντιπολίτευση και οι κοινωνικοί εταίροι δεν συναίνεσαν ούτε συμμετείχαν σε διάλογο για τις προοπτικές της χώρας παρά την πρόκληση της τότε κυβέρνησης. Η περιοριστική δημοσιονομική πολιτική που εφαρμόσθηκε με τις περικοπές εισοδημάτων καθιστούσε αντιδημοφιλή κάθε διαρθρωτική αλλαγή. Το αποτέλεσμα ήταν η χώρα να πληρώσει μεγάλο τίμημα σ όρους απολεσθέντος εισοδήματος και θέσεων εργασίας που καταστράφηκαν.
Σήμερα η κυβέρνηση οφείλει να προχωρήσει σε ειλικρινή διάλογο με την αντιπολίτευση και τους κοινωνικούς εταίρους για την επόμενη ημέρα της χώρας. Ο διάλογος θα αποτρέψει μια νέα πόλωση και τις αδιέξοδες αντιπαραθέσεις της προηγούμενης δεκαετίας. Κυβέρνηση, αντιπολίτευση και κοινωνικοί εταίροι θα κριθούν από τη στάση που θα τηρήσουν σε αυτή την κρίσιμη στιγμή. Μετά από μία χαμένη δεκαετία αυτό είναι το χρέος που έχουμε απέναντι στις παρούσες αλλά και στις επόμενες γενιές.
*πρώην υπουργός