του Θοδωρή Πελαγίδη*
Τα προβλήματα της διαρθρώσεως των αγορών της ελληνικής οικονομίας αποτελούν τον βασικό πυρήνα των μέχρι σήμερα σχετικών αναλύσεων. Πρόκειται για πεδία της μικροοικονομικής που ορθώς παρατηρούν τις εγχώριες στρεβλώσεις των επιμέρους αγορών της ελληνικής οικονομίας από την πλευρά της προσφοράς, στρεβλώσεις και ακαμψίες που πράγματι οδηγούν σε χαμηλή διεθνή ανταγωνιστικότητα. Παρά την ολοκλήρωση πολλών, κατά τα άλλα, αναγκαίων μεταρρυθμίσεων στα πεδία αυτά κατά την τελευταία δεκαετία, μεταρρυθμίσεων που έχουν διορθώσει πολλές από τις στρεβλώσεις αυτές, η οικονομική μεγέθυνση παρέμεινε εξαιρετικά αδύναμη. Σε αυτό βέβαια συνετέλεσαν βασικά λάθη στην οικονομική πολιτική, κορωνίδα των οποίων αποτελεί την τελευταία περίοδο της προηγούμενης δεκαετίας η προ-κυκλική πολιτική των δημοσιονομικών πρωτογενών υπερ-πλεονασμάτων. Η ανεπαρκής οικονομική μεγέθυνση σημειώθηκε, μάλιστα, παρά και το γεγονός ότι οι τιμές των παραγωγικών συντελεστών είναι πλέον πολύ χαμηλές ενώ και η ρύθμιση του δημοσίου χρέους έχει γίνει με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους. Ετσι, η ανάκαμψη παρέμεινε περιορισμένη με δυσμενείς επιπτώσεις στην απασχόληση, τα εισοδήματα, τις επενδύσεις.
Εν τω μεταξύ, διεθνώς, η εμφάνιση της πανδημίας έχει αναδείξει τα χαρακτηριστικά μιας οικονομικής νόσου που στη σχετική βιβλιογραφία ονομάζεται μακροχρόνια, δομική στασιμότητα (secular stagnation). Πρόκειται για μια έννοια που έχει εισηγηθεί ο καθηγητής του Χάρβαρντ Alvin Hansen περί τα τέλη της δεκαετίας του ’30, μια παραλλαγή της κεϋνσιανής θεωρίας της ισορροπίας υποαπασχόλησης, την οποία έφερε ξανά στο προσκήνιο ο επίσης καθηγητής του Χάρβαρντ Larry Summers, με τη γνωστή, κλασική πλέον ομιλία του στο IMF, στις 8 Νοεμβρίου του 2013.
Η συγκέντρωση και η έκδοση των κειμένων που συμπεριλαμβάνονται στο βιβλίο που ο υπογράφων δημοσιεύει (Ιούλιος), έχει σκοπό να αναδείξει μια πλευρά της αδύναμης ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας που συνήθως υποτιμάται, δεν αναφέρεται ή και αγνοείται. Η ελληνική οικονομία παρουσιάζει, όλο και πιο έντονα, χαρακτηριστικά σαν αυτά που προκαλούν τη μακροχρόνια, δομική στασιμότητα. Οπωσδήποτε με ιδιαιτερότητες. Αλλά σε κάθε περίπτωση, η αδυναμία της δαπάνης γίνεται όλο και πιο φανερή. Και μάλιστα, όχι μόνο της κρίσιμης επενδυτικής δαπάνης αλλά και της καταναλωτικής, αν και η τελευταία παρουσιάζεται ποσοστιαία στο ΑΕΠ υψηλά, χάριν όμως μόνο του γεγονότος ότι η αντίστοιχη επενδυτική δαπάνη είναι εξαιρετικά αδύναμη. Η ελληνική οικονομία παρουσιάζει επίσης χαρακτηριστικά που πρέπει στο πλαίσιο αυτό να προσεχθούν. Ο πληθωρισμός είναι μηδενικός, ενώ οι επενδύσεις συνεχίζουν να υστερούν δραματικά παρά τη σημαντική άνοδο των καταγεγραμμένων αποταμιεύσεων στις τράπεζες αν και τα επιτόκια είναι μηδενικά -χωρίς να συνυπολογίζονται οι αποταμιεύσεις που διατηρούνται είτε εκτός εγχωρίου τραπεζικού συστήματος, είτε σε θυρίδες και «στρώματα». Το δραματικό δημογραφικό μας πρόβλημα είναι, επίσης, άλλος ένας σχετικός βασικός παράγων της δομικής στασιμότητας.
Η έλευση του κορωνοϊού έχει μάλιστα εντείνει τα χαρακτηριστικά αυτά. Η αύξηση των καταθέσεων στις τράπεζες τους πρώτους τέσσερις μήνες του 2020 φτάνει τα 5,9 δισ. Η δε αντίστοιχη αύξηση στις ευρωπαϊκές καταθέσεις για το 2020 προβλέπεται να πλησιάσει τα 400 δισ. ευρώ. Η υστέρηση της δαπάνης, η οποία εντείνεται λόγω σοβαρών εστιών αβεβαιότητος όπως η συνεχιζόμενη πανδημία (COVID-19), αναδεικνύει δε και το πρόβλημα της «ιαπωνοποίησης» της Ευρώπης, ασθένεια που παρεπιδημεί ως μετάσταση, αλλού λιγότερο, αλλού περισσότερο, σε κάθε χώρα-μέλος. Είναι μάλιστα η ένταση της ασθένειας αυτής που έχει οδηγήσει σε πρωτοφανείς διευκολυντικές νομισματικές και επεκτατικές δημοσιονομικές πολιτικές την ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική από τις οποίες τουλάχιστον η χώρα μας επιδιώκει - και σωστά - να ωφεληθεί τα μέγιστα. Και το συντομότερο δυνατόν με στόχο πρωτίστως να τονωθεί η ζήτηση για επενδύσεις.
*καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, NR Senior Fellow, Brookings Institution, US