του Παναγιώτη Παπάζογλου*
Η πανδημία του COVID-19, μια υγειονομική κρίση με τεράστιες οικονομικές, κοινωνικές και ανθρωπιστικές προεκτάσεις, χτύπησε την ελληνική οικονομία στη φάση που ετοιμαζόταν να μπει στον δρόμο της ανάκαμψης, μετά από μία δεκαετή περίοδο δημοσιονομικής προσαρμογής. Οι ελληνικές επιχειρήσεις κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις της πανδημίας, την ώρα που πολλές από αυτές επιχειρούσαν τον ριζικό τους μετασχηματισμό, για να αποτελέσουν την ατμομηχανή της αναπτυξιακής προσπάθειας της χώρας.
Οι ελληνικές τράπεζες, από την πλευρά τους, καλούνται να ενισχύσουν τη ρευστότητα των επιχειρήσεων, τη στιγμή που ετοιμάζονταν για το μεγάλο βήμα στην προσπάθεια μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Δεν γνωρίζουμε ακόμη την πλήρη έκταση των επιπτώσεων της πανδημίας στην ελληνική οικονομία, καθώς αυτές θα εξαρτηθούν και από τον βαθμό ελέγχου του ιού παγκοσμίως, τον ρυθμό ανάκαμψης της διεθνούς οικονομίας, αλλά και τα ευρωπαϊκά προγράμματα στήριξης που συζητιούνται αυτές τις μέρες. Ωστόσο, όπως και με την υγειονομική αντιμετώπιση της κρίσης, οι δικές μας αποφάσεις και πολιτικές θα κρίνουν τελικά την έκβαση αυτής της προσπάθειας.
Στην ΕΥ, προσεγγίζουμε το ζήτημα της αντίδρασης των επιχειρήσεων στην κρίση, εστιάζοντας, σχηματικά, σε τρεις επάλληλες φράσεις: το «σήμερα», το «αύριο» και το «μετέπειτα».
Το «σήμερα», αφορά, κυρίως, την προστασία της ανθρώπινης ζωής, τη δημιουργία ενός μηχανισμού διαχείρισης των κινδύνων και των αλλαγών στον τρόπο εργασίας, καθώς και τη διασφάλιση βραχυπρόθεσμης ρευστότητας και στοιχειώδους οικονομικής σταθερότητας.
Η φάση αυτή, που μπορούμε βάσιμα να ελπίζουμε ότι στη χώρα μας ολοκληρώνεται σύντομα, μας έδειξε ξεκάθαρα ποιες ήταν οι επιχειρήσεις που ανταποκρίθηκαν καλύτερα: ήταν κυρίως αυτές που είχαν προχωρήσει στον ψηφιακό τους μετασχηματισμό, είχαν ενσωματώσει διαδικασίες διαχείρισης κρίσεων και είχαν επενδύσει στην εκπαίδευση και την επικοινωνία με το ανθρώπινο δυναμικό τους.
Η αποφασιστικότητα και η προσαρμοστικότητα, ήταν τα βασικά ζητούμενα σε αυτή τη φάση.
Το «αύριο», αφορά, ουσιαστικά, την επανεκκίνηση υπό συνθήκες ακραίας αβεβαιότητας και μεταβλητότητας. Βασικές προτεραιότητες είναι η προσαρμογή των επιχειρησιακών λειτουργιών στα νέα δεδομένα και η ενίσχυση της ανθεκτικότητας των επιχειρήσεων. Στους μήνες που έρχονται, οι επιχειρήσεις θα πρέπει να επανεξετάσουν τα κόστη τους, να θωρακίσουν την εφοδιαστική τους αλυσίδα, να αποκαταστήσουν τους διαύλους επικοινωνίας με τους πελάτες, να ενισχύσουν την ευελιξία του ανθρώπινου δυναμικού, και να προχωρήσουν στον εξορθολογισμό των εταιρικών δομών και του χαρτοφυλακίου τους.
Οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν «ψηθεί» σε τέτοιου είδους αλλαγές, από την εμπειρία τους στα χρόνια της δεκαετούς κρίσης που προηγήθηκε, και είναι, ενδεχομένως, καλύτερα προετοιμασμένες για να ανταπεξέλθουν σε αυτή τη φάση. Πρόκειται, όμως, για ένα δύσκολο εγχείρημα, που θα πρέπει να ολοκληρωθεί σε σύντομο διάστημα, καθώς και τον ίδιο μετασχηματισμό θα επιχειρούν και οι διεθνείς ανταγωνιστές τους. Εάν τα τελευταία δέκα χρόνια οι ελληνικές επιχειρήσεις άντεξαν έναν «μαραθώνιο», τώρα, λίγο μετά τον τερματισμό, πρέπει να τρέξουν ένα «κατοστάρι».
Η μεγάλη, όμως, πρόκληση για την ελληνική οικονομία είναι η προετοιμασία για το «μετέπειτα», η προσαρμογή, δηλαδή, στη νέα κανονικότητα που δημιούργησε η πανδημία. Ο κόσμος μας, άλλαξε μέσα σε διάστημα λίγων εβδομάδων, με τρόπους που η γενιά μας δεν είχε ξαναζήσει, συμπαρασύροντας τις αντιλήψεις μας για την εργασία, τις μετακινήσεις, την κατανάλωση, τη διασκέδαση και την αποταμίευση.
Παράλληλα, η κρίση θα εντείνει πιθανότατα την αμφισβήτηση της παγκοσμιοποίησης, καθώς πολλές χώρες θα αναζητήσουν πλησιέστερες και ασφαλέστερες πηγές για μια σειρά από είδη πρώτης ανάγκης. Η πανδημία, τέλος μας ευαισθητοποίησε περισσότερο για την απειλή της κλιματικής αλλαγής, αφού ζήσαμε για δύο μήνες σε πόλεις με καθαρότερη ατμόσφαιρα, αλλά και για ζητήματα κοινωνικών ανισοτήτων, καθώς έπληξε πολύ πιο έντονα τους κοινωνικά αδύναμους.
Σύμφωνα με έρευνα της ΕΥ, που μόλις ολοκληρώθηκε, για τα χαρακτηριστικά της επιχειρηματικής ηγεσίας, η πανδημία ανέδειξε, επίσης, ένα νέο μοντέλο ηγεσίας που συνδυάζει το όραμα για το αύριο, με την ικανότητα να δίνει αποτελεσματικές λύσεις στα προβλήματα. Μία ηγεσία που εμπνέει , ακούει και κινητοποιεί, ιδιαίτερα τους νέους εργαζόμενους.
Οι επιχειρήσεις κρίθηκαν στη διάρκεια της πανδημίας από τον τρόπο που στήριξαν και προστάτεψαν τους ανθρώπους τους, και είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικό ότι, σύμφωνα με την έρευνά μας, οι εργαζόμενοι αισθάνονται πιο κοντά στις επιχειρήσεις τους μετά τη δοκιμασία αυτή.
Αυτό είναι το πρότυπο ηγεσίας που θα ξεχωρίσει στα χρόνια που έρχονται και θα επιτρέψει στις ελληνικές επιχειρήσεις να συνεισφέρουν στην επανεκκίνηση και τον επανασχεδιασμό της οικονομίας. Σε μία συμβολική κίνηση, το φετινό βραβείο του Έλληνα «Επιχειρηματία της Χρονιάς» της ΕΥ, απονεμήθηκε στο σύνολο της ελληνικής επιχειρηματικότητας, για να αναδείξει ακριβώς αυτόν τον κρίσιμο ρόλο που καλείται να επιτελέσει.
Από την πλευρά της, η ελληνική Πολιτεία θα πρέπει να προσαρμόσει τις πολιτικές της στην νέα πραγματικότητα, και ιδιαίτερα την πολιτική προσέλκυσης επενδύσεων, οι οποίες κρίνονται απαραίτητες για να αντιμετωπίσουμε επιτυχώς το «μετέπειτα».
Ένα είναι σίγουρο- εάν αντιδράσουμε έγκαιρα στα διδάγματα της κρίσης, μπορούμε να τη μετατρέψουμε σε ευκαιρία.
*διευθύνων σύμβουλος της ΕΥ Ελλάδας