του Άδωνι Γεωργιάδη*
Αναλαμβάνοντας τη διοίκηση του υπουργείου Ανάπτυξης & Επενδύσεων, στις πρώτες συναντήσεις που είχα με τους εκπροσώπους των επιχειρήσεων και δη των εξαγωγικών, είχα χαρακτηρίσει την αύξηση των εξαγωγών «εθνικό στόχο».
Με τις εξαγωγές στην Ελλάδα να ανέρχονται σε ποσοστό 37% του ΑΕΠ, όταν ο μέσος ευρωπαϊκός όρος είναι 48%, εθνικός στόχος καθίσταται, αυτονόητα, η αύξηση των ελληνικών εξαγωγών -τουλάχιστον- στον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η εξαιρετική επίδοση των ελληνικών εξαγωγών το 2019 και το γεγονός ότι κατάφεραν το πρώτο τετράμηνο του 2020, παρά την καραντίνα και τις δυσκολίες στις μεταφορές, να κλείσουν σε θετικό έδαφος, με άνοδο 1,1%, καταδεικνύουν από τη μία ότι το έδαφος είναι γόνιμο και από την άλλη ότι ακριβώς η ενίσχυση της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας δεν μπορεί να επιτευχθεί εν κενώ.
Είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη βελτίωση του γενικότερου οικονομικού και επιχειρηματικού περιβάλλοντος, την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, την αποκατάσταση της αξιοπιστίας της χώρας διεθνώς, τη διευκόλυνση των επενδύσεων, την ενθάρρυνση της έρευνας και της καινοτομίας και τη σύνδεσή της με την παραγωγή.
Η εξωστρέφεια είναι, λοιπόν, βασικός πυλώνας του νέου παραγωγικού μοντέλου στο οποίο έχουμε αρχίσει από τον Ιούλιο του 2019 να μετασχηματίζουμε την ελληνική οικονομία με εξαιρετικά ενθαρρυντικά αποτελέσματα, τα οποία θα είχαν γίνει ακόμη πιο αισθητά εάν φυσικά δεν μεσολαβούσε η μεγαλύτερη κρίση στον πλανήτη μετά το κραχ του 1929 και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Επειδή, όμως, όπως έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες «ουδέν κανό αμιγές καλού», με τον υποδειγματικό τρόπο με τον οποίο η Ελλάδα διαχειρίστηκε την κρίση του COVID-19 σε υγειονομικό επίπεδο, πέραν της προφανούς σπουδαιότητας για την ανθρώπινη ζωή και υγεία, κατάφερε να πετύχει μια ομολογουμένως θεαματική άνοδο της εμπιστοσύνης προς τη χώρα μας.
Το άλλοτε «μαύρο πρόβατο» της Ευρωζώνης έχει πλέον εξελιχθεί σε χώρα-πρότυπο όσον αφορά την αντιμετώπιση της πανδημίας που έπληξε όλες τις χώρες του κόσμου, με τα διθυραμβικά ρεπορτάζ και αφιερώματα των μεγαλύτερων μέσων ενημέρωσης του πλανήτη ναείναι πλέον καθημερινά.
Αυτό το ανυπολόγιστης αξίας rebranding που πέτυχε η Ελλάδα ως χώρα ασφαλής, σοβαρή και αξιόπιστη, είναι βέβαιο ότι θα έχει θετικές επιπτώσεις στην οικονομία και ιδιαίτερα στις εξαγωγές, καθώς αυτή η εξαιρετικά καλή εικόνα της χώρας μας θα συνοδεύει τα προϊόντα μας στις αγορές όλης της υφηλίου αυξάνοντας την αξία τους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι λόγω ακριβώς αυτής της επιτυχούς αντιμετώπισης της πανδημίας, η Ελλάδα είναι σε θέση να διοργανώσει και φέτος τη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, τον κατ’ εξοχήν θεσμό εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας, την ώρα μάλιστα που σε ολόκληρο τον πλανήτη τέτοιου είδους μαζικά γεγονότα ακυρώνονται. Με λιγότερους επισκέπτες προφανώς, αλλά η ΔΕΘ θα πραγματοποιηθεί και μάλιστα με τιμώμενη χώρα τη Γερμανία, που αποτελεί τη σημαντικότερη οικονομία της Ευρωζώνης, τον σημαντικότερο εταίρο της Ελλάδας σε όλα τα επίπεδα και βεβαίως χώρα-κλειδί για τις ελληνικές εξαγωγές. Από τη Γερμανία προγραμματίζεται για τη ΔΕΘ μεγάλη επιχειρηματική αποστολή με b2b συναντήσεις με ελληνικές επιχειρήσεις.
Όλα αυτά λαμβάνουν χώρα στο στέρεο έδαφος που διαμορφώνουν οι μεταρρυθμίσεις, οι πρωτοβουλίες και τα έργα της κυβέρνησης του Κυρ. Μητσοτάκη στην οικονομία:
-Απλοποιήσαμε και επιταχύναμε τις αδειοδοτικές διαδικασίες για τις επιχειρήσεις. Πρακτικά, για μια στρατηγική επένδυση άνω των 40 εκατ. ευρώ η αδειοδότηση μέσω της συγκέντρωσης όλων των διαδικασιών στο υπουργείο Ανάπτυξης & Επενδύσεων επιτυγχάνεται σε διάστημα μόλις 20 ημερών, χρονικό διάστημα που δεν διαφέρει από τις άλλες προηγμένες οικονομικά χώρες και ομολογουμένως φαίνεται εξωπραγματικό για τη χώρα μας όταν στο παρελθόν απαιτούνταν χρόνια -συνήθως πολλά χρόνια. Και για τις υπόλοιπες, μικρότερου προϋπολογισμού, επενδύσεις, όμως, ο χρόνος αδειοδότησης έχει μειωθεί αισθητά.
-Ταυτόχρονα, ξεκολλήσαμε εμβληματικές επενδύσεις που παρέμειναν στα συρτάρια για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αυτές τις ημέρες μάλιστα έχει γίνει η εκκίνηση των έργων στο Ελληνικό, στην Κασσιόπη της Κέρκυρας, στο Kilada στην Αργολίδα, στο Mirum στην Ελούντα της Κρήτης καθώς και των νέων επενδύσεων στο Costa Navarino στην Πύλο. Εκτός από την προφανή σημασία των συγκεκριμένων, πολύ μεγάλων και σύνθετων επενδυτικών σχεδίων για την οικονομία και τη συμβολή τους στη δημιουργία εκατοντάδων θέσεων εργασίας, η υλοποίησή τους αποτελεί ταυτόχρονα και ισχυρό μήνυμα στην παγκόσμια επιχειρηματική κοινότητα ότι το επενδυτικό περιβάλλον στην Ελλάδα βελτιώθηκε και η κυβέρνηση εννοεί απολύτως όσα λέει.
-Προχωρήσαμε περί τα 400 έργα και επενδύσεις συνολικού προϋπολογισμού 5 δισ. ευρώ στους τομείς των στρατηγικών επενδύσεων, των Συμπράξεων Δημόσιου-Ιδιωτικού Τομέα ΣΔΙΤ και των επιχειρηματικών σχεδίων που εντάσσονται στον Αναπτυξιακό Νόμο.
-Επιταχύναμε σημαντικά την απορρόφηση των πόρων του ΕΣΠΑ με αιχμή τις δράσεις επιχειρηματικότητας. Από τον Ιούλιο 2019 έως τον Ιούνιο 2020 εγκρίθηκαν και εντάχθηκαν νέα έργα συνολικού προϋπολογισμού 4 δισ. ευρώ, υπογράφηκαν συμβάσεις ύψους 2,2 δισ. ευρώ κι έγιναν πραγματικές πληρωμές της τάξεως των 2,2 δισ. ευρώ.
-Δώσαμε ιδιαίτερη βαρύτητα στην έρευνα και την καινοτομία υπερτριπλασιάζοντας τα φορολογικά κίνητρα για δαπάνες σε Έρευνα και Ανάπτυξη, προωθώντας τεχνολογικά πάρκα και ενισχύοντας ερευνητικά κέντρα.
-Ξεκινήσαμε την ουσιαστική μείωση των φορολογικών συντελεστών και του μη μισθολογικού κόστους για τις επιχειρήσεις. Λόγω της ενσκήψασας πανδημίας, οι προγραμματισμένες καινούργιες μειώσεις προφανώς μετατίθενται χρονικά, αλλά η βούληση της κυβέρνησης είναι να υλοποιηθούν με τον ρυθμό και στον βαθμό που τα δημόσια οικονομικά θα το επιτρέπουν και χωρίς βεβαίως να τεθεί σε κίνδυνο η δημοσιονομική ισορροπία της χώρας μας.
Αυτήν την ισορροπία διαφυλάξαμε και την περίοδο της καραντίνας όταν σχεδιάσαμε και υλοποιήσαμε το μεγαλύτερο πρόγραμμα στήριξης της οικονομίας, μ’ ένα πλέγμα ουσιαστικών μέτρων και παρεμβάσεων για την επιχειρηματικότητα και την εργασία, συνολικούύψους 24 δισ. ευρώ.
Βασικός πυλώνας σ’ αυτό το πρόγραμμα η παροχή ρευστότητας στην αγορά. Αναπτύσσοντας και ενεργοποιώντας σε χρόνο - ρεκόρ σύγχρονα χρηματοδοτικά εργαλεία (Ταμείο Εγγυοδοσίας, ΤΕΠΙΧ ΙΙ, επιστρεπτέα προκαταβολή, επιδότηση επιτοκίου ενήμερων δανείων), συμβάλλουμε ενεργά στην παροχέτευση μέσω του τραπεζικού συστήματος στην ελληνική οικονομία ρευστότητας ύψους 15 δισ. ευρώ. Πρόκειται για το ιστορικά μεγαλύτερο ποσό σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, αν και βεβαίως οι ανάγκες είναι πολύ μεγάλες.
Όλα αυτά έχουν προφανή θετική επίδραση και στις εξαγωγικές επιχειρήσεις, η στήριξη και ενίσχυση των οποίων είναι σε υψηλή προτεραιότητα για την κυβέρνηση, στο πλαίσιο του ευρύτερου φιλοεπιχειρηματικού προσανατολισμού της πολιτικής μας.
Δεν πρέπει να υπάρχει, όμως, καμία αμφιβολία ότι έχουμε μπροστά μας δρόμο δύσκολο και ανηφορικό καθώς το 2020 η ύφεση θα είναι μεγάλη. Θέλουμε και εργαζόμαστε, όμως, ώστε από το 2021 και μετά η Ελλάδα να επιτύχει ισχυρή ανάκαμψη και, όπως τα κατάφερε και εξέπληξε τον πλανήτη στην υγειονομική φάση της κρίσης, να μπορέσει να τον καταπλήξει και στην οικονομία με εξαιρετικές εξαγωγικές επιδόσεις.
*υπουργός Ανάπτυξης & Επενδύσεων