των Νίκου Καραμούζη και Μανόλη Μιχαλιού*
Η ανθρωπότητα και η Ελλάδα αντιμετωπίζουν σήμερα μια πρωτόγνωρη πολυεπίπεδη κρίση που δημιούργησε η πανδημία COVID-19, προκαλώντας άνευ προηγουμένου αρνητικές και υφεσιακές οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις. Πλέουμε σε αχαρτογράφητα νερά και με μεγάλη αβεβαιότητα, όσο δεν εντοπίζονται αποτελεσματικοί μέθοδοι θεραπείας και πρόληψης (φάρμακα, εμβόλιο). Οι κεντρικές τράπεζες και οι κυβερνήσεις παγκοσμίως προχώρησαν στην ανάληψη πρωτόγνωρων μέτρων στήριξης των πληττόμενων οικονομιών, επιχειρήσεων και νοικοκυριών.
Είναι κοινώς αποδεκτό ότι η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και η επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης στο νέο δυσμενές περιβάλλον και η αναγκαία εκ του παραλλήλου επιτυχής αντιμετώπιση των σοβαρών προβλημάτων που μας κληροδότησε η προηγούμενη κρίση χρέους, προϋποθέτουν μια ισχυρή και διατηρήσιμη ανάκαμψη των δημόσιων, ιδιωτικών και ξένων επενδύσεων, καταγράφοντας μάλιστα εντυπωσιακούς ρυθμούς διψήφιας μεταβολής ετησίως. Είναι μια μεγάλη και απαιτητική πρόκληση, σπάνια για μια χώρα.
Κομβικό και καθοριστικό παράγοντα για την ανάκαμψη των συνολικών επενδύσεων αποτελούν η πορεία και οι επενδυτικές πρωτοβουλίες των ελληνικών επιχειρήσεων. Στηριζόμενοι σε βάση δεδομένων της Grant Thornton από 17.000 επιχειρήσεις (πλην χρηματοπιστωτικών) με τζίρο άνω των 200.000 ευρώ ετησίως για το έτος 2018, επιχειρούμε να χαρτογραφήσουμε τα κεντρικά χαρακτηριστικά του ελληνικού επιχειρείν και τις δυνατότητές του να πρωταγωνιστήσει στην απαιτούμενη επενδυτική ανάταξη της χώρας και τη διαμόρφωση προϋποθέσεων ισχυρής εξωστρεφούς αναπτυξιακής πορείας.
Το πρώτο χαρακτηριστικό εύρημα είναι το εντυπωσιακά μικρό κατά μέσον όρο μέγεθος της ελληνικής επιχείρησης από τις μικρότερες στην Ευρωζώνη. Υστερεί δηλαδή, ceteris paribus, στον διεθνή ανταγωνισμό, στην επίτευξη οικονομιών κλίμακος και την εξωστρεφή μεσοπρόθεσμη αναπτυξιακή στρατηγική. Με βάση τα ανωτέρω στοιχεία, ο μέσος τζίρος των επιχειρήσεων είναι 10 εκατ. ευρώ, με κέρδη προ φόρων, αποσβέσεων και τόκων (EBITDA), 883.000 ευρώ, ίδια κεφάλαια 5,3 εκατ. ευρώ και δανεισμό 3,4 εκατ. ευρώ. Υπάρχουν μόλις 449 επιχειρήσεις με τζίρο άνω των 50 εκατ. ευρώ και 3.675 επιχειρήσεις με τζίρο άνω των 5 εκατ. ευρώ. Οι επιχειρήσεις με τζίρο έως 200.000 ευρώ ετησίως αντιπροσωπεύουν το 50% του συνόλου εργασιών των νομικών επιχειρηματικών μονάδων, όπως δημοσιεύονται στην ΕΛΣΤΑΤ.
Χρειάζεται να υλοποιήσουμε πλέγμα μέτρων και κινήτρων, που θα ενθαρρύνουν τη δημιουργία ισχυρότερων εταιρικών σχημάτων και συνεργασιών, με εξωστρεφή και επενδυτικό προσανατολισμό και δυνατότητες, γιατί η ελληνική αγορά που αποτελεί μόνο το 1,3% της αγοράς της Ευρωζώνης, είναι πολύ μικρή για να στηρίξει ισχυρές επιχειρήσεις.
Περιορίζοντας την περίμετρο του δείγματος, οι σχετικά μεγαλύτερες 11.000 ελληνικές επιχειρήσεις (με τζίρο μεγαλύτερο των 800.000 ευρώ), δεν ήταν υπερδανεισμένες κατά μέσον όρο το 2018. Αυτό προκύπτει από την αξιολόγηση τριών βασικών δεικτών υπερχρέωσης: α) το καθαρό χρέος / EBITDA < 3, β) το καθαρό χρέος / ίδια κεφάλαια < 1 και γ) υποχρεώσεις τόκων / EBITDA < 3. Επιπροσθέτως, 4.291 επιχειρήσεις του δείγματος (39% του συνόλου) έχουν μηδενικό δανεισμό, οι δε δανειακές υποχρεώσεις των επιχειρήσεων αυτών αποτελούν μόνο το 42% των συνολικών υποχρεώσεων, καταδεικνύοντας τη χρηματοοικονομική υγεία και τις πολύ ικανοποιητικές δυνατότητες εσωτερικής χρηματοδότησης κυρίως μέσω κεφαλαίων κίνησης. Τα αποτελέσματα δεν αλλάζουν όταν αξιολογούμε και το συνολικό δείγμα.
Το θετικό εύρημα είναι πως οι ελληνικές επιχειρήσεις, έχουν σημαντικά περιθώρια δανεισμού για επενδυτικές και αναπτυξιακές δραστηριότητες, όταν η οικονομία ανακάμψει και οι προσδοκίες και το κλίμα βελτιωθούν.
Παρότι πρόκειται για ένα πολύ αισιόδοξο εύρημα, διατηρούμε μια επιφύλαξη για την ποιότητα των δημοσιευμένων στοιχείων. Τα ίδια κεφάλαιά τους, ίσως δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματική χρηματοοικονομική τους κατάσταση, διότι αρκετές φορές, βάσει της εμπειρίας μας, τα στοιχεία του ενεργητικού (π.χ. άυλα, απαιτήσεις κατά τρίτων και αποθέματα) είναι «φουσκωμένα». Αυτό απαιτεί σοβαρές αλλαγές εσωτερικού και εξωτερικού ελεγκτικού πλαισίου, κυρίως για τις μικρότερες επιχειρήσεις. Μια καλύτερη και πληρέστερη λογιστική απεικόνιση των ισολογισμών, θα ενίσχυε την αξιοπιστία, διαμορφώνοντας καλύτερες δυνατότητες διεθνούς δραστηριοποίησης, ανάπτυξης εργασιών και άντληση πόρων για τις επιχειρήσεις, με ευρύτερα οφέλη για την αγορά.
Ωστόσο, παρά τη γενικά καλή, κατά μέσον όρο, εικόνα των ελληνικών επιχειρήσεων, υπάρχει ένα τμήμα τους, που αντιμετωπίζει λόγω της προγενέστερης δημοσιονομικής κρίσης, σοβαρά προβλήματα υπερχρέωσης. Έτσι, δημιουργούνται στρεβλώσεις και αθέμιτος ανταγωνισμός στην αγορά, δεσμεύονται σημαντικοί πόροι σε στάσιμες επιχειρήσεις παρεμποδίζοντας την εξυγίανση κλάδων και τη διαμόρφωση μιας υγιούς αναπτυξιακής πορείας.
Από τις 11.000 επιχειρήσεις με τζίρο άνω των 800.000 ευρώ στο δείγμα, 4.589 επιχειρήσεις ή το 41%, πληρούν ένα από τα τέσσερα κριτήρια χρηματοοικονομικής υπερχρέωσης (καθαρό χρέος / EBITDA > 6 ή αρνητικό EBITDA, συνολικές χρεώσεις / ίδια κεφάλαια > 3, δανειακές υποχρεώσεις /ίδια κεφάλαια > 2 ή αρνητικά ίδια κεφάλαια και οι τοκοφόρες υποχρεώσεις μικρότερες από λειτουργικά κέρδη). Επιπλέον, το 10,2% του συνόλου, ήτοι 1.117 επιχειρήσεις, είναι χρηματοοικονομικά πιο επιβαρυμένο και πληροί δύο από τα τέσσερα παραπάνω κριτήρια υπερχρέωσης, καθιστώντας επιτακτική τη χρηματοοικονομική του εξυγίανση. Οι 4.589 επιχειρήσεις που πληρούν τουλάχιστον ένα από τα τέσσερα κριτήρια υπερχρέωσης, αντιπροσωπεύουν τζίρο 67 δισ. ευρώ περίπου, καθαρό δανεισμό 30 δισ. ευρώ, καταγράφουν ζημίες προ φόρων ύψους κοντά στα 2 δισ. ευρώ και αποτελούν τον πυρήνα του προβλήματος για το τραπεζικό σύστημα. Σε σχετικά χειρότερη κατάσταση βρίσκονται μικρότερες επιχειρήσεις με τζίρο από 800.000 - 5.000.000 ευρώ, ενώ 16 κλάδοι της οικονομίας αντιμετωπίζουν τα μεγαλύτερα προβλήματα με αρνητικό περιθώριο καθαρού κέρδους, μεταξύ αυτών οι κατηγορίες επίπλου, ξύλου, κλωστοϋφαντουργίας, εμπορίας μετάλλων, εκδόσεων Τύπου και τηλεόρασης, διασκέδασης, ναυπηγείων και βιομηχανικών και συγκεκριμένων αγροτικών προϊόντων.
Αντιθέτως, το 58% του δείγματος ή 6.408 επιχειρήσεις παρουσιάζει χρηματοοικονομική υγεία και σημαντικές δυνατότητες άντλησης κεφαλαίου και υλοποίησης επενδύσεων. Καταγράφονται υψηλά περιθώρια λειτουργικής κερδοφορίας (καθαρό περιθώριο +15%), ιδιαιτέρως ικανοποιητικά κέρδη προ φόρων και διαθέτει 6 δισ. ευρώ ρευστότητα, ενώ 4.109 επιχειρήσεις έχουν αρνητικό καθαρό δανεισμό. Πρόκειται για τον «σκληρό πυρήνα» της υγιούς επιχειρηματικότητας που μπορεί να αποτελέσουν τη στέρεη βάση της νέας αναπτυξιακής μας πορείας.
Οι κλάδοι με τους ισχυρότερους χρηματοοικονομικούς δείκτες και σημαντικές αναπτυξιακές δυνατότητες το 2018 ήταν οι τηλεπικοινωνίες, ο τουρισμός, οι αποθηκεύσεις προϊόντων, τα ποτά, οι υπηρεσίες μεταφορών, η βιομηχανία μη μεταλλικών ορυκτών, η πληροφορική, η βιομηχανία πλαστικών και ελαστικών, το εμπόριο ιατρικών προϊόντων και υπηρεσιών και τα προϊόντα καπνού.
Η Grant Thornton Ελλάδος επιχειρεί μια πρώτη αποτίμηση των επιδράσεων της COVID-19 στις ελληνικές επιχειρήσεις και την οικονομία, καταλήγοντας στα ακόλουθα συμπεράσματα: το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ) θα μειωθεί κατά 8,5% το 2020, με δραματική επίπτωση στους κλάδους του τουρισμού, μεταφορών, χονδρικού εμπορίου, καταλυμάτων και εστίασης. Το 69% του συνόλου του κύκλου εργασιών των ελληνικών επιχειρήσεων επλήγη άμεσα από την πανδημία, ενώ επιχειρήσεις που παράγουν κύκλο εργασιών ύψους 32,9 δισ. ευρώ διέκοψαν τη λειτουργία τους. Αρχικές εκτιμήσεις για το 2021 προβλέπουν ότι για τις 17.000 επιχειρήσεις ο τζίρος τους θα μειωθεί κατά 12,4% το 2020, η λειτουργική τους κερδοφορία κατά 39% και η ρευστότητά τους κατά 5,6 δισ. ευρώ.
Τέλος, ένα από τα μεγάλα προβλήματα για τις σύγχρονες ελληνικές επιχειρήσεις είναι η ξεπερασμένη και αναποτελεσματική δομή και λειτουργία της εταιρικής τους διακυβέρνησης. Αυτό αφορά και τις εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών, αλλά και τις μη εισηγμένες εταιρείες. Η κακοδιαχείριση, η έλλειψη αποτελεσματικών ελέγχων, συστημάτων διαχείρισης κινδύνων, διαφάνειας, ορθών κανόνων λειτουργίας, αξιοπιστίας και πληρότητας των δημοσιευμένων οικονομικών καταστάσεων, δεν δημιουργούν αυξανόμενη εταιρική αξία, δεν ενισχύουν το επενδυτικό κλίμα, υπονομεύουν την εμπιστοσύνη επενδυτών και τραπεζών, περιορίζοντας την πρόσβασή τους σε ευρεία γκάμα πηγών εγχώριας και διεθνούς χρηματοδότησης. Η εμφάνιση των προβλημάτων –έχουμε πρόσφατες οδυνηρές εμπειρίες– δημιουργεί ταυτόχρονα σοβαρά ζητήματα οικονομικά, κοινωνικά και θέματα αθέμιτου ανταγωνισμού τραυματίζοντας, την επενδυτική εικόνα της χώρας και του συνόλου εντέλει της επιχειρηματικής κοινότητας στο εξωτερικό. Η Grant Thornton, σε πρόσφατη μελέτη για την ποιότητα της εταιρικής διακυβέρνησης στην Ελλάδα, βασισμένη σε ερωτηματολόγιο προς 400 ελληνικές επιχειρήσεις, καταλήγει σε ευρήματα που όχι μόνο επιβεβαιώνουν τα παραπάνω σοβαρά ζητήματα, αλλά και αναδεικνύουν τον ρόλο της σύγχρονης εταιρικής διακυβέρνησης και λειτουργίας, για την επενδυτική και παραγωγική ανάταξη.
Αποτελεί ιδιαίτερα θετική εξέλιξη, εφόσον αποφευχθούν υπερβολές, η ψήφιση του νέου ολοκληρωμένου, αλλά αυστηρότερου και απαιτητικότερου νομοσχεδίου εταιρικής διακυβέρνησης για τις εισηγμένες εταιρείες στο Χρηματιστήριο Αθηνών.
Η ποιότητα εταιρικής διακυβέρνησης, σε συνδυασμό με τους αναγκαίους ελέγχους αφορά ασφαλώς και τις μη εισηγμένες επιχειρήσεις και πρωτίστως τις τράπεζες και τις αγορές που τις χρηματοδοτούν. Θα ήταν θετική εξέλιξη αν ενσωμάτωναν στα πιστοδοτικά τους κριτήρια όλες τις παραπάνω παραμέτρους, εξέλιξη που θα αναβάθμιζε σημαντικά τις δυνατότητες και τις προοπτικές του ελληνικού επιχειρείν.
Πλειάδα ελληνικών επιχειρήσεων, σε συνθήκες πολέμου της προηγούμενης δεκαετίας, όχι μόνο επιβίωσε, αλλά μπορεί με όραμα, επενδυτικό πρόγραμμα και ικανή διοίκηση να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην πορεία ανάταξης της χώρας. Η υγιής επιχειρηματικότητα ζητεί ανταγωνιστικό, ελκυστικό και επενδυτικό παραγωγικό πλαίσιο λειτουργίας, εφάμιλλο των χωρών που προσφέρουν ανταγωνιστικούς φορολογικούς συντελεστές, ασφαλιστικές εισφορές, κόστος χρήματος, ενέργειας και κόστος εργασίας. Ζητεί άρση των εμποδίων και της γραφειοκρατίας, σύγχρονες υποδομές, ψηφιοποίηση και αναβάθμιση της δημόσιας διοίκησης, αποτελεσματική και σύγχρονη δικαιοσύνη, παιδεία, υγεία, σύγχρονους σταθερούς θεσμούς και εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό με τις αναγκαίες δεξιότητες. Αυτά τα χιλιοειπωμένα και προφανή παραμένουν η μεγάλη πρόκληση της οικονομικής πολιτικής.
*πρόεδρος της Grant Thornton Ελλάδος, executive chairman της SMERemediumCap και partner της Grant Thornton Ελλάδος
**πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Η Καθημερινή»