του Βασίλη Κώτση
Ως ευκαιρία που παρουσιάζεται μόνο μία φορά χαρακτηρίζουν παράγοντες της αγοράς την εισροή 72 δισ. ευρώ τα επόμενα επτά χρόνια στην Ελλάδα από το Ταμείο Ανάκαμψης της Ευρωπαϊκής Ενωσης και το νέο ΕΣΠΑ, επισημαίνοντας πως η σωστή αξιοποίησή τους μέσα από ένα συγκροτημένο σχέδιο θα «αλλάξει την Ελλάδα».
Πρώτος ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης δήλωσε πως: «Δεν έχουμε καμία πρόθεση να σκορπίσουμε τα χρήματα με την ανεμελιά του νεόπλουτου», αντιλαμβανόμενος τη μεγάλη ευθύνη που θα έχει η κυβέρνησή του ως προς τη σωστή κατανομή των κοινοτικών πόρων.
Θεωρούν σημαντικό πως η διαχείριση και εποπτεία της χρηματοδότησης θα γίνεται από την Κομισιόν και δεν θα συνοδεύεται από ασφυκτικούς όρους, όπως αυτούς που επέβαλε το ΔΝΤ στην Ελλάδα τα προηγούμενα χρόνια. Πρέπει όμως και η ίδια η κυβέρνηση να αναπτύξει αυστηρούς ελεγκτικούς μηχανισμούς ώστε τα κεφάλαια να αξιοποιηθούν με κριτήριο τη μακροπρόθεσμη, και όχι συγκυριακή, ανάπτυξη της χώρας.
Πλεονεκτήματα
Ολοι συμφωνούν πως θα πρέπει να επιτευχθεί σταδιακά η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου, με στόχευση στην ανάπτυξη κλάδων με συγκριτικά πλεονεκτήματα. Να δοθούν κριτήρια για εξαγορές και συγχωνεύσεις ώστε να αποκτήσουν κρίσιμο μέγεθος οι ελληνικές επιχειρήσεις, ενώ δεν θα πρέπει να παραμεληθούν οι βιώσιμες επιχειρήσεις που επιβαρύνονται από κόκκινα δάνεια, εντοπίζοντας αυτές που αξίζουν να αναχρηματοδοτηθούν, καθώς σχεδόν όλα τα προγράμματα που ανακοινώνονται έως σήμερα εστιάζουν μόνο στις ενήμερες επιχειρήσεις.
Μεγάλη ευθύνη της κυβέρνησης θα είναι η αύξηση της απορροφητικότητας των κονδυλίων του ΕΣΠΑ που διαχρονικά αποτελεί την αχίλλειο πτέρνα της δημόσιας διοίκησης, αφού, ως γνωστόν, εάν τα κονδύλια δεν απορροφηθούν στο χρονικό διάστημα που πρέπει, επιστρέφουν στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό.
Η Ελλάδα από το 1980 έως σήμερα έχει ξοδέψει 160 δισ. ευρώ κοινοτικά κονδύλια χωρίς η οικονομία μας να έχει πετύχει την επιδιωκόμενη σύγκλιση με τις άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες. Τα διαθρωτικά προγράμματα είχαν ως βασικό προσανατολισμό την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των μεσαίων και μικρών επιχειρήσεων (ΜμΕ) με την υπόλοιπη ΕΕ. Ωστόσο, ύστερα από 40 χρόνια στην ενωμένη Ευρώπη και έχοντας ξοδέψει ένα ΑΕΠ, οι ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις εξακολουθούν να έχουν το 50% της παραγωγικότητας των αντίστοιχων της ΕΕ.
Μεγάλη ευκαιρία
Τα χρήματα αυτά σπαταλήθηκαν δίνοντας έμφαση στις επιδοτήσεις και στην κατανάλωση και όχι στην παραγωγή. Είναι μια μεγάλη ευκαιρία λοιπόν για την Ελλάδα τα 71,7 δισ. ευρώ (32,7 δισ. από το Ταμείο Ανάκαμψης και 38 δισ. από το νέο ΕΣΠΑ 2021-2027) που θα εισρεύσουν στη χώρα την επόμενη επταετία για να αλλάξουν το οικονομικό μοντέλο κα να διορθώσουν τις αστοχίες του παρελθόντος.
Πρόσφατα ο ΣΕΒ ανέφερε πως η πανδημία ανέτρεψε τα επενδυτικά προγράμματα πολλών επιχειρήσεων, με το 2020 να βρίσκει τη χώρα με δυόμισι φορές λιγότερες επενδύσεις από το 2008 συνολικά.
To πακέτο του Ταμείου Ανάκαμψης θα ανέλθει σε 750 δισ. ευρώ. Επιχορηγήσεις είναι τα 390 δισ. ευρώ και 360 δισ. ευρώ τα δάνεια. Στην Ελλάδα αναλογούν 19,5 δισ. επιχορηγήσεις και 13,2 δισ. δάνεια. Μαζί με τα 38 δισ. ευρώ του νέου ΕΣΠΑ εξαφαλίζουν για την Ελλάδα μια εισροή 10 δισ. ευρώ ετησίως για τα επόμενα επτά χρόνια. Τα 71,7 δισ. αντιστοιχούν στο 36% του ΑΕΠ. Ενα τεράστιο ποσό που με τις κατάλληλες πολιτικες και πρωτοβουλίες θα μπορέσει να αλλάξει την Ελλάδα.
H κυβέρνηση θα πρέπει να καταθέσει μέχρι τις 15 Οκτωβρίου το εθνικό σχέδιο. Θα χρειαστεί δηλαδή πρόταση συγκεκριμένων μεταρρυθμίσεων που είναι συνδεδεμένες με επενδύσεις. Με εξαίρεση τα χρήματα που θα δοθούν για τις δαπάνες λόγω COVID-19, οι εκταμιεύσεις των κεφαλαίων για τη χώρα μας, όπως άλλωστε και για τα υπόλοιπα κράτη, θα ξεκινήσουν από το 2021 και μετά.
*πρώτη δημοσίευση: www.tovima.gr