του Robin Harding
Το εθνικό χρέος έχει αποτελέσει πηγή έμπνευσης για ένα εκατομμύριο βαρετές ομιλίες και μόνο ένα έξυπνο σχόλιο. «Αν κάτι δεν μπορεί να συνεχιστεί για πάντα, θα σταματήσει», σύμφωνα με τον νόμο του Στάιν.
Παίρνοντας το συγκεκριμένο όνομα από τον οικονομολόγο Χέρμπερτ Στάιν, σύμβουλο του Αμερικανού προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον, αρχικά αφορούσε το ισοζύγιο πληρωμών αλλά χρησιμοποίησε την ίδια ακριβώς φράση το 1986, για να προειδοποίησε το Κογκρέσο πως το ομοσπονδιακό χρέος δεν μπορεί να αυξηθεί χωρίς όριο.
Στην αντίδρασή τους στην κρίση της Covid-19, οι κυβερνήσεις του κόσμου φαίνεται να προτίθενται να δοκιμάσουν τον νόμο του Στάιν. Η φετινή αύξηση του δημόσιου χρέους δεν έχει προηγούμενο σε μη πολεμική περίοδο. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, ο τεράστιος δανεισμός, μαζί με την οικονομική συρρίκνωση, θα οδηγήσει σε αύξηση του χρέους των ΗΠΑ κατά περισσότερο από 30 ποσοστιαίες μονάδες, στο 140% του ΑΕΠ. Οι μακροπρόθεσμες προβλέψεις για το χρέος σε πολλές χώρες είναι ζοφερές. Το ΔΝΤ λέει πως το παγκόσμιο δημόσιο χρέος θα φτάσει στο υψηλότερο επίπεδο στην καταγεγραμμένη ιστορία, ξεπερνώντας και την κορυφή που είχε αγγίξει μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Αυτό φαίνεται να προμηνύει καταστροφή και να απαιτεί διορθωτική ενέργεια. Όμως ενώ το υψηλότερο δημόσιο χρέος έχει κόστος -ιδιαίτερα εάν εμποδίζει την ικανότητα αντίδρασης σε μια μελλοντική κρίση-, δεν υπάρχει λόγος για άμεση ανησυχία. Το «ασφαλές» ή βιώσιμο επίπεδο εθνικού χρέους είναι κάτι ασαφές και πιθανότατα έχει αυξηθεί λόγω της βουτιάς των παγκόσμιων επιτοκίων.
Δεδομένης της επείγουσας ανάγκης αντίδρασης στην Covid-19 και του κινδύνου διολίσθησης σε μαζική ανεργία, εάν οι κυβερνήσεις σταθούν στο περιθώριο, ορθά αφήνουν τις ανησυχίες για το χρέος για άλλη μέρα.
Ο υπολογισμός ενός ασφαλούς επιπέδου δημόσιου χρέους είναι δύσκολος, διότι η βιωσιμότητα εξαρτάται τόσο από τα επιτόκια όσο και από τον ρυθμό της οικονομικής ανάπτυξης. Αν τα επιτόκια είναι 2% και η οικονομία αναπτύσσεται με ρυθμό 3%, για παράδειγμα, τότε το μόνο που έχει να κάνει μια χώρα είναι να κάτσει και να περιμένει. Όσο δεν δανείζεται άλλα, τότε το χρέος σταδιακά θα ελαχιστοποιηθεί και θα φτάσει στο τίποτα συγκριτικά με το μέγεθος της οικονομίας. Αντιθέτως, αν τα επιτόκια αυξηθούν πάνω από την οικονομική ανάπτυξη, τότε ακόμα και τα μικρά χρέη μπορούν να ξεφύγουν.
Έτσι, οι προσπάθειες για να εκτιμηθούν τα όρια του χρέους μετατρέπονται σε μαντεψιές για το αν θα αυξηθούν και τα επιτόκια. Αυτό είναι δύσκολο. Μια προσπάθεια του ΔΝΤ να υπολογίσει τα όρια του χρέους το 2015 κατέληξε ότι η Ιαπωνία και η Ιταλία έχουν μηδενικό περιθώριο για άλλο δανεισμό. Και οι δύο χώρες, ωστόσο, έχουν δανειστεί τεράστια ποσά φέτος. Σε ένα σημαντικό έγγραφο του 2019, που αφήνει να εννοηθεί πως τα κόστη του δημόσιου χρέους είναι μικρότερα απ’ όσο εκτιμήθηκε προηγουμένως, ο πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ Ολιβιέ Μπλανσάρ υποστηρίζει πως τα επιτόκια γενικά ήταν χαμηλότερα των ρυθμών ανάπτυξης και ως εκ τούτου, «το υψηλότερο χρέος μπορεί να μην υποδηλώνει υψηλότερο δημοσιονομικό κόστος».
Επί του παρόντος, η ονομαστική οικονομική ανάπτυξη στις ΗΠΑ προβλέπεται γύρω στο 4% μακροπρόθεσμα. Συγκριτικά η απόδοση του 10ετούς Treasury είναι 0,65%, με τις αγορές futures να υποδηλώνουν πως τα επιτόκια θα παραμείνουν χαμηλά. Αυτό υποδηλώνει πως υπάρχει περιθώριο προτού το χρέος γίνει πρόβλημα. Αν τα επιτόκια πράγματι αρχίσουν να αυξάνονται, τότε οι ΗΠΑ πιθανότατα θα έχουν κάποιο χρονικό περιθώριο να προσαρμόσουν, ως αντίδραση, τη δημοσιονομική τους πολιτική.
Αφού τα όρια του χρέους είναι τόσο δύσκολο να υπολογιστούν, οι οικονομολόγοι συχνά κοιτάζουν τα ιστορικά δεδομένα. Οι Κένεθ Ρογκόφ και Κάρμεν Ράινχαρτ βρήκαν πως οι ρυθμοί ανάπτυξης πέφτουν όταν το χρέος φτάνει στο 90% του ΑΕΠ. Ένας μεταπτυχιακός φοιτητής βρήκε λάθη στην εργασία τους, ωστόσο παρόμοια αποτελέσματα έχουν βγει και σε άλλες μελέτες.
Μεγαλύτερη αμφιβολία υπάρχει ως προς το εάν τα προηγούμενα περιστατικά υψηλού χρέους μετά από πολέμους ή εάν οι μικρές οικονομίες έχουν σχέση με το σήμερα. Δεδομένου το πόσες πολλές χώρες έχουν μόλις ξεπεράσει το όριο του 90%, ο αριθμός αυτός θα τεθεί σε δοκιμασία.
Ένα άλλο ερώτημα, ιδιαίτερα για την Ιαπωνία και την Ευρωζώνη, είναι εάν τα υπερβολικά χαμηλά επιτόκια έχουν αλλάξει θεμελιωδώς τον υπολογισμό του δημόσιου χρέους. Ένα από τα πιο παράδοξα μαθήματα της ιαπωνικής εμπειρίας των τελευταίων 30 ετών είναι πως οι απόπειρες να κόψει το έλλειμμα του προϋπολογισμού της συχνά επιδείνωσε το χρέος, αντί να το βελτιώσει.
Αρκετές φορές κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1990 και του 2000, η Ιαπωνία μείωσε τις δαπάνες ή αύξησε τους φόρους. Η ζήτηση τότε αποδυναμώθηκε και, με τα επιτόκια ήδη στο μηδέν, η Τράπεζα της Ιαπωνίας δεν μπόρεσε να αντιδράσει. Για να αποφύγει την ανεργία, η κυβέρνηση έπρεπε να ξοδέψει περισσότερα. Τα τελευταία χρόνια, ο πρωθυπουργός Σίνζο Άμπε κατάφερε να σταθεροποιήσει το ιαπωνικό χρέος, προτού βάλει τέλος στο επίτευγμα αυτό η Covid-19.
Ένας διαφορετικός τρόπος να το δει κανείς είναι πως εάν η Ιαπωνία καταφέρει ποτέ να αυξήσει τον πληθωρισμό και ως εκ τούτου και τα επιτόκια, τότε η Τράπεζα της Ιαπωνίας δεν θα χρειαστεί ποτέ να πουλήσει τα κρατικά ομόλογα που έχει στον ισολογισμό της. Η ιαπωνική κυβέρνηση ουσιαστικά θα χρωστάει αυτό το χρέος στον εαυτό της. Μια τέτοια στασιμότητα δεν είναι ένα επιθυμητό αποτέλεσμα, σίγουρα, όμως θα καθιστούσε άσχετο ένα δημόσιο χρέος ύψους περίπου 100% του ΑΕΠ. Αν τα παγκόσμια επιτόκια συνεχίσουν να μειώνονται, άλλες κεντρικές τράπεζες μπορεί να καταλήξουν σε παρόμοια θέση.
Ως εκ τούτου, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να αναβάλουν τις όποιες ανησυχίες έχουν για το δημόσιο χρέος μέχρις ότου αναζωογονήσουν τις οικονομίες τους αρκετά, για να αυξηθούν πάνω από το μηδέν τα επιτόκια. Όταν επιτευχθεί αυτό, τότε, δεδομένου του κόστους, μπορεί να έχει λογική να επιχειρηθεί να μειωθεί κάπως το δημόσιο χρέους.
Ο νόμος του Στάιν συχνά εκλαμβάνεται ως προειδοποίηση για να ενεργεί κανείς κατά του μη βιώσιμου. Αλλά δεν ήταν αυτή η πρόθεση του συγγραφέα. Ήταν, όπως έγραψε, «μια απάντηση σε αυτούς που νομίζουν πως αν κάτι δεν μπορεί να συνεχιστεί για πάντα, θα πρέπει να ληφθούν μέτρα για να σταματήσει -ακόμα και για να σταματήσει αμέσως».
Αν το δημόσιο χρέος πράγματι γίνεται μη βιώσιμο, τα προειδοποιητικά σημάδια θα έρθουν σύντομα.