του Αθανάσιου Χ. Παπανδρόπουλου
Πληροφορίες και γνώσεις που πριν τριάντα χρόνια θα απαιτούσαν πολύωρες αν όχι πολύμηνες αναζητήσεις και θα είχαν ανάλογα με τη σημασία τους ένα σεβαστό κόστος, σήμερα μπορεί να τις αντλήσει κανείς το πολύ σε μια ώρα, με σχεδόν μηδενικό κόστος. Το ίδιο περίπου ισχύει και για την πληροφόρηση. Ο πολίτης που θέλει να είναι όσο καλύτερα γίνεται ενημερωμένος μπορεί να το πετύχει με το ελάχιστο δυνατό κόστος, σε σχεδόν χρόνο μηδέν και από πολλές πηγές πληροφόρησης.
Όλα αυτά και άλλα ακόμα, καλλιεργούν στο ευρύ κοινό την αίσθηση και την πραγματικότητα του «δωρεάν» φαινόμενο που έχει ποικίλες προεκτάσεις. Μια από αυτές εξάλλου είναι η οικονομική ισχύς και το πολιτικό βάρος των παγκόσμιων γιγάντων της ψηφιακής τεχνολογίας, οι οποίοι προσφέρουν άπλετη δωρεάν ενημέρωση, κατέχοντας και το μεγαλύτερο κομμάτι της σχετικής αγοράς.
Τώρα όμως, ως φαίνεται, με αφετηρία την πανδημία του κορωνοϊού και τις δραματικές επιπτώσεις της στην παγκόσμια οικονομία, οι ενέργειες κυβερνήσεων και Κεντρικών Τραπεζών δείχνουν ότι μπαίνουμε και στην εποχή του δωρεάν χρήματος. Και το σοβαρό αυτό θέμα έφερε στο προσκήνιο το βρετανικό περιοδικό The Economist, το οποίο προ εβδομάδων αφιέρωσε το εξώφυλλό του στο «ελεύθερο χρήμα».
Κατά το γνωστό περιοδικό, «αν οι αλλαγές που επέφερε στην οικονομική σκέψη η κρίση του 2008-2009 αποδείχθηκαν προσωρινές, τα πράγματα στην μετά Covid-19 εποχή θα είναι διαφορετικά και πιο σύνθετα».
Ειδικότερα, το Economist, παραλληλίζει τις σημερινές διαρθρωτικές αλλαγές με τις αντίστοιχες του 1970, όταν η Δύση, με αφορμή την πετρελαϊκή κρίση του 1973 τροφοδοτούσε τις κεϋνσιανές πολιτικές με δόσεις μονεταρισμού, ήτοι με ενέσεις οικονομικού φιλελευθερισμού που είχαν αντιπληθωριστικό χαρακτήρα.
Ακολούθησε όμως ο μετασχηματισμός της δεκαετίας του 1990, όταν οι κεντρικές τράπεζες απέκτησαν σοβαρά περιθώρια ανεξάρτητης δράσης. Συνεπώς, το βρετανικό περιοδικό και όχι μόνον αυτό, εκτιμά ότι η σημερνή πανδημία αποτελεί την αρχή μιας νέας εποχής η οποία θα χαρακτηρίζεται από υπερμεγέθη κρατική παρέμβαση στην οικονομία και τις χρηματοοικονομικές αγορές.
Αυτή η νέα εποχή έχει τέσσερα βασικά χαρακτηριστικά: Το πρώτο είναι τα σημερινά επίπεδα του κρατικού δανεισμού και τα περιθώρια, που φαίνεται να υπάρχουν για να διογκωθεί ακόμη περισσότερο. Το δεύτερο είναι ο θόρυβος από τις μηχανές που τυπώνουν χρήμα σε Αμερική, Βρετανία και Ευρωζώνη- μεγάλο μέρος του οποίου χρησιμοποιείται για την αγορά κρατικού χρέους. Τρίτο χαρακτηριστικά είναι οι παρεμβάσεις και η υποστήριξη του κράτους στο εταιρικό χρέος, ενώ το τέταρτο, που αναφέρεται ως «το σημαντικότερο», δεν είναι άλλο από τον χαμηλό πληθωρισμό.
Η απουσία ανοδικών πιέσεων στις τιμές σημαίνει ότι δεν υπάρχει άμεση ανάγκη για επιβράδυνση της διόγκωσης των ισολογισμών των κεντρικών τραπεζών ή για αύξηση των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων από το σημερινό τους επίπεδο, που είναι σχεδόν μηδενικό. Έτσι, ο χαμηλός πληθωρισμός αποτελεί τον βασικό λόγο που δεν πρέπει να ανησυχούμε για το δημόσιο χρέος, η εξυπηρέτηση του οποίου κοστίζει τώρα τόσο λίγο, ώστε να μοιάζει με... δωρεάν χρήμα.
Αν και τα κράτη και οι κεντρικές τράπεζες θα περιορίσουν τις παρεμβάσεις στήριξης με το πέρασμα της πανδημίας, το σκηνικό της νέας εποχής αντανακλά μια μακροχρόνια τάση και όχι κάτι παροδικό. Τα ελλείμματα και το τύπωμα χρήματος είναι πιθανό να γίνουν τα τυπικά εργαλεία οικονομικής πολιτικής για τις επόμενες δεκαετίες.
Είναι σαφές έτσι ότι οδεύουμε προς μια χωρίς προηγούμενο πολιτικοποίηση της οικονομίας, η οποία ήδη μεταβάλλει και το παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον.
Στο μεταξύ, ο ολοένα και μεγαλύτερος ρόλος των κεντρικών τραπεζών στις χρηματοοικονομικές αγορές φανερώνει την δυστοκία των τραπεζών ως ενδιάμεσων και προαναγγέλλει την ανάδειξη καινοτόμων και διψασμένων για ρίσκο «σκιωδών» τραπεζών και κεφαλαιαγορών. Σήμερα, οι κεντρικές τράπεζες δεν έχουν την πολυτέλεια να μην «λερώνουν τα χέρια τους» στην Wall Street και αλλού, λειτουργώντας σαν γιγάντιοι marketmakers.
Οι κεντρικοί τραπεζίτες για χρόνια προειδοποιούσαν για τους κινδύνους του υπερβολικού εταιρικού χρέους. Όμως η λύση τους για τη φετινή καταιγίδα του κορωνοϊού στις χρηματαγορές, οδήγησε σε ακόμα περισσότερο τέτοιο χρέος.
Πρόκειται για την παγίδα της μετά -2008 πολιτικής, η οποία συνεχίζεται και σήμερα με αφορμή την πανδημία.
Για να αποσοβηθεί μια κρίση χρέους, οι υπεύθυνοι χάραξης νομισματικής πολιτικής δημιουργούν συνθήκες που επιτρέπουν στις εταιρείες να δανειστούν ακόμα περισσότερα, αυξάνοντας την δυνητική σοβαρότητα της επόμενης κρίσης.
Κανένας κεντρικός τραπεζίτης δεν θέλει να ενθαρρύνει τον υπερβολικό δανεισμό, όμως, ομοίως, κανένας κεντρικός τραπεζίτης δεν θέλει να στέκεται στο περιθώριο την ώρα που οι εταιρείες χρεοκοπούν, αυξάνοντας την ανεργία και καταπνίγοντας την οικονομική ανάπτυξη.
«Η επιλεγμένη λύση για μια κρίση χρέους, είναι περισσότερο χρέος», δήλωσε ο credit strategist της Bank of America, Hans Mikkelsen. «Δεν υπάρχει τρόπος διαφυγής. Δεν μπορείς να το μειώσεις εκτός και αν δημιουργήσεις ένα τεράστιο ποσοστό οικονομικής ανάπτυξης για να το αντισταθμίσει. Οι κεντρικές τράπεζες δεν μπορούν να κάνουν κάτι».
Όμως, ένα δημόσιο με μόνιμα διευρυμένη και βαθύτερη πρόσβαση σε όλη την οικονομία, επισημαίνει το βρετανικό περιοδικό, δημιουργεί και ορισμένες ευκαιρίες που κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει.
Τα χαμηλά επιτόκια καθιστούν φθηνότερο τον εκ μέρους των κυβερνήσεων δανεισμό για την δημιουργία νέων υποδομών: από ερευνητικά εργαστήρια μέχρι ηλεκτρικά δίκτυα. Τέτοιες υποδομές θα δώσουν ώθηση στην ανάπτυξη και θα αποτελέσουν όπλα στη μάχη κατά των πανδημιών και της κλιματικής αλλαγής.
Καθώς οι κοινωνίες μας γερνούν, η αύξηση των δαπανών για υγεία και συντάξεις είναι αναπόφευκτη- αν τα ελλείμματα που θα δημιουργηθούν τονώσουν και την οικονομία, τόσο το καλύτερο.
Όμως η νέα εποχή περιλαμβάνει και σημαντικούς κινδύνους. Αν ο πληθωρισμός εκτιναχθεί απροσδόκητα, ολόκληρο το οικοδόμημα του χρέους θα κλονιστεί, καθώς οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει να αυξήσουν τα επιτόκια και κατόπιν να πληρώσουν τα μεγάλα ποσά τόκων επί των νέων αποθεμάτων που δημιούργησαν, ώστε να αγοράσουν ομόλογα. Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του μονεταρισμού ήταν ότι η ολοένα και μεγαλύτερη μακροοικονομική διοίκηση από τους πολιτικούς, οδηγεί σε απεριόριστες ευκαιρίες για «χατίρια», όπως οι φοροαπαλλαγές συγκεκριμένων εταιριών και οι επιλεκτικές χρηματοδοτήσεις.
Κάτι τέτοιο, σημειώνει ο συντάκτης του Economist, ακόμη και αν δώσει μια παροδική ώθηση, οδηγεί σε στρεβλώσεις, ηθικούς κινδύνους και χαμηλή ανάπτυξη.
Ο φόβος για την «μυωπία» των πολιτικών ήταν ο λόγος που αρκετές χώρες έδωσαν εξουσία σε ανεξάρτητες κεντρικές τράπεζες, κάτι το οποίο οδήγησε στην ύπαρξη ενός και μόνο εργαλείου για την διαχείριση των αγορών: τα επιτόκια. Σήμερα όμως τα επιτόκια είναι τόσο κοντά στο μηδέν, ώστε δεν έχουν τέτοια δυνατότητα και οι μονάρχες που διοικούν τις κεντρικές τράπεζες του κόσμου μοιάζουν περισσότερο με υπαλλήλους, που απασχολούνται στο πόστο της διαχείρισης του κρατικού δανεισμού. Συνεπώς, η αποστολή του πολιτικού κόσμου είναι η δημιουργία ενός πλαισίου που θα επιτρέψει την χρηστή διαχείριση του οικονομικού κύκλου και την καταπολέμηση των οικονομικών κρίσεων. Το στοίχημα δεν είναι μικρό. Μια αποτυχία θα σημαίνει ότι η εποχή του δωρεάν χρήματος τελικά θα έχει έρθει με τεράστιο κόστος.