του Πλάτωνα Τήνιου*
Φαίνεται ότι φτάνει η ώρα των κεφαλαιοποιητικών συντάξεων στην Ελλάδα. Όχι απλώς ως πολυτελές έξτρα για τυχερούς, αλλά ως οργανικό τμήμα της συνολικής κοινωνικής προστασίας. Οι πρώτες νύξεις για την ανάγκη τους στην Ελλάδα μετρούν ήδη πολλές δεκαετίες.
Μια μακρά περίοδος επώασης, όμως, κρύβει παγίδες. Ένας νέος θεσμός ποτέ δεν είναι αυτοσκοπός. Δεν είναι παρά μέσο να επιτευχθούν κάποιοι στόχοι καταβάλλεται άμεσο κόστος προκειμένου να εξασφαλιστούν οφέλη αργότερα. Καθώς η πρόταση περνά από τον χώρο των ιδεών στην πραγματικότητα υλοποίησης, τα μέσα αποκτούν δική τους αυτόνομη ύπαρξη. Η πρόταση αποκόπτεται από το σκεπτικό που την γέννησε. Υπάρχει κίνδυνος ο τρόπος υλοποίησης να μειώσει τα οφέλη ή να αυξήσει το κόστος.
Ο κίνδυνος δεν είναι θεωρητικός. Πλήθος αποτυχίες μεταρρυθμίσεων χρεώνονται σε παρανόηση της λογικής που τα δικαιολογούσε. Δύο παραδείγματα αρκούν:
Πρώτο: παράλειψη υποστηρικτικών ενεργειών. Παρατηρούμε ότι οι παραγωγικοί εργαζόμενοι έχουν υπολογιστές. Αν δώσουμε υπολογιστές και στους υπόλοιπους, δεν θα αυξηθεί αυτόματα η παραγωγικότητα.
Δεύτερο: σχέση αιτίου και αιτιατού. Στην Πολυνησία, οι νησιώτες έβλεπαν ότι νησιά που συμμετείχαν στο παγκόσμιο εμπόριο διέθεταν λιμάνια. Όμως, όταν έφτιαξαν λιμάνια διαπίστωσαν ότι τα λιμάνια δεν προσελκύουν τα καράβια μόνα τους, όπως τα αλεξικέραυνα τους κεραυνούς τα καράβια χρειάζονται κάποιο λόγο να επισκεφτούν το νησί. Το λιμάνι δεν επενεργεί μαγικά, είναι αναγκαία, μα όχι ικανή συνθήκη.
Έτσι, αναλόγως του πώς προχωρά η υλοποίηση, υπάρχει ο κίνδυνος τα νέα επικουρικά ταμεία να εμφανίσουν τα προβλήματα των πολυνησιακών λιμανιών. Mπορεί να υπάρξουν καταστάσεις όπου προχωρά μεν ο θεσμός, αλλά με τέτοιο τρόπο που περιορίζει μέχρις εξαφανισμού το όφελος χάριν του οποίου προτάθηκε.
Ένα είναι το αντίδοτο: η σαφήνεια στη στόχευση- δεν λησμονούμε για ποιους λόγους προτάθηκε ένα μέτρο.
Η κεφαλαιοποίηση από μόνη της δεν λύνει κανένα πρόβλημα. Στην θέση παλιάς γραφειοκρατίας (τα παλιά ταμεία) βάζει μια νέα, και μάλιστα πιο δαπανηρή. Τα νέα αστραφτερά γραφεία του νέου συστήματος αποτελούν κόστος για την κοινωνία- που μάλιστα θα έπρεπε να ελαχιστοποιηθεί.
Η κεφαλαιοποίηση ευνοεί την αλλαγή συμπεριφορών. Αποτελεί αντίδραση στην προοπτική της μακροβιότητας, αλλά μόνο αν επαρκής αριθμός πολιτών καταλήξουν (α) να δουλεύουν περισσότερο ή (β) να επιτρέπουν με τις αποταμιεύσεις τους περισσότερες επενδύσεις (ώστε να γίνουμε πιο παραγωγικοί). Αν ιδιωτικοποιούσαμε το σύνολο της κοινωνικής ασφάλισης, αλλά κανείς δεν άλλαζε το πώς ζει και πώς εργάζεται, το πρόβλημα δεν θα στο παραμικρό.
Η κεφαλαιοποίηση αξίζει μόνο αν καταλήγει σε περισσότερη εργασία και αποταμίευση. Το κάνει τονώνοντας κίνητρα- αν ο εργαζόμενος πιστέψει ότι οι εισφορές κατευθύνονται στην τσέπη του και όχι σε μαύρη τρύπα. Όμως, για να υπάρχει αποτέλεσμα, απαιτούνται προϋποθέσεις: (α) το κίνητρο να είναι ισχυρό (β) να μπορεί ο εργαζόμενος να υπολογίσει γιατί τον συμφέρει να αλλάξει (γ) να μπορεί να επηρεάσει το πόσο δουλεύει ή πότε συνταξιοδοτείται (δ) να έχει προσφορές εργασίας και (ε) να μην αντισταθμίζονται οι δικές του αποφάσεις από επιλογές άλλων σε αντίθετη κατεύθυνση. Ακόμη και τότε, θα υπάρχουν άνθρωποι που ελάχιστα θα αλλάξουν ή θα απαιτήσουν χρόνο. Αυτό που οι οικονομολόγοι αποκαλούν ’ελαστικότητα’- η ευχέρεια αλλαγής- δεν είναι ομοιόμορφο ούτε αυτονόητο.
Συνεπώς, η κεφαλαιοποίηση δεν είναι μαγικό ραβδάκι. Είναι ενδιάμεσο εργαλείο για την επίτευξη πιο σημαντικών αλλά πιο διάχυτων αλλαγών. Η επιτυχία του εγχειρήματος θα κριθεί, όχι από τα πόσα χρήματα μαζεύει, αλλά από το αν καταφέρει να συμβάλει στην αναπτυξιακή προσπάθεια.
Η σαφήνεια είναι εύκολη όταν επεξεργαζόμαστε εξισώσεις. Στην υλοποίηση μεταρρυθμίσεων αναπόφευκτα υπεισέρχονται συμβιβασμοί, ενστάσεις, πιέσεις, διοικητικοί περιορισμοί, νομικές αμφισβητήσεις, χρονικές υστερήσεις και πρωθύστερα. Η διάσωση μιας μεταρρύθμισης, η ασφαλής πλοήγηση ανάμεσα στις συμπληγάδες της υλοποίησης, απαιτεί στρατηγική σαφήνεια- να μην φεύγει το βλέμμα από τον τελικό στόχο.
*επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς