του Γιώργου Μέργου*
Οι επιπτώσεις της πανδημίας COVID- 19 στην ελληνική οικονομία ανέδειξαν την υπερβολική εξάρτησή της από ένα μικρό αριθμό παραγωγικών κλάδων, κυρίως υπηρεσιών, με άξονα τον τουρισμό. Ταυτόχρονα, τόσο η μεταποίηση όσο και ο πρωτογενής τομέας παρουσιάζουν σημαντική υστέρηση και συνεχή συρρίκνωση για πολλές δεκαετίες, αποτέλεσμα της μακροοικονομικές πολιτικής που έκανε τα εμπορεύσιμα αγαθά μη ανταγωνιστικά τόσο στην εξωτερική όσο και στην εσωτερική αγορά. Παρά το γεγονός ότι η σχετική αύξηση των υπηρεσιών, έναντι των άλλων κλάδων, είναι νομοτελειακή στην αναπτυξιακή διαδικασία, η ελληνική οικονομία παρουσιάζει έντονη συρρίκνωση άλλοτε κραταιών βιομηχανικών κλάδων με σημαντικές εξαγωγικές επιδόσεις, όπως για παράδειγμα η κλωστοϋφαντουργία.
Η βιομηχανία παραμένει ο κεντρικός πυλώνας μιας οικονομίας παγκοσμίως. Σε αντίθεση με παλαιότερες εποχές, παρουσιάζεται σήμερα παγκοσμίως αυξημένο ενδιαφέρον για την βιομηχανία ως μέσο για την αντιμετώπιση οικονομικών, στρατηγικών και κοινωνικών προκλήσεων, όπως το εμπορικό ισοζύγιο, η παραγωγικότητα, η οικονομική, περιβαλλοντική και κοινωνική βιωσιμότητα. Για παράδειγμα, δίδεται έμφαση στον ρόλο της μεταποίησης για την ανάπτυξη τεχνολογίας και την εθνική ασφάλεια (ΗΠΑ), για την οικονομική ανάκαμψη, την δημιουργία προστιθέμενης αξίας και νέων θέσεων εργασίας (Ευρώπη), καθώς και την επίτευξη τεχνολογικής εμβάθυνσης και μελλοντικής οικονομικής επέκτασης (Ασία).
Είναι λάθος να θεωρούνται κάποιοι κλάδοι, όπως η κλωστοϋφαντουργία, ότι δεν είναι ανταγωνιστικοί. Η βελτίωση στα τελευταία χρόνια της εξωστρέφειας, με ανάκαμψη των εξαγωγών και εξισορρόπηση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών είναι αποτέλεσμα των μεταρρυθμίσεων που υλοποιήθηκαν στην διάρκεια της δημοσιονομικής κρίσης. Η Ελλάδα πρέπει να εξετάσει το παραγωγικό της πρότυπο, δηλαδή την μελλοντική κλαδική στρατηγική της με αναφορά αφενός στις παγκόσμιες τάσεις, αφετέρου στην ευρωπαϊκή στρατηγική ώστε να επωφεληθεί από τα χρηματοδοτικά εργαλεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και τις μεγάλες δυνατότητες της ευρωπαϊκής αγοράς.
Η κρίση λόγω της πανδημίας αποτελεί ευκαιρία. Διαφορετικά, η ελληνική οικονομία θα χάνει συνεχώς ανταγωνιστικότητα και δεν θα μπορεί να αξιοποιήσει τους πόρους που διατίθενται στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών πολιτικών. Η βιομηχανία και η μεταποίηση γενικότερα πρέπει να αποτελέσουν τον πυρήνα αυτής της νέας κλαδικής στρατηγικής της χώρας μας. Ακόμα και ο πρωτογενής τομέας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την μεταποίηση γιατί δημιουργεί προστιθέμενη αξία στην πρωτογενή πρώτη ύλη. Η βιομηχανία τροφίμων και ποτών αποτελεί σχεδόν το 20% του συνόλου της ελληνικής βιομηχανίας και αν προστεθούν οι μονάδες μεταποίησης για τον καπνό και το βαμβάκι, το ποσοστό αυτό είναι ακόμη μεγαλύτερο. Χωρίς τη μεταποίηση που προσθέτει αξία στην πρώτη ύλη, τα ελληνικά αγροτικά προϊόντα θα έχουν χαμηλές τιμές και ο αγροτικός τομέας χαμηλό εισόδημα.
Η προώθηση της έξυπνης οικονομίας είναι κεντρική προτεραιότητα της αναπτυξιακής στρατηγικής. Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και του ψηφιακού μετασχηματισμού η έξυπνη οικονομία, η οικονομία της γνώσης και το ανθρώπινο κεφάλαιο αποτελούν το σημαντικότερο παράγοντα οικονομικής ανάπτυξης, ιδίως στο πλαίσιο της ψηφιακής οικονομίας. Η προώθηση της καινοτομίας είναι στο επίκεντρο των προτεραιοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) για θέσεις εργασίας, ανάπτυξη και επενδύσεις. Η νέα στρατηγική βιομηχανικής πολιτικής της EE και η ανακοίνωση για την ενίσχυση της καινοτομίας στις περιφέρειες της Ευρώπης σκιαγραφούν τι πρέπει να γίνει για να επωφεληθούν οι χώρες από τα οφέλη της παγκοσμιοποίησης. Θα είναι ζωτικής σημασίας να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα της έρευνας, της ανάπτυξης, της εκπαίδευσης και της καινοτομίας. Για τον σκοπό αυτό χρειάζεται ένας δημόσιος διάλογος υψηλού επιπέδου, χωρίς ιδεολογικές αγκυλώσεις, που θα φωτίσει τις διαφορετικές διαστάσεις του θέματος και θα εμπλουτίσει την συζήτηση σχετικά με την πολιτική καινοτομίας και τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
Στο πλαίσιο της προώθησης της έξυπνης οικονομίας και του ψηφιακού μετασχηματισμού χρειάζονται παρεμβάσεις που θα βελτιώσουν την πρόσβαση όλων των παραγωγικών κλάδων στα νέα εργαλεία για αύξηση της παραγωγικότητας και βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Με τις κατάλληλες πολιτικές, τα νέα τεχνολογικά εργαλεία μπορούν να αποτελέσουν εφαλτήριο εξωστρεφούς μετασχηματισμού της οικονομίας, ενδυνάμωσης και κλαδικής διεύρυνσης του τελικού προϊόντος, ανάδειξης ταυτότητας υπεροχής (branding) με συνακόλουθο την διεύρυνση της οικονομικής επιρροής και την ενίσχυση των εξαγώγιμων αγαθών και υπηρεσιών. Μοχλός στην όλη προσπάθεια πρέπει να είναι η αξιοποίηση του υψηλής ποιότητας ανθρώπινου δυναμικού της χώρας.
Σήμερα, μεγάλο τμήμα της παγκόσμιας οικονομίας πηγάζει και εξαρτάται άμεσα από τον τεχνολογικό- ψηφιακό μετασχηματισμό. Για παράδειγμα, νέες έννοιες άγνωστες μέχρι πρόσφατα έχουν όχι μόνο καθιερωθεί, αλλά τείνουν να κυριαρχήσουν στο δημόσιο διάλογο για την ανάπτυξη, όπως gig economy, sharing economy, platform economy που αποτελούν μορφές οικονομικής δραστηριότητας οι οποίες δεν έχουν απλώς σημαντικό, αλλά καθοριστικό ρόλο. Είμαστε στην εποχή των big data, της ΑΙ, του 3D Printing και άλλων μεγάλων τεχνολογικών αλλαγών που αλλάζουν ταχύτατα το επιχειρηματικό και εργασιακό περιβάλλον. Όποιος μένει πίσω γίνεται λιγότερο ανταγωνιστικός και περιθωριοποιείται. Η πανδημία του COVID-19 απέδειξε τη μεγάλη αλληλεξάρτηση των οικονομιών, την ανάγκη συνεργασίας σε παγκόσμιο επίπεδο για την αντιμετώπιση κρίσεων και αποτέλεσε τον επιταχυντή για τη μετάβαση στην ψηφιακή εποχή. Η επιστροφή στα κλειστά σύνορα είναι πλέον παρελθόν και τα ψηφιακά εργαλεία, ήδη σε γενικευμένη χρήση, αποτελούν μοχλό αλλαγής τόσο της εργασίας όσο και των μεθόδων παραγωγής σε ευρεία κλίμακα.
*ομότιμος καθηγητής οικονομίας, ΕΚΠΑ, πρώην Γεν. Γραμματέας Οικονομίας και Οικονομικών