του Τάσου Αβραντίνη
Στις αρχές του 2005 υπουργός της τότε κυβέρνησης Κωνσταντίνου Καραμανλή, μου εκμυστηρεύθηκε ότι η κυβέρνηση μελετούσε σοβαρά το ενδεχόμενο της καθιερώσεως ενιαίου χαμηλού φορολογικού συντελεστή (Flat Tax) για όλα τα εισοδήματα, όπως είχαν ήδη κάνει με μεγάλη επιτυχία πολλές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Του εξέφρασα τη χαρά μου για την τόλμη της κυβερνήσεως, την πεποίθησή μου ότι επρόκειτο για μια επαναστατική τομή στη φορολογία με ανυπολόγιστες θετικές επιπτώσεις στην οικονομία, αλλά και κάποιες αμφιβολίες για το εάν τελικά θα τα κατάφερναν να προχωρήσουν σε μια τόσο μεγάλη τομή στη φορολογία. Οι όποιες αμφιβολίες μου εξαφανίστηκαν όταν λίγους μήνες αργό- τερα ο αρμόδιος υπουργός Οικονομίας Γιώργος Αλογοσκούφης ανακοίνωνε επισήμως ότι είχε ξεκινήσει η προεργασία και η μελέτη ώστε η μεταρρύθμιση να εφαρμοστεί από το 2007 (για τα εισοδήματα του 2006).
Πιο συγκεκριμένα, ο Αλογοσκούφης, όπως διαβάζουμε στο ρεπορτάζ της εποχής, είχε αναφέρει επί λέξει: «Σχετικά με τη φορολογία των φυσικών προσώπων, έχω ένα, ας το χαρακτηρίσουμε, ‘’όραμα’’, να υπάρξει μια τομή στο φορολογικό σύστημα, που θα αλλάξει τα δεδομένα και θα ωφελήσει τον Ελληνα φορολογούμενο. Ενα όραμα για φορολογική δικαιοσύνη. Η σκέψη μου αυτή, λοιπόν, είναι ο κεντρικός φορολογικός συντελεστής να είναι 25% για τα φυσικά πρόσωπα, όπως και για τις επιχειρήσεις, με ταυτόχρονη αύξηση του αφορολόγητου ορίου. Αυτό είναι το κοινωνικά δίκαιο και το πολιτικά ορθό να γίνει».
Εντούτοις το «κοινωνικά δίκαιο και πολιτικά ορθό» δεν αποτολμήθηκε τότε, όπως δεν αποτολμήθηκε άλλωστε και από καμιά άλλη κυβέρνηση -προηγούμενη ή επόμενη-, μολονότι πρόκειται για ένα σύστημα φορολογίας που εφαρμόζεται με εξαιρετική επιτυχία, όπως είπαμε, σε περισσότερα από 20 κράτη παγκοσμίως και σε κάμποσες Πολιτείες των ΗΠΑ. Αν οι κυβερνήσεις είχαν τολμήσει μια τέτοια μεγάλη τομή στη φορολογία, θα είχαμε αποφύγει πολλά από τα δεινά που επακολούθησαν.
Σήμερα, ωστόσο, εν όψει και του δυσεπίλυτου δημοσιονομικού προβλήματος της χώρας, είναι επιτακτική ανάγκη να καθιερωθεί ένας και μοναδικός φορολογικός συντελεστής στη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων, ο οποίος δεν θα υπερβαίνει σε καμία περίπτωση το 20%. Το ίδιο ποσοστό θα ισχύει και στη φορολογία των επιχειρήσεων. Ολα τα εισοδήματα φυσικών και νομικών προσώπων ανεξαρτήτως πηγής και ύψους θα φορολογούνται το πολύ με ένα 20%.
Με ένα τέτοιο αναλογικό φορολογικό σύστημα, το οποίο δεν τιμωρεί, αλλά αντιθέτως επιβραβεύει το παραγωγικό και δημιουργικό άτομο, θα επιτυγχάναμε ταυτοχρόνως οικονομική ανάπτυξη και πρόσθετα δημοσιονομικά έσοδα. Εχει αποδειχθεί τόσο από την οικονομική ανάλυση όσο και από πλήθος εμπειρικών μελετών εδώ και τρεις δεκαετίες ότι η εφαρμογή του ενιαίου φορολογικού συντελεστή θα επέλυε όλα τα βασικά προβλήματα του βαριά άρρωστου σημερινού φορολογικού μας συστήματος, το οποίο χωρίς υπερβολή μέσω της προοδευτικής φορολογίας παρομοιάζει με «έγκλημα» την αύξηση του εισο- δήματος, με αποτέλεσμα να αυξάνει την «ποινή» (φόρο) όσο αυτό αυξάνεται. Ειδικότερα:
Θα οδηγούσε σε μεγαλύτερη φορολογική συμμόρφωση (και κατ’ επέκταση σε λιγότερη φοροδιαφυγή), καθώς θα έδινε τη δυνατότητα στα άτομα να απολαμβάνουν τους καρπούς της εργασίας τους πληρώνοντας το πολύ το ένα πέμπτο του εισοδήματός τους στο κράτος. Με τη βελτίωση της φορολογικής συνείδησης των πολιτών θα αυξάνονταν τα φορολογικά έσοδα.
Με την σαφήνεια και την απλότητα που δια- κρίνει τα συστήματα ενιαίου φορολογικού συντελεστή θα περιοριζόταν η φορολογική γραφειοκρατία και έτσι, αφενός, θα βελτιώνονταν οι σχέσεις των πολιτών με το κράτος, αφετέρου, θα απελευθερώνονταν ανθρώπινοι πόροι στο υπουργείο Οικονομικών για να αντι- μετωπίσουν τις μεγάλες υποθέσεις φοροδιαφυγής και άλλων μεγάλων οικονομικών εγκλημάτων.
Θα αποκαθιστούσε τη φορολογική δικαιοσύνη που επιτάσσει όλοι να φορολογούνται αναλόγως των δυνάμεών τους. Με τη θεσμοθέτηση ενιαίου και χαμηλού φορολογικού συντελεστή, η ενίσχυση των κινήτρων των ατόμων για δημιουργία και ταυτόχρονα η απλοποίηση της φορολογίας θα απελευθέρωναν σε μεγάλο βαθμό τις δημιουργικές δυνάμεις των ανθρώπων αυτού του τόπου και θα δημιουργούσαν ευνοϊκές προϋποθέσεις για ανάπτυξη και επενδύσεις. Η κυβέρνηση έχει κάθε λόγο να τολμήσει.
*πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα, «Φιλελεύθερος»