του Βασίλη Κορκίδη*
Τις αντοχές τους δοκιμάζουν οι ελληνικές επιχειρήσεις εν μέσω μιας πρωτοφανούς υγειονομικής κρίσης. Υπάρχουν επιχειρήσεις που τους τελευταίους 7 μήνες έχουν απωλέσει ακόμη και το 80% των πωλήσεών τους, ενώ μεσοσταθμικά ξεπερνούν το 25%. Οι απώλειες στον κύκλο εργασιών των επιχειρήσεων κυμαίνονται στα 24 δισ. ευρώ και εκτιμάται ότι θα αγγίξουν τα 35 δισ. ευρώ στο τέλος του έτους. Παράλληλα τα κέρδη των επιχειρήσεων αναμένεται να μειωθούν κατά 50% , από τα 14 δισ. ευρώ πέρυσι, στα 7 δισ. ευρώ φέτος, ενώ υπάρχει ένα «κενό ρευστότητας» 33 δισ. ευρώ. Μέχρι στιγμής η κυβέρνηση έχει προχωρήσει στη λήψη των αναγκαίων μέτρων 24 δισ. ευρώ με δημοσιονομικό κόστος 18 δισ. ευρώ για τη στήριξη νοικοκυριών και επιχειρήσεων, αλλά σε βραχυχρόνιο ορίζοντα, αφού κανείς βεβαίως δεν γνωρίζει το τέλος αυτής της περιπέτειας για να κάνει τον τελικό λογαριασμό της ζημιάς. Η επιδότηση των ασφαλιστικών εισφορών, η επιστρεπτέα προκαταβολή, η αναστολή φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων είναι μερικά από τα μέτρα που βρίσκονται προς τη σωστή κατεύθυνση. Ωστόσο, είναι πρακτικά αδύνατη η λήψη μέτρων που θα έχουν μακροπρόθεσμο χαρακτήρα. Πρόσφατη έρευνα, αναφέρει ότι θα περάσουν τουλάχιστον 3 χρόνια για να επουλωθούν οι πληγές που έχει προκαλέσει η πανδημία του κορωνοϊού σε χώρες με ισχυρές οικονομίες. Συνεπώς μπορεί να καταλάβει κάποιος, ότι εάν απαιτηθούν τόσα χρόνια για να επουλώσει τις πληγές της μια ισχυρή οικονομία, πόσα χρόνια θα χρειαστούν ευάλωτες οικονομίες, εκτεθειμένες σε εξωγενείς παράγοντες, όπως είναι η ελληνική. Το «φάρμακο» για τη γρήγορη «ανάρρωση» της οικονομίας δεν υφίσταται, αλλά ακόμα και μετά την εύρεση και χρήση του εμβολίου κατά του κορωνοϊού, θα απαιτηθεί εύλογος χρόνος και μάλιστα σε δύο στάδια για να δράσει ευεργετικά στην οικονομία.
Προς αυτή την κατεύθυνση απαιτείται έξυπνος σχεδιασμός δράσεων για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων από την υγειονομική κρίση, προκειμένου η ανάκαμψη της οικονομίας να επιτευχθεί σύμφωνα με το αισιόδοξο σενάριο των 18- 24 μηνών. Σύμφωνα με τα όσα γνωρίζουμε από παλαιότερες περιόδους ισχυρής ύφεσης, η ανάπτυξη της οικονομίας δεν επιτυγχάνεται τόσο γρήγορα όσο και η ύφεση. Συνήθως, απαιτείται πολλαπλάσιος χρόνος για να επουλωθούν οι ζημιές που προκάλεσε μια οικονομική κρίση. Το ερώτημα είναι σε ποιον βαθμό μπορούν να υιοθετηθούν μέτρα που θα αλλάξουν, άμεσα, επί τα βελτίω την εικόνα στην ελληνική αγορά. Βασικό ζητούμενο είναι να επανέλθουν σταδιακά οι πωλήσεις σε προ κορωνοϊού επίπεδα. Να βελτιωθούν τα εισοδήματα των εργαζομένων, έτσι ώστε να μπορούν να ανταποκρίνονται στις οικονομικές τους υποχρεώσεις, αλλά και να αποκτήσουν διαθέσιμο εισόδημα για κατανάλωση. Πρέπει επιτέλους να σχεδιαστεί και να υιοθετηθεί ένα ετερογενές παραγωγικό μοντέλο. Πρέπει να ξεφύγουμε από αντιλήψεις, όπως για παράδειγμα ότι μόνο ο τουρισμός είναι η «βαριά» βιομηχανία της χώρας και να προωθήσουμε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, που θα είναι ανθεκτικό σε περιόδους οικονομικής κρίσης. Να δοθεί έμφαση στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα της οικονομίας. Δηλαδή στην παραγωγή προϊόντων και στη μεταποίησή τους. Να επιταχυνθεί η ψηφιοποίηση των ελληνικών επιχειρήσεων, έτσι ώστε να μπορέσουν να γίνουν πιο ανταγωνιστικές και εξωστρεφείς. Να ενθαρρυνθούν τα συνεργατικά σχήματα και οι νέοι να επιχειρήσουν σε δυναμικούς κλάδους της οικονομίας με «όπλα» στη φαρέτρα τους την τεχνολογία και την καινοτομία. Να δημιουργηθούν προϊόντα και υπηρεσίες επιπρόσθετης αξίας, με εξωστρεφή προσανατολισμό. Για να αλλάξει όμως το παραγωγικό μοντέλο, πρέπει να αλλάξουν πολλά στη χώρα μας, όπως για παράδειγμα τα πρότυπα εκπαίδευσης. Προς αυτή την κατεύθυνση πρέπει να «πέσουν» στην αγορά και να αξιοποιηθούν με τον καλύτερο τρόπο τα χρήματα από το πρόγραμμα ανάπτυξης και το ΕΣΠΑ, των συνολικά 72 δισ. ευρώ. Η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να θεραπευτεί με «ασπιρίνες», αλλά με μια ισχυρή αντιβίωση μόνιμου χαρακτήρα. Η αλλαγή του οικονομικού μοντέλου ενδεχομένως μάλιστα να προηγηθεί της ανάκαμψης, οδηγώντας σε μια βιώσιμη και σταθερή ανάπτυξη. Όλοι συμφωνούν ότι τόσο η ελληνική οικονομία όσο και οι επιχειρήσεις δύσκολα θα αντέξουν μια «on- off» κατάσταση στην αγορά και ένα πιθανό νέο lockdown, καθώς ο τζίρος θα βαίνει μειούμενος με τις υποχρεώσεις απέναντι στο κράτος και τα ταμεία να «τρέχουν», αυξάνοντας ληξιπρόθεσμες οφειλές και δάνεια. Χιλιάδες επιχειρήσεις ήδη βρίσκονται σε δεινή οικονομική θέση και περιμένουν τις τελικές διατάξεις του πτωχευτικού νόμου που θα ισχύσει από 1/1/21 για να επιλέξουν αν θα πάρουν μια δεύτερη ευκαιρία με ρύθμιση ή πτώχευση.
Το οικονομικό επιτελείο παραθέτοντας προσεγγιστικούς υπολογισμούς, από την πρόσφατη εμπειρία σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι οποίοι ανεβάζουν το μηνιαίο κόστος επιβολής ενός καθολικού lockdown, περίπου στο 2-3% του ΑΕΠ της κάθε χώρας, κόστος το οποίο, όπως σημειώνεται, μπορεί να περιοριστεί, κυρίως, με δημόσιες παρεμβάσεις στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Οι οικονομολόγοι εκτιμούν ότι ακόμα και ένα πολύ προσεκτικά σχεδιασμένο δεκαπενθήμερο lockdown στην Αττική, που θα αφορά τις ανθρωπογενείς δραστηριότητες, όπως εμπόριο, υπηρεσίες και εστίαση, αυτές οι δεκαπέντε ημέρες θα σημαίνουν υψηλότερη ανεργία, θέτοντας σε κίνδυνο επιπλέον 110.000 θέσεις εργασίας και πολύ πιθανόν νέα λουκέτα. Οι περισσότερες ελληνικές επιχειρήσεις δεν θα αντέξουν ένα νέο lockdown. Για τις περισσότερες από τις 206.000 επιχειρήσεις που έκλεισαν στο πρώτο lockdown και για πολλές άλλες, ένα ακόμα lockdown μπορεί να είναι και η «χαριστική βολή» στη βιωσιμότητά τους. Φυσικά, δίλημμα ανάμεσα στην υγεία και την οικονομία δεν υπάρχει. Ωστόσο, θα πρέπει το ελληνικό κράτος, με τη βοήθεια ευρωπαϊκών πόρων να αναλάβει το επιπρόσθετο κόστος στο ενδεχόμενο ενός νέου lockdown. Οι ελληνικές επιχειρήσεις βρίσκονται στα όρια των δυνατοτήτων και των αντοχών τους. Όμως, η μόνη επιλογή είναι να παραμείνουν ζωντανές και να διατηρήσουν τις θέσεις εργασίας, καθώς σε διαφορετική περίπτωση θα μπούμε εκ νέου σε ένα φαύλο κύκλο, με δραματικές συνέπειες για την κοινωνία και την οικονομία.
*πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς, Περιφερειακού Επιμελητηρίου Συμβουλίου Αττικής