του Δημήτρη Γαλαμάτη*
Η υγειονομική κρίση ανέδειξε τους κινδύνους και τις νέες προκλήσεις της χώρας για τα επόμενα χρόνια. Αποκάλυψε χρόνιες αδυναμίες στο παραγωγικό της μοντέλο και απέδειξε ότι δεν αρκεί για να την κρατήσει όρθια, σε μια κρίση σαν αυτή που πέρασε. Φανέρωσε ότι όσο λιγότερο εξαρτάται από τις εισαγωγές προϊόντων και αγαθών, τόσο πιο ασφαλή θα είναι τα βήματά της.
Η πολιτεία έδωσε σκληρές μάχες σε όλο τον κόσμο, για να εξασφαλίσει μάσκες και υγειονομικά υλικά πρώτης ανάγκης, όταν φούντωνε η πανδημία. Αν δε, το κλείσιμο των συνόρων ήταν ακόμη πιο αυστηρό και μεγαλύτερης διάρκειας, τότε θα βρισκόταν αντιμέτωπη και με τον κίνδυνο έλλειψης βασικών και απαραιτήτων τροφίμων για τον πληθυσμό.
Η χώρα μας, δυστυχώς, σε αυτό τον τομέα είναι εξαρτώμενη σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές, κυρίως δε στο κρέας και τα αυγά, τα οποία δεν συνιστούν τρόφιμα πολυτελείας ή προαιρετικής κατανάλωσης, αλλά υψηλής διατροφικής αξίας, απαραίτητα και αναγκαία για την ανάπτυξη και την υγεία του ανθρώπινου οργανισμού.
Είναι χαρακτηριστικό ότι από το σύνολο των εισαγωγών τροφίμων την πενταετία 2015-2019, περίπου το 20% αφορούσε εισαγωγές κρέατος και αυγών, με συνολική αξία περίπου 5,5 δις ευρώ ( 1 δις και πλέον, ανά έτος).
Σημειώνεται ότι για την ίδια περίοδο, οι άμεσες ενισχύσεις του αγροτικού τομέα της χώρας, μέσω της Κ.Α.Π. 2014-2020, ήταν περίπου 10 δις ευρώ.
Με λίγα λόγια, η χώρα χάνει, μόνο για εισαγωγές κρέατος και αυγών, τις μισές επιδοτήσεις που λαμβάνει από την Ε.Ε., ως άμεση ενίσχυση του αγροτικού της τομέα. Κάποιες δε εξ αυτών των επιδοτήσεων δίδονται στην κτηνοτροφία για ζώα, το κρέας των οποίων η χώρα εισάγει σε μεγάλες ποσότητες και αξίες (βοοειδή, αιγοπρόβατα)!
Οι κύριες χώρες προέλευσης είναι: για το κρέας βοοειδών η Γαλλία, η Γερμανία, η Ολλανδία, η Ισπανία και η Ιταλία, για το κρέας χοιρινών η Ολλανδία, η Γερμανία και η Ισπανία, για το κρέας πουλερικών η Βουλγαρία, η Ολλανδία, η Ιταλία και η Πολωνία και για το κρέας αιγοπροβάτων η Νέα Ζηλανδία.
Ειδικά για τα αιγοπρόβατα, ένας μεγάλος αριθμός ζώντων ζώων, η αξία των οποίων το έτος 2019 ξεπέρασε τα 20 εκατ. ευρώ, εισάγονται προς σφαγή, ενώ κύρια χώρα προέλευσής τους είναι η Ρουμανία.
Αναφορικά με το κρέας, οι εισαγωγές του την περίοδο 2015-2019 έφτασαν σε αξία τα 5,33 δις ευρώ περίπου, ενώ οι αντίστοιχες εξαγωγές υπολογίζονται μόλις σε 336 εκατ. ευρώ περίπου.
Στον τομέα των αυγών, την φθηνότερη πηγή ζωικής πρωτεΐνης, την ίδια περίοδο παρατηρείται αντίστοιχη εικόνα, καθώς η χώρα εισήγαγε αυγά συνολικής αξίας 112,6 εκατ. ευρώ, με βασική χώρα προέλευσης τη Βουλγαρία, έχοντας κάνει εξαγωγές αξίας μόλις 11,4 εκατ. Ευρώ.
Η εξασφάλιση 32 δις ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης της Ε.Ε., για την περίοδο 2021-2024, μαζί με τα 20 δις ευρώ περίπου του ΕΣΠΑ, για την περίοδο 2021-2027, δίνουν τη δυνατότητα στη χώρα να σχεδιάσει το νέο παραγωγικό της μοντέλο, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα, όσο και τις νέες, αλλά και τις ανεκμετάλλευτες ευκαιρίες της.
Πρωτίστως όμως, όπως φανερώνουν τα παραπάνω στοιχεία, ο σχεδιασμός αυτός προαπαιτεί μια σοβαρή και σε βάθος ανάλυση του υφιστάμενου παραγωγικού ιστού της χώρας, που να αποτυπώνει τις ελλείψεις και τις εξαρτήσεις της ανά παραγωγική κατεύθυνση, προκειμένου τα επόμενα χρόνια να τις αντιμετωπίσει.
*Διδάκτωρ Κτηνιατρικής ΑΠΘ, Πρώην βουλευτής