του Αθανάσιου Χ. Παπανδρόπουλου
Δυστυχώς για την ελληνική παραγωγή, η εγχώρια βιομηχανία, συνολικά, δεν αντιπροσωπεύει στον σχηματισμό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, ποσοστό ανώτερο του 10%. Είναι δε το χαμηλότερο στην ευρωζώνη και από τα χαμηλότερα στη ζώνη του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ). Αντίθετα, ο τουρισμός δεν απέχει πολύ από το 25% και η πανδημία Covid-19 απέδειξε ότι αυτή η εξάρτηση της οικονομίας από έναν κλάδο υπηρεσιών, δεν είναι ότι το καλύτερο. Ιδιαίτερα δε σε μια εποχή όπου οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις κάνουν επείγουσα και την ενίσχυση της αμυντικής μας βιομηχανίας.
Υπό αυτές τις παραγωγικές συνθήκες είναι κλάδος που παίζει πρώτο ρόλο στην ελληνική μεταποίηση είναι η βιομηχανία τροφίμων, μέσω της οποίας επηρεάζεται και η ελληνική γεωργία, ήτοι η πρωτογενής παραγωγή. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία (ΕΛΣΤΑΤ 2018) συνολικά ο κλάδος τροφίμων ποτών καταλαμβάνει το 28,5% του αριθμού των βιομηχανικών επιχειρήσεων, παράλληλα δε είναι και ο μεγαλύτερος εργοδότης καλύπτοντας το 38,1% των θέσεων εργασίας. Επίσης, σε όρους προστιθέμενης αξίας, ο κλάδος συνεισφέρει περίπου το 38% του κλάδου της μεταποίησης και το 7,4% της ελληνικής οικονομίας.
Αναφερόμενοι στις προοπτικές του κλάδου και στο οικονομικό του βάρος, οι κ.κ. Άγγελος Τσακανίκας, αναπληρωτής καθηγητής ΕΜΠ και υπεύθυνος παρατηρητηρίου Επιχειρηματικότητας ΙΟΒΕ και δρ. Πέτρος Δήμας, τονίζουν ότι η εγχώρια βιομηχανία τροφίμων έχει περιορισμένη έκθεση στο διεθνές βιομηχανικό εμπόριο. Τόσο σε επίπεδο εξαγωγών όσο και εισαγωγών, με τα προϊόντα της να προορίζονται για τελική κατανάλωση.
Αναφορικά με τη συμμετοχή των κλάδου σε παγκόσμιες αλυσίδες αξίας, τα αποτελέσματα αναδεικνύουν ως βασικούς συνεργάτες του χώρες κυρίως της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Γερμανία, Ιταλία, Γαλλία και πιο πρόσφατα Βουλγαρία αποτελούν τους βασικούς εταίρους ενώ αυξημένες συναλλαγές πραγματοποιούνται και με την Τουρκία.
Η βιομηχανία τροφίμων-ποτών φαίνεται να λαμβάνει εισροές κυρίως από τον πρωτογενή τομέα και από υπηρεσίες εμπορίου, αποθήκευσης και υποστήριξης μεταφορών. Κύριοι αποδέκτες των προϊόντων της στο βιομηχανικό εμπόριο είναι διεθνείς κλάδοι τροφίμων, ποτών και ο τομέας του τουρισμού.
Αυτό σημαίνει ότι τελικά η εγχώριαβιομηχανία τροφίμων και ποτών κατατάσσεται στα πρώτα στάδια, στο λεγόμενο back-endκομμάτι των παγκόσμιων μεταποιητικών αλυσίδων αξίαςστις οποίες συμμετέχει. Αναλαμβάνει δηλαδή κυρίως τα πρώτα στάδια τηςεπεξεργασίας τροφίμων και επανεξάγει ενδιάμεσο προϊόν για περαιτέρω μεταποίηση σε αντίστοιχους διεθνείς κλάδους τροφίμων. Ως αποτέλεσμα, ο ελληνικός κλάδος φαίνεται να απολαμβάνει μικρότερα «μερίσματα» οφέλους από τον καταμερισμό προστιθέμενης αξίας και κερδών στην παγκόσμια αλυσίδα σε σχέση με τις αντίστοιχες βιομηχανίες τροφίμων-ποτών με τις οποίες συνεργάζεται.
Με πιο απλά λόγια, οι κ. Τσακανίκας και Π.Δήμας, μας λένε ότι η εγχώρια παραγωγή ειδών διατροφής υστερεί σε αϋλους τομείς της μεταποιητικής δραστηριότητας που προσφέρουν υψηλή προστιθέμενη αξία.
Αυτή η υστέρηση του κλάδου σαφώς και συνιστά ένα συγκριτικό ανταγωνιστικό μειονέκτημα στιςδιεθνείς αγορές. Όμως, οι πρόσφατες εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία και η στροφή προς την "εντοπιότητα" και την αυτάρκεια φέρνουν στο προσκήνιο μια διαφορετική διάσταση στην εξέλιξη του κλάδου. Και από την άποψη αυτή ένα σημαντικό γεγονός είνα η «περιφεροιοποίηση» του κλάδου.
Από την ειδησεογραφία των τελευταίων μηνών, γίνεται σαφές ότι η ελληνική βιομηχανία τροφίμων συνάπτει εμπορικές σχέσεις είτε με άλλες εγχώριες βιομηχανίες, είτε με βιομηχανίες γειτονικών χωρών. Έτσι, σκιαγραφείται μια σαφής εικόνα ενός ήδη εγκατεστημένου τοπικού δικτύου δραστηριοτήτων, η οποία μάλιστα είναι περισσότερο έντονη από την αντίστοιχη εικόνα του συνόλου της ελληνικής μεταποίησης. Η συμμετοχή του κλάδου στο περιφερειοποιημένο αυτό δίκτυο παραγωγής επιτρέπει και την καλύτερη απόκρισή του στις μεταβαλλόμενες οικονομικές και υγειονομικές συνθήκες, οι οποίες φαίνεται πλέον να έχουν αποκτήσει τοπικό χαρακτήρα.
Θα πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι τα τελευταία χρόνια έντονες προσπάθειες γίνονται από τις μονάδες του κλάδου, με προτροπή του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων (ΣΕΒΤ), να υιοθετήσουν πνεύμα καινοτομίας, στηρίζοντας έτσι τις επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη.
«Το σημαντικότερο όπλο της στην προσπάθεια αυτή είναι η ετοιμότητα του ήδη υφιστάμενου περιφερειοποιημένου (regionalized) δικτύου παραγωγής της, το οποίο της δίνει τη δυνατότητα καλύτερων αντανακλαστικών προσαρμογής σε σχέση με τους υπόλοιπους κλάδους της μεταποίησης στις συνεχώς εναλλασσόμενες οικονομικές συνθήκες, καθώς επίσης και στις μεταβολές των καταναλωτικών αναγκών που τις ακολουθούν. Συνεπώς οι δύσκολες συνθήκες που αντιμετωπίζουμε δημιουργούν νέες προκλήσεις για έναν από τους πιο σημαντικούς κλάδους της ελληνικής βιομηχανίας στις οποίες φαίνεται να έχει τα εφόδια να ανταποκριθεί.», τονίζει ο κ. Άγγελος Τσακανίκας, ο οποίος είναι επίσης και διευθυντής του Εργαστηρίου Βιομηχανικής και Ενεργειακής Οικονομίας (ΕΒΕΟ).