του Κώστα Μπαγινέτα
Με την πρόοδο στην διαβούλευση και την προετοιμασία του Εθνικού Στρατηγικού Σχεδίου για την νέα ΚΑΠ 2021-2027, αναδεικνύονται σημαντικά θέματα και προκύπτουν αξιόλογα συμπεράσματα σχετικά με την κατάσταση της Ελληνικής Γεωργίας, που άλλοτε επιβεβαιώνουν και άλλοτε ανατρέπουν τις παραδοσιακές και κατεστημένες αντιλήψεις, προκαλώντας μας να αναθεωρήσουμε θέσεις και απόψεις.
Αφορμή τέτοιων διαπιστώσεων αποτελεί η πρόσφατα εκπονηθείσα για τις ανάγκες του Στρατηγικού μας Σχεδίου Ανάλυση Πλεονεκτημάτων, Αδυναμιών, Ευκαιριών και Απειλών (ΠΑΕΑ) (Strengths, Weaknesses, Opportunities, Threats – SWOT). Η μελέτη δηλαδή που περιγράφει την υφιστάμενη κατάσταση του αγροδιατροφικού μας συστήματος, εντοπίζοντας τα δυνατά και αδύνατα σημεία του, παράλληλα με τις ευκαιρίες και τις απειλές που αυτό αντιμετωπίζει.
Ανατρέχοντας σε ορισμένα από τα στοιχεία της μελέτης αυτής, θα αναφερθώ συνοπτικά στο βαθμό αλήθειας απόψεων που ακούγονται συχνά και αφορούν στην ανταγωνιστικότητα της Ελληνικής Γεωργίας, όπως για παράδειγμα:
«…οι αγρότες μας δεν παράγουν, παίρνουν επιδοτήσεις χωρίς να δουλεύουν…»
Κάτι τέτοιο δεν ευσταθεί, καθώς οι έλληνες αγρότες αποτελούν το 11,6% του εργατικού δυναμικού της χώρας μας και παράγουν το 4,2% της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας της ελληνικής οικονομίας που ως ποσοστό είναι υπερδιπλάσιο από το μέσο όρο της Ε.Ε., ενώ σε περιφερειακό επίπεδο η συμβολή του τομέα στην περιφερειακή οικονομία είναι ακόμη μεγαλύτερη, πάνω από 8% σε 6 Περιφερειες και μεταξύ 4% και 8% σε πέντε Περιφέρειες.
«…τα ελληνικά προϊόντα δεν έχουν ανταγωνιστικότητα και εξωστρέφεια…η Ελλάδα δεν παράγει τίποτα, όλα τα εισάγουμε…»
Κατά τη διάρκεια της τελευταίας 15ετίας η αξία των εξαγωγών αγροδιατροφικών προϊόντων υπερδιπλασιάστηκε. Στη διάρκεια της δεκαετίας 2009-2019 οι εξαγωγές παρουσίασαν άνοδο κατά 53%, ενώ οι εισαγωγές αυξήθηκαν κατά 10%, με αποτέλεσμα τη μεγάλη μείωση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου κατά 72%. Ως προς τη σύνθεση των ελληνικών εξαγωγών αγροδιατροφικών προϊόντων, η αξία εξαγωγών των μεταποιημένων προϊόντων αυξήθηκε κατά 70% την ίδια περίοδο, έναντι αύξησης κατά 26% της αξίας των πρωτογενών προϊόντων.
Σημαντική βελτίωση της ανταγωνιστικότητας παρουσιάζουν κλάδοι, όπως της εντατικής αιγοπροβατοτροφίας και των κηπευτικών (κυρίως θερμοκηπιακές καλλιέργειες), δηλαδή δυο δυναμικοί και ελπιδοφόροι κλάδοι με υψηλό μέσο εισόδημα/εκμετάλλευση.
«…τα Προϊόντα ΠΟΠ – ΠΓΕ θα σώσουν την Ελληνική Γεωργία…»
Η συνολική αξία των πωλήσεων ελληνικών προϊόντων με προστατευόμενες ενδείξεις (ΠΟΠ και ΠΓΕ) για το 2017 ήταν 1,19 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ το ποσοστό των εξαγωγών στις συνολικές πωλήσεις αυξήθηκε από 28% το 2010 σε 42% το 2017. Πρόκειται δηλαδή για έναν εξαιρετικά δυναμικό και εξωστρεφή τομέα, με πολλαπλή συνεισφορά στην ελληνική αγροτική οικονομία. Η Ελλάδα βρίσκεται στην τέταρτη θέση στην Ε.Ε. αναφορικά με τον αριθμό προϊόντων ΠΟΠ – ΠΓΕ έχοντας αναγνωρίσει συνολικά 111 προϊόντα.
Από την άλλη πλευρά, παρά τον μεγάλο αριθμό αναγνωρισμένων προϊόντων, πολύ περιορισμένος είναι ο αριθμός των προϊόντων που παράγονται σε ικανοποιητικές ποσότητες. Για παράδειγμα, από τα 28 αναγνωρισμένα ελαιόλαδα ως ΠΟΠ, ΠΓΕ, ΕΠΙΠ τα τέσσερα (4) κατέχουν το 70% της αγοράς των πιστοποιημένων προϊόντων, ενώ υπάρχουν και προϊόντα με μηδενική παραγωγή. Ζητούμενο για αυτά τα προϊόντα είναι η αύξηση του όγκου παραγωγής τους για να μπορέσουν να μπουν στην αγορά.
«…πρόβλημα η χαμηλή παραγωγικότητα του πρωτογενή τομέα…»
Διαχρονικά (2005-2018) η συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής στην Ελληνική Γεωργία παραμένει αμετάβλητη, ενώ στην Ε.Ε. αυξήθηκε κατά 10% την ίδια περίοδο. Οι πενιχρές επιδόσεις της Ελληνικής γεωργίας οφείλονται κατά κύριο λόγο στην αναποτελεσματική χρησιμοποίηση της τεχνολογίας και κατά δεύτερο λόγο στην αναποτελεσματικότητα της κλίμακας παραγωγής, δηλ. του μεγέθους των εκμεταλλεύσεων.
Την τελευταία 20ετία (1999-2019), ανάλογη απόκλιση μεταξύ της χώρας και του μέσου όρου της Ε.Ε. εμφανίζει και η παραγωγικότητα της εργασίας. Η απόκλιση αυτή εμφανίζει την παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελληνική Γεωργία να αντιστοιχεί στο 65% του μέσου όρου της ΕΕ το 2019, ως αποτέλεσμα κυρίως έλλειψης επενδύσεων, που αφορούν την ορθολογική ή και συλλογική εκμηχάνιση της γεωργίας. Η κατάσταση στους κλάδους της μεταποίησης τροφίμων είναι πολύ καλύτερη, αναδεικνύοντας τον δυναμισμό της μεταποίησης ως προς την επενδυτική δραστηριότητα και την ικανότητά της να λειτουργήσει ως κινητήρια δύναμη, που θα οδηγήσει και τον πρωτογενή τομέα σε αναπτυξιακή τροχιά.
«…οι γεωργοί δεν κάνουν επενδύσεις…»
Οι συνολικές ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου στην Ελληνική Γεωργία κατ’ έτος τα τελευταία χρόνια ανέρχονται σε 1,22 δις €, που όμως δεν επαρκούν γιατί οι αποσβέσεις υπερτερούν. Όπως διαπιστώνει πρόσφατη έρευνα της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, υφίσταται ένα επενδυτικό κενό της τάξης των 4,5 έως 14,3 δις €.
Την περίοδο 2008-2017 πραγματοποιήθηκαν συνολικά ακαθάριστες επενδύσεις ύψους 21,8 δισ. € σε ολόκληρο τον αγροδιατροφικό τομέα, από τις οποίες το 59,5% στην πρωτογενή παραγωγή, το 18,6% στη μεταποίηση τροφίμων και το 11,4% στο χονδρικό εμπόριο τροφίμων-ποτών-καπνού.
«…ο έλληνας γεωργός αμείβεται πολύ λιγότερο από τους άλλους εργαζόμενους στην Ελλάδα και την Ευρώπη…»
Ο διεθνής δείκτης που συγκρίνει το γεωργικό εισόδημα ανά μονάδα ανθρώπινης εργασίας, εκφρασμένο σαν ποσοστό, σε σχέση με την μέση αμοιβή των απασχολούμενων στους άλλους τομείς της οικονομίας, στην Ελλάδα έχει τιμή το 2019 94,4%, ενώ στην Ε.Ε.-27 ανέρχεται σε 45,4%. Το γεγονός αυτό, που παρατηρείται σταθερά τα τελευταία χρόνια, δείχνει τάση προς εξίσωση του οικογενειακού εισοδήματος που προκύπτει από την γεωργία σε σχέση με τη μέση αμοιβή των μισθωτών απασχολούμενων στην υπόλοιπη οικονομία, καθώς και ότι η θέση του γεωργού στην Ελλάδα σε σχέση με τους εργαζόμενους στους άλλους κλάδους της οικονομίας είναι πολύ καλύτερη σε σχέση με τα άλλα Κράτη Μέλη της Ε.Ε.
«…το γεωργικό εισόδημα μειώνεται συνέχεια…»
Το γεωργικό εισόδημα το 2005 ανερχόταν σε 13.501€, αυξήθηκε στα 15.860€ το 2009. Στην κορύφωση της πρόσφατης οικονομικής κρίσης (2009 έως 2013) μειώθηκε κατά 22%, ενώ στη συνέχεια αυξήθηκε, φθάνοντας το 2019 στα προ κρίσης επίπεδα 15.594€, υπολειπόμενο από τον μεσο όρο της Ε.Ε. κατά 6% (16.579€). Η οικονομική κρίση έπληξε και την Ελληνική Γεωργία, αλλά με πολύ χαμηλότερη ένταση από ότι τους άλλους κλάδους της οικονομίας και αυτό προκύπτει τόσο από τα στοιχεία των εισοδημάτων, όσο και από τη μείωση του ΑΕΠ στις αγροτικές περιοχές σε σχέση για παράδειγμα με την Αττική ως μητροπολιτική αστική Περιφέρεια.
«…οι γεωργοί είναι οι αδύνατοι κρίκοι της αγροδιατροφικής αλυσίδας…»
Από την ανάλυση της συγκέντρωσης στην αλυσίδα αξίας των τροφίμων φαίνεται ότι την δεκαετία 2008-2017, ένα μεγάλο μέρος του χονδρικού εμπορίου υποκαταστάθηκε από την μεταποίηση και τις αλυσίδες σούπερ-μάρκετ. Στο λιανικό εμπόριο υπάρχουν σημαντικές μεταβολές στο κλάδο των σούπερ-μάρκετ με ισχυρές ενδείξεις συγκέντρωσης.
Συγχρόνως, η διαπραγματευτική δύναμη του χονδρεμπορίου μετατοπίζεται στις μεγάλες αλυσίδες λιανικής που εξοπλίζονται με πολύ σύγχρονα συστήματα εφοδιασμού (logistics) και γεωγραφικά κατανεμημένους αποθηκευτικούς χώρους. Οι πέντε μεγαλύτερες αλυσίδες σούπερ-μάρκετ συγκέντρωσαν στην Ελλάδα το 2018 το 90,1% των συνολικών πωλήσεων των 42 συνολικά αλυσίδων του κλάδου.
Ουσιαστικά το πρότυπο της εμπορίας γεωργικών προϊόντων έχει μεταβληθεί με τον ρόλο των μεγάλων αλυσίδων λιανικής να υποκαθιστούν το χονδρικό εμπόριο, δημιουργώντας νέες συνθήκες και ταυτόχρονα ευκαιρίες για όσους γεωργούς μπορούν να ανταποκριθούν.
«…ο μικρός κλήρος μειώνει την ανταγωνιστικότητα…»
Η μέση εκμετάλλευση στην Ελλάδα είχε το 2016 έκταση 6,6 εκταρίων, υπολειπομένη της μέσης έκτασης των 16,6 εκταρίων που είχε η μέση εκμετάλλευση στην Ε.Ε. Το 77,3% όλων των εκμεταλλεύσεων είχε την ίδια χρονιά φυσικό μέγεθος μέχρι 5 εκτάρια, με τις μισές μέχρι 2 εκτάρια και μόλις το 2,3% του συνόλου έκταση μεγαλύτερη των 30 εκταρίων.
Τα νούμερα δείχνουν ότι το πολύ μικρό μέσο φυσικό και οικονομικό μέγεθος των γεωργικών εκμεταλλεύσεων της χώρας, αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για την δημιουργία οικονομιών κλίμακας και την βέλτιστη αξιοποίηση των συντελεστών παραγωγής.
«…ο έλληνας γεωργός δεν μπορεί να συνεργαστεί…»
Το μικρό μέγεθος των γεωργικών εκμεταλλεύσεων και ο αυξανόμενος ανταγωνισμός καθιστούν αναγκαία την συμμετοχή των γεωργών σε συλλογικά σχήματα. Στην Ε.Ε. οι συνεταιρισμοί έχουν κυρίαρχο ρόλο, με το ποσοστό της γεωργικής παραγωγής που διακινούν/μεταποιούν να υπερβαίνει το 60% της συνολικής γεωργικής παραγωγής. Μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες στο κλάδο των τροφίμων και ιδιαίτερα στον τομέα των γαλακτοκομικών προϊόντων είναι συνεταιρισμοί.
Αντίθετα, στην Ελλάδα σε σύνολο 880 ενεργών συνεταιρισμών λιγότεροι από 50 έχουν κύκλο εργασιών που υπερβαίνει τα 5 εκ. € και λιγότεροι από 10 αγροτικοί συνεταιρισμοί έχουν κύκλο εργασιών που υπερβαίνει τα 20 εκ. €. Τα νούμερα αυτά φανερώνουν ότι οι περισσότεροι συνεταιρισμοί βρίσκονται σε κακή κατάσταση καθώς και τη χαμηλή συμμετοχή των παραγωγών σε συλλογικά σχήματα.
Η αύξηση της συμμετοχής των παραγωγών μας σε συλλογικά σχήματα αποτελεί μονόδρομο για την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής Γεωργίας και ενδεχόμενα προϋπόθεση επιβίωσης για συγκεκριμένους κλάδους.
Αυτοί είναι κάποιοι μόνο από τους μύθους και τις αλήθειες της Ελληνικής Γεωργίας, που αφορούν στο βαθμό ανταγωνιστικότητάς της και θα πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη στον σχεδιασμό της στρατηγικής μας για την νέα ΚΑΠ, ώστε να διασφαλίσουμε στο μέγιστο δυνατό βαθμό την επίτευξη των φιλόδοξων στόχων της ως προς τη στήριξη του γεωργικού εισοδήματος, τη βελτίωση της παραγωγικότητας, με μεγαλύτερη έμφαση στην εισαγωγή της καινοτομίας και τη μεταφορά γνώσης στο πρωτογενή τομέα, την ισχυροποίηση των αγροτών στην αλυσίδα αξίας, την προσέλκυση νέων γεωργών, καθώς και τη διευκόλυνση της επιχειρηματικής ανάπτυξης και των επενδύσεων στις αγροτικές μας περιοχές.
Σε αυτή την πορεία προς τη νέα εποχή του πρωτογενή μας τομέα χρειάζεται η συστράτευση όλων των παραγωγικών δυνάμεων του τόπου και η κατάθεση δημιουργικών, ρεαλιστικών και καινοτόμων προτάσεων που θα προωθούν τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις και αλλαγές.
*πρώτη δημοσίευση: www.in.gr