του Θεόδωρου Φορτσάκη*
Οι δυσκολίες που βιώνουμε, με την πανδημία, τη συνακόλουθη οικονομική δυσπραγία, τους εξωτερικούς κινδύνους, μονοπωλεί, πολύ καιρό τώρα, την προσοχή μας. Μας διαφεύγουν όμως άλλα σημαντικά ζητήματα, όχι λιγότερο επίκαιρα. Έτσι ελάχιστη προσοχή αποδόθηκε στην πρόσφατη Έκθεση Παρακολούθησης για την Ελλάδα της GRECO, της Ομάδας Κρατών κατά της Διαφθοράς του Συμβουλίου της Ευρώπης. Ωστόσο, η Έκθεση αυτή, που συντάχθηκε ειδικά για την Ελλάδα στο πλαίσιο εξαιρετικής διαδικασίας που είχε ξεκινήσει το 2019, προβλήθηκε στα διεθνή μέσα και στον διεθνή Τύπο ως πισωγύρισμα της χώρας μας.
Η Έκθεση εστιάζει στη μη συμμόρφωσή μας στις συστάσεις της GRECO που συμμεριζόταν και η Ομάδα Εργασίας του ΟΟΣΑ για τη Δωροδοκία (WGB). Αρχική αιτία ήταν η τροποποίηση, τον Ιούνιο 2019, του άρθρου 236 του Ποινικού Κώδικα που υποβάθμισε τη δωροδοκία δημοσίων λειτουργών από κακούργημα σε πλημμέλημα.
Παρότι η σημερινή Βουλή επανέφερε τη δωροδοκία σε κακούργημα, είναι λυπηρό, αναφέρει η Έκθεση, ότι η έστω για λίγο ισχύσασα ευνοϊκότερη διάταξη εφαρμόζεται για όλα τα αδικήματα που διαπράχθηκαν πριν από την επαναφορά αυτή για τα οποία δεν έχει εκδοθεί απόφαση ή δεν έχει εκτελεστεί η ποινή. Αυτό απορρέει από συνταγματικές αρχές και δεν διορθώνεται. Η Έκθεση σημειώνει όμως ότι και μετά την αλλαγή το άρθρο 236.1 ΠΚ παραμένει αποδυναμωμένο γιατί το αδίκημα θεωρείται λιγότερο σοβαρό. Επίσης, σημειώνει, το άρθρο 48 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας που επιτρέπει στον εισαγγελέα να απέχει από τη δίωξη, αν εκείνος στον οποίο αποδίδεται η πράξη συναινέσει σε εναλλακτικά μέτρα. Επίσης, σημειώνει το άρθρο 235.5 ΠΚ που δεν περιλαμβάνει τη δωροληψία δημοσίων λειτουργών ξένης χώρας, αφήνοντας έτσι εκτός του πεδίου του πολλές περιπτώσεις. Τέλος, αναφέρεται στις καταχρήσεις που μπορεί να γεννήσει το άρθρο 263A ΠΚ που αφήνει ατιμώρητο τον υπαίτιο σε περίπτωση έμπρακτης μετάνοιας. Παρότι τον Μάρτιο 2020 ιδρύθηκε νομοπαρασκευαστική επιτροπή για τα ζητήματα αυτά και παρότι επικαλεστήκαμε διάφορες γενικές διατάξεις για την κάλυψη των κενών που επισήμανε η GRECO, το τελευταίο παραμένει ανικανοποίητο, ζήτησε να δημοσιεύσουμε στα ελληνικά την Έκθεση και να προσαρμοστούμε εντός έτους. Γιατί, όπως υπογραμμίζει η Έκθεση, η διαφθορά δεν αποτελεί μόνο σημαντικό οικονομικό αδίκημα, αλλά μπορεί και να απειλήσει το κράτος δικαίου, τη σταθερότητα των δημοκρατικών θεσμών και τα ηθικά θεμέλια της κοινωνίας, να υπονομεύσει τη χρηστή διακυβέρνηση, την ασφάλεια, την υγεία, τη νομιμότητα, τη δικαιοσύνη και την ίση αντιμετώπιση.
Δεν χρειάζεται να προσθέσουμε κάτι σε ό,τι με ακρίβεια καταγράφει και αναλύει η Έκθεση, πλην της έκφρασης ανησυχίας για την αργοπορία μας να συμμορφωθούμε. Αλλά και πέραν της αναγκαίας τροποποίησης του θεσμικού πλαισίου για τη δωροδοκία, θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο να διαθέταμε στατιστικά στοιχεία για τις πραγματικές καταδίκες για τη διαφθορά γενικότερα. Συχνά η χώρα αρκείται στην υιοθέτηση μέτρων γραφειοκρατικών, χωρίς αποτίμηση της πραγματικής τους απήχησης.
Χρειάζεται μια πραγματική αποτίμηση στον τομέα αυτόν και ειδικότερα του έργου της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας που δημιουργήθηκε με μεγάλο επικοινωνιακό κρότο πριν από 15μήνες με τον πρώτο νόμο της νέας κυβέρνησης για το επιτελικό κράτος. Είναι κοινότοπη υπόμνηση ότι επικρατεί γενικά η αντίληψη ότι η εκτεταμένη πραγματική διαφθορά παραμένει ατιμώρητη. Και όμως, όπως πολύ ορθά είπε ο Πρωθυπουργός: «Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η διαφθορά, όταν επικρατεί σε όλα τα επίπεδα, είναι σαν το σαράκι, τρώει την κοινωνία από μέσα. Και όταν δεν υπάρχει εμπιστοσύνη ότι το κράτος λειτουργεί με ακεραιότητα, αυτό αποτελεί συχνά το καλύτερο άλλοθι και για τον πολίτη να παρανομεί και αυτός». Ήρθε η ώρα να προχωρήσουμε σε πιο αποτελεσματικές ενέργειες.
*καθηγητής της Νομικής Σχολής Αθηνών, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, πρ. βουλευτής Επικρατείας