του Νίκου Αναπλιώτη*
To 2020, βάσει των τελευταίων στοιχείων της Τράπεζας της Ελλάδος, το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) συνέχισε να παρουσιάζει πτωτική τάση και, σύμφωνα με το τρίτο τρίμηνο του 2020, ανέρχεται σε 35,8% από 42,1% την ίδια περίοδο το 2019. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τη μειωμένη οικονομική δραστηριότητα λόγω της πανδημίας και οφείλεται κυρίως στην απόφαση των τραπεζών για αναστολή καταβολής δόσεων σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά, που περιόρισε σε σημαντικό βαθμό την εισροή νέων ΜΕΔ.
Οι ελληνικές τράπεζες υπέβαλαν στον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ανανεωμένα πλάνα, που προβλέπουν τη μείωση των ΜΕΔ κάτω του 10% μέχρι το τέλος 2022. Πλέον, ο ρυθμός αυτής της μείωσης αναμένεται να επιβραδυνθεί, λόγω του δεύτερου κύματος της πανδημίας και του επικείμενου τρίτου. Η επιβολή νέου lockdown και η αβεβαιότητα σχετικά με τη διάρκειά του διακυβεύουν τις οικονομικές προβλέψεις και τα σενάρια ανάπτυξης για τα προσεχή χρόνια. Το υπουργείο Οικονομικών αναθεώρησε τις προβλέψεις του προς το κάτω εκτιμώντας ότι η ύφεση το 2020 θα φτάσει στο 10,5% ξεπερνώντας την αρχική πρόβλεψη του 8,2%. Παράλληλα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Τράπεζας της Ελλάδος εκτιμούν ότι το ποσοστό ύφεσης θα κυμανθεί μεταξύ 9,5% και 10% αντίστοιχα.
Η επιβολή των αρχικών περιοριστικών μέτρων το 2020 περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, ένα μορατόριουμ στις πληρωμές δανείων σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις που επηρεάστηκαν από την κρίση. Έως το β΄ τρίμηνο του 2020, η παύση πληρωμών λόγω της πανδημίας που είχε εγκρίνει ο τραπεζικός τομέας ανερχόταν σε οφειλές άνω των 22 δισ. ευρώ, βάσει στοιχείων της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (EBA). Ένα παρατεταμένο κύμα της πανδημίας πολύ πιθανόν να αναθεωρήσει τις υπάρχουσες εκτιμήσεις των τραπεζών για περαιτέρω ΜΕΔ, ύψους 5-7 δισ. ευρώ. Το μακροοικονομικό περιβάλλον τους επόμενους μήνες θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό το ύψος των νέων ΜΕΔ, με την Τράπεζα της Ελλάδος να προβλέπει αύξηση έως και 10 δισ. ευρώ.
Μια ανάλυση με βάση τους κωδικούς αριθμούς δραστηριότητας (ΚΑΔ) των επιχειρηματικών κλάδων δείχνει ότι περίπου 60% των συνολικών ενήμερων και μη δανείων στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών επηρεάζονται άμεσα από την πανδημία. Αρκετές από τις παραπάνω επιχειρήσεις δεν προέβησαν σε κάποια αναστολή δόσεων στο πρώτο κύμα της πανδημίας, αλλά αναμένεται να προχωρήσουν άμεσα. Περίπου 80% του ποσοστού αυτού ανήκει σε πέντε κατηγορίες: λιανικό και χονδρικό εμπόριο, τουρισμός, μεταφορές, εστίαση, τέχνη και πολιτισμός. Η επιστροφή στην κανονικότητα θα επηρεάσει σημαντικά όλες τις παραπάνω κατηγορίες. Στον τουρισμό και στις μεταφορές θα πρέπει να συνυπολογιστεί και ο εποχικός τους χαρακτήρας. O έλεγχος της πανδημίας τους επόμενους τρεις μήνες θα είναι καθοριστικός, αν υπολογιστεί ότι περίπου το 10% του ΑΕΠ προέρχεται άμεσα από τον τουρισμό. Το ποσοστό αυτό αυξάνεται σημαντικά με τον υπολογισμό των έμμεσων εισφορών που απορρέουν από τον τουρισμό. Στο λιανικό εμπόριο θα πρέπει να εκτιμηθεί εάν οι ηλεκτρονικές αγορές επηρέασαν την καταναλωτική συνήθεια του πληθυσμού, η οποία θα ζημιώσει κυρίως μικρότερες επιχειρήσεις καθώς δεν θα κατορθώσουν να προσαρμοστούν άμεσα στα καινούργια δεδομένα της αγοράς.
Ήδη οι τράπεζες ανακοίνωσαν προγράμματα με μειωμένες δόσεις για ένα διάστημα που θα αυξάνονται κλιμακωτά, φτάνοντας το 100% έως το δεύτερο εξάμηνο του 2022. Μια σημαντική αύξηση σε καινούργια ΜΕΔ είναι αναμενόμενη, παρά τις υπάρχουσες διευκολύνσεις. Σε αυτό θα πρέπει να προστεθεί ότι η αξιοποίηση των πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης αναμένεται να δοθεί στις αρχές του καλοκαιριού, όπου η ανάγκη των επιχειρήσεων για ρευστότητα και χρηματοδότηση είναι πιο άμεση. Όλα τα παραπάνω θα πρέπει να αξιολογηθούν με βάση τις υπάρχουσες συστημικές λύσεις. Παράλληλα, μια επέκταση του σχεδίου «Ηρακλής» ή και η αξιοποίηση άλλων προτάσεων που ενδεχομένως προωθηθούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο ίσως είναι απαραίτητη.
*Senior Manager, Deals – Financial Services, PwC Ελλάδας