του Κώστα Χριστίδη*
Η πανδημία του κορωνοϊού, ένας απρόβλεπτος και κυριολεκτικά θανάσιμος κίνδυνος, ανάγκασε τα κράτη, ασκώντας το μονοπώλιο της έννομης βίας, να λάβουν μέτρα περιορισμού της ελεύθερης μετακίνησης, των συναθροίσεων, του συγχρωτισμού, της λειτουργίας καταστημάτων και επιχειρήσεων κ.α. Τα μέτρα αυτά, όπως ήταν μετά βεβαιότητας αναμενόμενο, προκάλεσαν ισχυρότατη οικονομική κρίση και οδήγησαν τα δημόσια οικονομικά σε εκτροχιασμό και εκατομμύρια ατόμων, παγκοσμίως, σε οικονομική συντριβή. Φυσικό και απαραίτητο είναι, υπό τις συνθήκες αυτές, κάθε κράτος να προσπαθεί να ενισχύσει, κατά το δυνατόν, τους πληττόμενους. Σύμφωνα με υπολογισμούς του Διεθνούς Χρηματοπιστωτικού Ινστιτούτου (IIF), ως αποτέλεσμα των αυξημένων κρατικών δαπανών λόγω της πανδημίας και των προσπαθειών στήριξης των οικονομικώς πληγέντων, το έτος 2020 το παγκόσμιο χρέος αυξήθηκε κατά 24 τρις δολάρια και έφθασε στο πρωτοφανές ύψος των 281,5 τρις δολαρίων ή ποσοστό 355% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Ο Πρόεδρος Μπάιντεν ανακοίνωσε ήδη νέο πρόγραμμα ενίσχυσης της οικονομίας ύψους 1,9 τρις δολαρίων, ενώ η ΕΕ εξήγγειλε ανάλογο πρόγραμμα ύψους 750 δις ευρώ (το οποίο από πολλούς θεωρείται ανεπαρκές).
Είναι λογικό σε περιόδους παρατεταμένης κρίσης, είτε αυτή είναι επακόλουθο πολεμικών συγκρούσεων, όπως π.χ. μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, είτε είναι συνέπεια επιδημιολογικών εξελίξεων, όπως η παρούσα πανδημία, το κράτος να αναλαμβάνει ένα πολύ πιο παρεμβατικό ρόλο στην κοινωνία και την οικονομία, με ρυθμίσεις, απαγορεύσεις, μέτρα στήριξης κλπ. Ο παρεμβατισμός αυτός ενθουσιάζει τους χρονίως προσβεβλημένους από τον ιό του κρατισμού, οι οποίοι θεωρούν ότι η λύση σε όλα τα προβλήματα, οικονομικά ή άλλα, είναι ‘’το ρίξιμο περισσότερων χρημάτων στην αγορά’’ μέσω των ολοένα αυξανόμενων δημόσιων δαπανών. Παραγνωρίζουν όλοι αυτοί ότι μεσομακροπρόθεσμα είναι καταστρεπτική η εκτύπωση χρήματος από την κρατική μηχανή σε ρυθμούς πολύ μεγαλύτερους από τους ρυθμούς αύξησης της παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών σε μία συγκεκριμένη χώρα, καθόσον έτσι δημιουργείται κύμα πληθωρισμού, δηλ. σημαντική αύξηση του γενικού επιπέδου τιμών, που πλήττει τους πάντες και ιδίως τα φτωχότερα στρώματα. Λησμονούν ακόμη και τους προβληματισμούς του ίδιου του Κέινς, ο οποίος έχει πει ότι ‘’θα αρχίσω να ανησυχώ εάν κάποια στιγμή οι δημόσιες δαπάνες υπερβούν το 25% του ΑΕΠ’’. Και διερωτάται κανείς, σε ποιο ποσοστό άραγε δημοσίων δαπανών επί του ΑΕΠ θα αρχίσουν να ανησυχούν οι σύγχρονοι οπαδοί του Κέινς ;
Η προοπτική μίας πληθωριστικής έκρηξης μετά από τρεις δεκαετίες σχετικής σταθερότητας των τιμών είναι ένα άκρως ανησυχητικό ενδεχόμενο. Ίσως, μάλιστα, κάποιοι να επιδιώκουν μία τέτοια εξέλιξη ως μέσο μείωσης του χρέους, δημόσιου και ιδιωτικού, για το οποίο άλλοι προτείνουν διάφορους τρόπους ‘’κουρέματος’’. Η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική σε περιόδους κρίσεων, όπως η παρούσα, είναι, επαναλαμβάνω, μέχρις ενός χρονικού σημείου και μέχρις ενός βαθμού, αναπόφευκτη. Η άνοδος, πάντως, των καταθέσεων και η άνοδος των χρηματιστηρίων εν μέσω γενικευμένης ύφεσης δείχνει ότι σε κάποιες περιπτώσεις τα όρια αυτά έχουν ήδη ξεπερασθεί και πιθανόν να επωάζονται κάποιες νέες ‘’φούσκες’’. Τότε για άλλη μία φορά θα τρέχουν πολλοί πανικόβλητοι να απαλλαγούν από υπερτιμημένα νομίσματα και μετοχές, όπως ακριβώς συμβαίνει και με το φύλλο του ‘’μουτζούρη’’ στο ομώνυμο παιχνίδι της τράπουλας.
*Νομικός – Οικονομολόγος