του Γιώργου Καρανίκα*
Κατά την περίοδο της πανδημίας, ο αγώνας επιβίωσης του ελληνικού εμπορίου είναι διπλός και εξαντλητικός. Από τη μία πλευρά υπάρχει η άμεση και πιεστική προσπάθεια του να αντεπεξέλθει στην ασφυκτική έλλειψη ρευστότητας και τις συσσωρευμένες υποχρεώσεις. Από την άλλη, εν ριπή οφθαλμού ο ψηφιακός μετασχηματισμός των μικρομεσαίων εμπορικών επιχειρήσεων μετατράπηκε από μεσοπρόθεσμη προοπτική σε επιτακτική αναγκαιότητα. Ηδη από τον Φεβρουάριο του 2020 –και προ πανδημίας– η ΕΣΕΕ με το μεγάλο συνέδριο Future of Retail είχε αναδείξει τις προκλήσεις και τις ευκαιρίες της νέας ψηφιακής εποχής για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Είναι αλήθεια, όμως, πως από τότε οι ανατροπές στην αγορά υπερέβησαν κάθε πρόβλεψη και αιφνιδίασαν ακόμη και εμπορικούς κολοσσούς.
Η πανδημία υπογράμμισε με σκληρό και επώδυνο τρόπο τις ευθύνες σχεδόν όλων των κυβερνήσεων της μεταπολίτευσης που δημιούργησαν και συντήρησαν έναν γραφειοκρατικό δημόσιο τομέα ανίκανο και απρόθυμο να σχεδιάσει και να επενδύσει, αφενός στην ενίσχυση του βαθμού ψηφιακής ωριμότητας των δικών του δομών και υπηρεσιών, αφετέρου στην ψηφιοποίηση του παραγωγικού και επιχειρηματικού ιστού της χώρας. Διαχρονικά εξέλιπαν περισσότερο ο κεντρικός στρατηγικός σχεδιασμός και κατά δεύτερο λόγο τα κεφάλαια που θα έφερναν την επιχειρηματικότητα εγγύτερα στην ψηφιακή εποχή. Οι κατά καιρούς κρατικές επιδοτήσεις ψηφιακής αναβάθμισης των επιχειρήσεων και οι δράσεις ψηφιακής κατάρτισης επιχειρηματιών, ελεύθερων επαγγελματιών και εργαζομένων έρχονταν πάντα καθυστερημένα και αποσπασματικά να λύσουν προβλήματα, τα οποία δημιουργούσαν η πρότερη αδράνεια και η έλλειψη προνοητικότητας.
Σε αυτό που σήμερα όλοι συμφωνούμε είναι πως πρέπει να «τρέξουμε». Η πανδημία κατέδειξε και σε πολλές περιπτώσεις διεύρυνε το ψηφιακό χάσμα που χωρίζει τις μικρομεσαίες εμπορικές επιχειρήσεις από τις μεγάλες εγχώριες και ξένες αλυσίδες, που επένδυσαν χρόνια σε καινοτόμες ψηφιακές τεχνολογίες. Οι λίγοι έμποροι, που είχαν προλάβει να συνδυάσουν το φυσικό κατάστημα με τις ηλεκτρονικές πωλήσεις, άντεξαν και αντέχουν περισσότερο στα πλήγματα που δημιουργούν τα συνεχόμενα lockdowns. Το αποτέλεσμα είναι πως την ώρα αυτή, χιλιάδες πολύ μικρές, ατομικές και οικογενειακές εμπορικές επιχειρήσεις προσπαθούν να γίνουν ψηφιακά ανταγωνιστικές, χωρίς όμως να διαθέτουν επαρκή «εργαλεία» και τεχνογνωσία. Αναζητούν «χρυσό» στο «Ελντοράντο» του e-commerce, αλλά πολλές εξ αυτών πορεύονται χωρίς πυξίδα και κινδυνεύουν να χάσουν κι άλλο πολύτιμο χρόνο και χρήμα χωρίς ολοκληρωμένη στήριξη και καθοδήγηση από το κράτος.
Η δράση «e-λιανικό» είναι η πρώτη απόπειρα του υπουργείου Ανάπτυξης να ενισχύσει τον ψηφιακό μετασχηματισμό των εμπορικών επιχειρήσεων εν μέσω πανδημίας. Επιδοτεί με 5.000 ευρώ τις δαπάνες δημιουργίας e-shop και με το ίδιο ποσό τα έξοδα αναβάθμισης του ηλεκτρονικού καταστήματος που λειτουργεί ήδη. Ωστόσο, στην πράξη τα κόστη κατασκευής και λειτουργίας ενός σύγχρονου e-shop, αθροιστικά υπερβαίνουν κατά πολύ τις 5.000 ευρώ. Πολλές φορές και μόνο η εξειδικευμένη φωτογράφιση και επεξεργασία των εκατοντάδων ή και χιλιάδων προϊόντων που «αναρτώνται» στο e-shop ξεπερνά τις 5.000 ευρώ. Παρ’ όλα αυτά, στις επιλέξιμες δαπάνες της δράσης, οι οποίες αναφέρονται στην προδημοσίευση, περιλαμβάνονται αποκλειστικά τα έξοδα προμήθειας του απολύτως απαραίτητου τεχνολογικού εξοπλισμού και λογισμικού. Εν προκειμένω, ο κίνδυνος είναι να δημιουργηθεί ένας μεγάλος αριθμός e-shops, τα οποία δεν θα προσελκύσουν πελάτες και σύντομα θα εγκαταλειφθούν από τις απογοητευμένες επιχειρήσεις που θα τα αναπτύξουν, όπως άλλωστε συνέβη και στο παρελθόν.
Επιπλέον, η εν λόγω δράση δεν «ακουμπά» τη σύγχρονη τάση στις ηλεκτρονικές πωλήσεις που είναι η πολυκαναλική προσέγγιση, η οποία ανάλογα το είδος και το μέγεθος της επιχείρησης, μπορεί να αποβεί λιγότερο ακριβή και χρονοβόρα στο ξεκίνημα και ευκολότερη στη διαχείριση. Σήμερα, μια επιχείρηση μπορεί κάλλιστα να μην έχει e-shop, αλλά διακριτή παρουσία και σημαντικό ύψος πωλήσεων στο Διαδίκτυο, χρησιμοποιώντας μόνο τα κοινωνικά δίκτυα. Το Facebook, το Instagram, το Pinterest, κ.ο.κ. προσφέρουν, με συνδρομή ή/και με προμήθεια επί των πωλήσεων, δικές τους πλατφόρμες ηλεκτρονικών πωλήσεων. Πέραν τούτων, η Alibaba, η Amazon, το Ebay, το Etsy, αλλά και ελληνικές εταιρείες παρέχουν με ανάλογους τρόπους στις εμπορικές ΜμΕ τη δυνατότητα δημιουργίας «σελίδας» ή «καταστήματος» για την επιχείρηση, το οποίο απευθύνεται στο δικό τους στοχευμένο κοινό. Ένας έμπορος μπορεί να διαλέξει μία ή περισσότερες από αυτές τις λύσεις. Εάν αυτός ο ευέλικτος τρόπος ηλεκτρονικής πώλησης ταιριάζει καλύτερα στο δικό του προφίλ και στην παρούσα οικονομική του κατάσταση, γιατί να μην υπάρχει ανάλογη ευελιξία στο πρόγραμμα που τον επιδοτεί;
Εν κατακλείδι, ο αποδοτικός και αποτελεσματικός ψηφιακός μετασχηματισμός των ελληνικών εμπορικών ΜμΕ δεν αρχίζει και τελειώνει σε ένα e-shop. Περιλαμβάνει την ωριμότητα της επιχείρησης να εισέλθει στην ψηφιακή εποχή, την εμπειρία και την τεχνογνωσία των επιχειρηματιών και των εργαζομένων τους σε θέματα ηλεκτρονικού εμπορίου, τη γνώση σε θέματα διαχείρισης αποθεμάτων προϊόντων (logistics) και αποστολών τους στον πελάτη όταν οι πωλήσεις διεξάγονται ηλεκτρονικά – και άρα απευθύνονται και σε απομακρυσμένες από την έδρα της επιχείρησης αγορές. Χρειάζεται δε την τεχνογνωσία σε θέματα ψηφιακού marketing, τη δυνατότητα ουσιαστικής ενσωμάτωσης της νέας τεχνολογίας στη στρατηγική αλλά και στην καθημερινή λειτουργία μιας ΜμΕ και πολλά άλλα. Τα κονδύλια του ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ που έχουν προϋπολογισθεί για την ψηφιοποίηση των ελληνικών επιχειρήσεων και για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας είναι ικανά να στηρίξουν ένα συνεκτικό, λεπτομερώς σχεδιασμένο και εφαρμόσιμο εθνικό σχέδιο σε αυτή την κατεύθυνση. Ας μη χάσουμε και αυτή την ευκαιρία.
*πρόεδρος της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (ΕΣΕΕ)