του Κοσμά Χρηστίδη*
Η νέα γεωπολιτική και γεωοικονομική σκηνή του 2020, όπως διαμορφώνεται μετά την υγειονομική κρίση, χαρακτηρίζεται από αστάθεια, αβεβαιότητα και αυξημένη επικινδυνότητα στην ζώνη της Ανατολικής Μεσογείου. Μείζονα γεωζητήματα, πολιτικά και οικονομικά, αιωρούνται. Τα εθνικά μας συμφέροντα, η εθνική μας ασφάλεια αναμένεται να δοκιμαστούν. Αυτό αναδεικνύουν, έμπρακτα, τα γεγονότα των τελευταίων μηνών στην Α. Μεσόγειο που μόνο ευχάριστα δεν είναι (είναι απίστευτος ο αριθμός των μετώπων που έχει ανοίξει ο νεο-αδόλφος πρόεδρος της Τουρκίας κ. Ερντογάν).
Τον πίνακα διεθνών εκκρεμοτήτων συμπληρώνουν τα ζητήματα: Συριακό, Ειρήνευση Λιβύης, Παλαιστινιακό, Κυπριακό, Κουρδικό, Μεταναστευτικό, και Οριοθέτηση Υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ. Η προοπτική διαχείρισης του ενεργειακού πλούτου της Α. Μεσογείου χρονικά μάλλον μετατοπίζεται. Τα πάντα ρει.
Το δυναμικό αυτό γεωπεδίο αξίζει να μελετηθεί σε βάθος ώστε, να βρεθούμε αγρυπνούντες, ομοτράπεζοι στην τακτοποίηση των δυναμικών ροών αστάθειας. Αυτονόητη η ανάγκη Εθνικού σχεδίου με σαφείς στοχοθετήσεις.
Για την Ελλάδα, το Αιγαίο και η Α. Μεσόγειος συνιστούν το κέντρο βάρους της πολιτικής εθνικής ασφαλείας. Εδώ και 2500 χρόνια ο Ελληνισμός στα ίδια νερά προβάλλει νικηφόρα αντίσταση ενάντια των επιδρομών εξ Ανατολών. Αυτό το επέτυχε με τη ναυτική ισχύ που διέθετε, με την αγάπη της ελευθερίας.
Και σήμερα, για να αντιμετωπίσει η Ελλάδα τις προκλήσεις εθνικής ασφάλειας, έχει ανάγκη ισχυρής ναυτικής δύναμης. Να μη λησμονείται το γεγονός ότι προηγήθηκε η συγκρότηση εθνικού στόλου της ανακήρυξης εθνικού κράτους. Ισχυρό Ναυτικό, ισχυρές Ένοπλες Δυνάμεις, προϋποθέτουν πολιτικο-στρατιωτική συναντίληψη, προγραμματισμό και διάθεση πόρων.
Η Τουρκία, πολύ έξυπνα, συνδύασε τον στρατηγικό της σχεδιασμό με εμφατική μεγέθυνση της ναυτικής ισχύος της, άμα και της αεροπορικής.
Η Άγκυρα με το απόθεμα ισχύος συν το γεωπολιτικό βάρος της, ασκεί επιθετική πολιτική εναντίον της Ελλάδος. Κατά περιόδους γεννά κρίσεις στις διμερείς σχέσεις (1974-2020), ούσα εγκλωβισμένη στον μεγαλοϊδεατισμό της.
Και στην παρούσα γεωσκηνή έλκεται-κυοφορεί ανάλογη πρόθεση εκ μέρους της. Αδυνατεί η Άγκυρα, αποφεύγει να δεχθεί ότι ο δρόμος προς την ειρήνη περνά μέσα από την δικαιοσύνη, τουτέστιν, τον σεβασμό του Δικαίου της Θαλάσσης και των Διεθνών Συνθηκών που αφορούν την περιοχή.
Το ελληνικό έθνος συρρικνώνεται ακατάπαυστα για να συμπέσει με ένα κράτος, του οποίου τα σύνορα έχουν ουσιαστικά διαμορφωθεί ήδη από το 1913, η Τουρκία διανύει τον αντίθετο ακριβώς δρόμο: τα σύνορα του οθωμανικού κράτους συρρικνώθηκαν για να συμπέσουν λίγο-πολύ, την επαύριο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, με τα σύνορα μέσα στα όποια όφειλε να ζήσει στο έξης το τουρκικό έθνος.
Ο κακός γείτονας λοιπόν δεν μας επιτρέπει εφησυχασμό. Ο κ. Ερντογα?ν δεν αγόρασε τα ερευνητικά και γεωτρητικα? πλοία για λόγους εντυπωσιασμού, αλλά για την επίλυση αναγκών της χώρας του, με κυριότερη αυτήν της απόκτησης επάρκειας «ενέργειας», χωρίς την οποία δεν μπορεί να υπάρξει άνθηση της οικονομίας της. Πέραν αυτού, παρακολουθεί και την διεθνή συγκυρία, κυρίως την συμπεριφορά των ΗΠΑ, της ΕΕ, και της Ρωσίας, ώστε να εξαρτήσει τις συνολικές δραστηριότητές του από την ανοχή τους. Η ρητορική τους δεν τον φοβίζει, διότι δεν βλέπει να συνοδεύεται από πράξεις. Έτσι, μπορεί να οδηγηθούμε σε ένα πολεμικό επεισόδιο, εκτός και εάν ο κ. Ερντογάν έχει πειστεί για την αποτρεπτική ισχύ των Ελληνικών Ενόπλων δυνάμεων (Ε.Δ.) και την αποφασιστικότητα της Ελλάδας να απαντήσει.
Η αντίληψη της Ελλάδας για την στρατιωτική ισορροπία είναι ότι οι δυνάμεις της μπορούν να αποκρούσουν μια τουρκική επίθεση (σήμερα), εν αντιθέσει με την Τουρκία η οποία πιστεύει ότι οι δυνάμεις της μπορούν να αμυνθούν από ελληνική επίθεση και τώρα και μελλοντικά.
Ποιά όμως είναι η εικόνα των ένοπλων δυνάμεων σε αριθμούς, αλλά και σε ποιοτικά χαρακτηριστικά;
Ο πόλεμος ή ένα θερμό επεισόδιο ανάμεσα στην χώρα μας και στην Τουρκία, είναι τούτες τις ημέρες στο μυαλό όλων των Ελλήνων. Η στρατιωτική μηχανή της Τουρκίας παρουσιάζεται σαν πανίσχυρη, αλλά είναι έτσι η κατάσταση; Είναι τόσο ισχυρή η Τουρκία στην πράξη;
Θεωρητικά, και σε απόλυτους αριθμούς, η Τουρκία διαθέτει πολύ ισχυρές ένοπλες δυνάμεις, τις δεύτερες μεγαλύτερες στο ΝΑΤΟ, σύμφωνα με δημοσιεύματα και έρευνα διαδικτύου στις ιστοσελίδες https://armedforces.eu/, https://www.sipri.org/, https://www.nationmaster.com/, κ.α. Όμως, τα πράγματα δεν είναι τόσο απόλυτα, αλλιώς οι πόλεμοι θα κερδίζονταν στα χαρτιά. Οι αριθμοί από μόνοι τους δεν αντιπροσωπεύουν την πραγματικότητα στην ισορροπία (σκληρής) ισχύος. Υπάρχουν τρωτά σημεία που έχει η γειτονική χώρα και στα οποία θα μπορούσε να υποστεί τεράστιες ζημιές από μια ενδεχόμενη ολική σύγκρουση με την Ελλάδα.
Το 2019, οι εφημερίδες που είναι πιστές στον κ. Ερντογάν, με προεξάρχουσα την Yeni Safak, επεξεργάστηκαν σενάρια πολέμου, με ποιο όπλο θα επιτεθούν στην Ελλάδα. Προκρίθηκαν οι πύραυλοι τουρκικής προέλευσης (J600T, SOM Cruise και Bora) εγκατεστημένοι στην δυτική ακτή της χώρας, με εμβέλεια έως 280 χλμ., που θα μπορούσαν να χτυπήσουν όχι μόνο τα ελληνικά νησιά, αλλά και την πρωτεύουσά τους, την Αθήνα. Αλλά, οι σύγχρονες συρράξεις δεν θυμίζουν και δεν μοιάζουν με τους πολέμους του προηγούμενου αιώνα. Σήμερα, ο συμβατικός πόλεμος είναι πλέον πιο εξελιγμένος, ηλεκτρο-μαγνητικός, και σαφώς ταχύτερος.
Κύριος δείκτης ισορροπίας ισχύος είναι και ο αριθμός των κατοίκων. Περίπου, 70 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν στην Τουρκία και 11 εκατομμύρια στην Ελλάδα. Χάρη σε αυτό το αποθεματικό, οι Τούρκοι μπορούν να καλέσουν περισσότερους ανθρώπους ως εφεδρεία. Άρα το πλεονέκτημα της Τουρκίας έγκειται στο τεράστιο ανθρώπινο δυναμικό και τα αποθέματα, αλλά αυτό θα πάρει χρόνο για να κινητοποιηθεί. Το πιο πιθανό είναι να μην μπορέσει χρονικά να τα αξιοποιήσει και το πλεονέκτημα θα χαθεί σε έναν γρήγορο πόλεμο ή εάν οι μεγάλες δυνάμεις, κυρίως οι ΗΠΑ, παρέμβουν δυναμικά για να τον σταματήσουν, πριν η σύγκρουση γίνει πολύ καταστροφική.
Οι αξιωματικοί των Ενόπλων Δυνάμεων (Ε.Δ.), πολύ νωρίς στην καριέρα τους, μαθαίνουν ότι η στρατιωτική ισορροπία με τον αντίπαλο στηρίζεται, κυρίως, σε δύο βασικά χαρακτηριστικά: στην ποιότητα (τεχνολογία και εκπαίδευση), αλλά και στους αριθμούς. Στην δεύτερη περίπτωση, το μέγεθος των Ε.Δ. μιας χώρας αναγκαστικά καθορίζει τις επιλογές της. Την ποιότητα της ισορροπίας με τον αντίπαλο καθορίζει η τεχνολογία των εξοπλισμών και το προσωπικό (εκπαίδευση). Και αν οι επιτελείς των Ε.Δ. μπορούν να είναι πραγματικά υπερήφανοι για την ποιότητα των στελεχών τους, το ζήτημα της τεχνολογίας των εξοπλισμών δημιουργεί σε όλους σκεπτικισμό και ανησυχία για το μέλλον.
Τα μνημόνια και η προηγούμενη χρονική περίοδος ανεξέλεγκτων δαπανών («πάρτι» εξοπλισμών) ήταν καταστροφικά για την Ελλάδα και την άμυνα της χώρας, τόσο σε υλικό όσο και σε στελέχη, αλλά και σε βάθος χρόνου η κατάσταση θα χειροτερέψει λόγω της δημογραφικής κατάρρευσης που παρατηρείται μετά το 2010 και η οποία θα αρχίσει να γίνεται εμφανής την δεκαετία που μας έρχεται.
Αντίθετα με την Ελλάδα, η Τουρκία ξεκίνησε μαζικούς εξοπλισμούς ενώ στην χώρα μας η κρατική αμυντική βιομηχανία με τον «τοξικό» συνδικαλισμό της και με διαχρονική ευθύνη των πολιτικών ηγεσιών (στήριξη της τοξικότητας προς επίτευξη επίπλαστης –επικοινωνιακής- ειρήνης) ξέπεσε σε γενική ανυποληψία.
Ο κύριος λόγος γι’ αυτό δεν είναι μόνο η άρνηση των κυβερνήσεων να επενδύσουν στην άμυνα και η δημοσιονομική αδυναμία της Ελλάδας που πρακτικά έχουν καθηλώσει πλέον της εικοσαετίας τις αμυντικές δαπάνες, αλλά και η στρατηγική επένδυση της Τουρκίας στην δημιουργία μιας στιβαρής αμυντικής βιομηχανίας.
Η Ελλάδα εισάγει σχεδόν το σύνολο των οπλικών συστημάτων της, την στιγμή που η Τουρκία κατασκευάζει με δική της τεχνογνωσία πάνω από το 65% των εξοπλισμών της, μάλιστα με μια αρκετά μεγάλη και εξαγώγιμη λίστα προϊόντων, η οποία περιλαμβάνει και εγχώριας κατασκευής μη επανδρωμένα αεροχήματα (UAV), καθώς και πυραύλους μικρού και μεγάλου βεληνεκούς.
Η Τουρκική Πολεμική Αεροπορία (Turk Hava Kuvvetleri, THK), όπου η εκπαίδευση των πιλότων είναι μακροχρόνια, έχει αναγκαστεί να φέρει πιλότους από την πολιτική αεροπορία αλλά και να ρίξει στον «ψυχρό πόλεμο» του Αιγαίου πιλότους χωρίς πείρα ή αλλοδαπούς (Πακιστάν), κάτι που όπως πολλοί αναλυτές σχολίασαν είναι επικίνδυνο να προκαλέσει ατύχημα. Στην Ελληνική Πολεμική Αεροπορία (Π.Α.) τα πράγματα είναι κάπως καλύτερα, καθώς τα στελέχη της θεωρούνται από τα κορυφαία σε όλη την συμμαχία του ΝΑΤΟ, ωστόσο δεν έμεινε αλώβητη. Η κρίση μείωσε τις ώρες πτήσης, με αποτέλεσμα πολλοί δυσαρεστημένοι πιλότοι να παραιτηθούν, ακόμη και πληρώνοντας την πρόωρη αποχώρησή τους, ώστε να εργαστούν στο εξωτερικό όπου είναι περιζήτητοι λόγω του υψηλότατου επιπέδου τους, βρίσκοντας εργασία ακόμη κι ως εκπαιδευτές σε ξένες πολεμικές αεροπορίες σε χώρες του Κόλπου.
Η Τουρκική Αεροπορία, μετά το 2016, έχασε τουλάχιστον 265 από τους 400 πιλότους της με αποτέλεσμα ο λόγος πιλότου προς αεροσκάφος να πέσει από το 2 στο 0,8. Και οι πιλότοι δεν είναι εύκολο να εκπαιδευτούν.
Μετά την διακοπή παραδόσεως των F-35 στην Τουρκία από τις ΗΠΑ, η THK παραμένει αριθμητικά μεγαλύτερη από την Π.Α. σε αριθμούς, αλλά από την άποψη του τεχνικού εξοπλισμού είναι σχεδόν πανομοιότυπες, καθώς και οι δύο χώρες χρησιμοποιούν τα αεροσκάφη F-16. Η Ελλάδα, όμως, διαθέτει και τα γαλλικά Mirage-2000 με τους στρατηγικούς πυραύλους SCALP-EG που προσδίδουν επιχειρησιακό πλεονέκτημα (εμβέλεια 300 Κm), ενώ με την πρόσκτηση των γαλλικών αεροσκαφών Rafale (εν αναμονή) αποκτάται η αεροπορική υπεροχή κυρίως λόγω του πυραύλων αέρος-αέρος μεγάλου βεληνεκούς.
Πραγματική απειλή για τους Τούρκους είναι τα αντιαεροπορικά συστήματα PATRIOT τα οποία και τα φοβούνται και δεν τα γνωρίζουν καλά, αλλά και το σύστημα S-300 της Κρήτης. Για την Ελλάδα η μεγάλη απειλή είναι το νεοπαραληφθέν σύστημα S-400 (απαιτεί χρόνο για επιχειρησιακή ένταξη), αλλά η Π.Α. έχει μακροχρόνια επιχειρησιακή εμπειρία από την ελληνική συστοιχία S-300 και έχει εκπαιδευτεί σε τρόπους αντιμετώπισης που μειώνουν την αποτελεσματικότητά τους. Είναι βέβαιο ότι στην THK έχουν αναγνωρίσει τις θέσεις αναπτύξεως των S-400 απέναντι από τον Έβρο και τα νησιά μας σε Αιγαίο και Δωδεκάνησα με προβάδισμα την ευρύτερη περιοχή Κρήτης-Ρόδου-Καστελορίζου-Κύπρου. Επίσης, απειλή αποτελούν τα μεταγωγικά αεροσκάφη Α-400 (μεταφορά προσωπικού-υλικού), σε περίπτωση που η Τουρκική Αεροπορία αποκτήσει την αεροπορική υπεροχή με την βοήθεια των ιπτάμενων tanker ΚC-135.
Σχετικά με το Πολεμικό Ναυτικό της Τουρκίας (Τ.Π.Ν.), σε επίπεδο πλοίων είναι σύγχρονο και με νέες μονάδες, τουρκικής μάλιστα τεχνολογίας, σε αντίθεση με το ελληνικό Π.Ν. του οποίου ο στόλος είναι γερασμένος και θα παροπλιστεί σύντομα και απότομα. Αυτό, όμως, δεν επηρεάζει την ικανότητά του να αντιμετωπίσει το Τ.Π.Ν. στο Αιγαίο, καθόσον ο κρίσιμος παράγων είναι η διαθεσιμότητα των οπλικών συστημάτων και η σκληρή εκπαίδευση από τον καιρό της ειρήνης σε ρεαλιστικές συνθήκες (με κίνδυνο απωλειών). Το Π.Ν., μαζί με την Κύπρο, έχει την δυνατότητα να βουλιάξει τον τουρκικό στόλο δύο φορές με το πυραυλικό δυναμικό του. Το ίδιο ισχύει και για το Τ.Π.Ν., αλλά το Π.Ν. της Ελλάδος έχει εκπαιδευτεί από το 2004 στην αναχαίτιση πραγματικών πυραύλων επιφανείας-επιφανείας και έχει αποκτήσει πολύ μεγάλη εμπειρία. Απειλή για το Π.Ν. είναι τα μη επανδρωμένα οχήματα-drones κ.λ.π., όπου η Τουρκία είναι προχωρημένη.
ΘΕΑΤΡΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ – ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΑ ΣΕΝΑΡΙΑ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΩΝ
Ο ελληνικός χώρος αποτελείται από πολλές στενές λωρίδες στην ηπειρωτική χώρα ή κατακερματισμένα και μεμονωμένα εδάφη (νησιά). Ο κατακερματισμένος ελληνικός χώρος μπορεί να καταληφθεί και να κρατηθεί κατά τμήματα, ακόμα και πολύ μικρά. Ο εχθρός δεν είναι υποχρεωμένος να εμπλακεί στην πολεμική περιπέτεια κατάληψης ολόκληρης της ελληνικής επικράτειας προκειμένου ν’ αποσπάσει ένα τμήμα της, όποιο θέλει και μπορεί. Όταν καταλάβει ένα τμήμα, έχει την δυνατότητα, εφ’ όσον υπερέχει στρατιωτικά, να εδραιώσει την καινούργια κατάσταση, δημιουργώντας σε σχετικά σύντομο διάστημα τετελεσμένα γεγονότα.
Πώς μπορεί η Ελλάδα να εξουδετερώσει, σε περίπτωση πολέμου, τα γεωγραφικά της μειονεκτήματα;
Από πρόσφατο αποχαρακτηρισμό αμερικανικών αρχείων, σύμφωνα με αναφορά της CIA (1988) προέκυπτε ότι «οι Έλληνες είχαν το πάνω χέρι στο Αιγαίο, ενώ οι Τούρκοι είχαν ένα καθαρό πλεονέκτημα στην Κύπρο. Οι δύο πλευρές πιθανώς αναγνωρίζουν τις δυνάμεις και τις αδυναμίες τους, και καμία από αυτές δεν έχει παρανοήσεις σχετικά με την αδυναμία της να νικήσει».
Σύμφωνα την μακροχρόνια εμπειρία στο αερο-ναυτικό περιβάλλον της Α. Μεσογείου, σήμερα, αυτό έχει αλλάξει άρδην με την απόκτηση των νέων υποβρυχίων κλάσης 214, κυρίως λόγω της μεγάλης διάρκειας παραμονής τους, και μάλιστα ανεντόπιστα, κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας (σύστημα AIP) με αθόρυβο πλου, αλλά και της ικανότητάς τους να εντοπίζουν ΠΑΝΤΑ πρώτα τα εχθρικά υποβρύχια (όπως στην κινηματογραφική ταινία «Κυνήγι του Κόκκινου Οκτώβρη»). Στην ουσία, έχουν την ικανότητα να στερήσουν από τον αντίπαλο την δυνατότητα να επιχειρεί σε μεγάλες θαλάσσιες περιοχές της Α. Μεσογείου και να του δημιουργήσουν άγχος μάχης.
Οι συγκρούσεις στο Αιγαίο και την Α. Μεσόγειο μπορούν να εξελιχθούν με διάφορους τρόπους και να κλιμακωθούν σε διαφορετικά επίπεδα έντασης. Θα μπορούσε να είναι το αποτέλεσμα ενός ατυχήματος (ακούσια σύγκρουση στον αέρα ή στην θάλασσα) ή μια ξεκάθαρη επιθετική ενέργεια. Ακόμα και στη περίπτωση ατυχήματος, οι μάχες θα μπορούσαν γρήγορα να επεκταθούν σε συνδυασμένες αεροπορικές, ναυτικές και επίγειες επιχειρήσεις στο Αιγαίο ή/και την Α. Μεσόγειο μέχρι την Κύπρο.
Όποια και αν είναι η μορφή της μάχης, μια σύγκρουση θα είναι σύντομη και δαπανηρή και για τις δύο πλευρές. Η διάρκεια της σύγκρουσης θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τα αποθέματα καυσίμων και από τα διαθέσιμα στην αρχή των εχθροπραξιών. Χωρίς τον εξωτερικό ανεφοδιασμό (από ξένες χώρες), τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία θα δυσκολευτούν να συνεχίσουν εντατικές μάχες πέραν του μηνός. Και οι δύο πλευρές πιθανότατα θα έχουν αρκετά καύσιμα στην αρχή για μεγάλης χρονικής διάρκειας σύγκρουση, αλλά και οι δύο θα αντιμετωπίσουν γρήγορα ελλείψεις πυραύλων αέρος-αέρος και αέρος-επιφανείας-αέρος. Οι εχθροπραξίες μπορούν να διαρκέσουν, ουσιαστικά, περισσότερο από δυο εβδομάδες εάν αμφότερες οι πλευρές περιόριζαν το πεδίο της μάχης σε έναν αεροπορικό πόλεμο τριβής, τοπικά ναυτικά επεισόδια, ή συνοριακές αψιμαχίες στον Έβρο.
Τα πιθανότερα πολεμικά σενάρια μπορούν να προκύψουν από εναέρια αντιπαράθεση στον αμφισβητούμενο εναέριο χώρο των έξι έως δέκα μιλίων γύρω από τα ελληνικά νησιά, ναυτικές αντιπαραθέσεις σε περιοχή της ελληνικής υφαλοκρηπίδας με ή χωρίς την παρουσία ερευνητικών πλοίων/γεωτρύπανων. Οι εσωτερικές πολιτικές εντάσεις πιθανότατα θα αυξηθούν και η στάση των δύο πλευρών θα προκαλούσε μια κατάσταση στην οποία ένα ή/και δύο πλοία μπορούν να συγκρουστούν, ένα ή περισσότερα αεροσκάφη πιθανόν να καταρριφθούν λόγω εσφαλμένου υπολογισμού, ατυχήματος ή εσφαλμένης αντίληψης για στρατιωτική απειλή.
Αν επιτευχθεί η αεροπορική υπεροχή υπεράνω των νησιών του Αιγαίου, τότε η Ελλάδα θα μπορούσε να απαγορεύσει και να χτυπήσει οποιαδήποτε ναυτική ομάδα που η Τουρκία θα προσπαθούσε να οργανώσει. Η αεροπορική υπεροχή για τους Τούρκους, από την άλλη πλευρά, θα τους επέτρεπε να περιπολούν το Αιγαίο, σχεδόν κατά βούληση, και να διακόπτουν κάθε προσπάθεια της Ελλάδας να ενισχύσει τα νησιά.
Εάν η εναέρια μάχη κλιμακωθεί σε ναυτικές και επίγειες επιχειρήσεις, οι στρατιωτικοί στόχοι για την Ελλάδα, μετά ή ταυτόχρονα με τις προσπάθειες επίτευξης της αεροπορικής υπεροχής, θα είναι η ενίσχυση των νησιών με στρατιώτες για προστασία των νησιών από τουρκική επίθεση και η διατήρηση των θαλάσσιων γραμμών επικοινωνίας τους, συμπεριλαμβανομένου του θαλάσσιου αποκλεισμού της Θράκης από εχθρικές δυνάμεις.
Οι στρατιωτικοί στόχοι της Τουρκίας θα ήταν να χρησιμοποιηθούν αεροπορικές και πιθανώς ναυτικές δυνάμεις για να διακόψουν τις ελληνικές γραμμές εφοδιασμού από την ηπειρωτική χώρα, προκειμένου να αποτρέψουν την ενίσχυση των νησιών από την Ελλάδα. Εάν οι Τούρκοι κυριαρχήσουν στον αέρα, θα μπορούσαν ακόμη και να μπουν στον πειρασμό να δοκιμάσουν μια επίθεση σε ένα από τα ελληνικά νησιά, προκειμένου να ενισχύσουν την θέση της Άγκυρας σε οποιεσδήποτε διαπραγματεύσεις μετά την σύγκρουση.
Οι ελληνικές δυνάμεις του Στρατού Ξηράς στην Θράκη ξεπερνούν τις τουρκικές δυνάμεις. Η Τουρκία έχει μεγαλύτερο αριθμό τανκς και περισσότερο πυροβολικό από την Ελλάδα. Αυτά τα τουρκικά πλεονεκτήματα σε προσωπικό και εξοπλισμό, ωστόσο, αντισταθμίζονται από το έδαφος στην ελληνική Θράκη, το οποίο είναι ευνοϊκό για τις αμυντικές επιχειρήσεις, και από την κατοχή της Ελλάδας πιο σύγχρονου αυτοκινούμενου πυροβολικού, ικανού να αντιμετωπίσει βελτιωμένα συμβατικά πυρομαχικά μεγάλης εμβέλειας. Για να δημιουργήσουν την υπεροχή της επιθετικής δύναμης που είναι απαραίτητη για να διασφαλιστεί η επιτυχία σε επιθετικές επιχειρήσεις στην Θράκη, οι τουρκικές δυνάμεις θα χρειαστούν επιπλέον εκσυγχρονισμό, ενίσχυση και αναβάθμιση της υλικοτεχνικής τους ικανότητας για να υποστηρίξουν επιχειρήσεις πέρα από εσωτερικές γραμμές επικοινωνίας.
Τα μεγάλα ελληνικά νησιά Ρόδος, Κως, Σάμος, Χίος, Λέσβος και Λήμνος έχουν εξοπλιστεί σημαντικά για θέματα αυτοάμυνας (άρθρο 51 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών). Κάθε μεγάλη διοίκηση του νησιού έχει σύνθετα τάγματα τεθωρακισμένων, πυροβολικού και αεροπορική άμυνα και μια κινητοποιημένη μέση δύναμη αρκετών χιλιάδων στρατιωτών. Τα νησιά αλληλοϋποστηρίζονται και ενισχύουν το ένα το άλλο στο να οργανώνουν ομάδες δράσης για την ενίσχυση ή την ανάκτηση μικρότερων νησιών που απειλούνται ή υπερνικούνται από επιθέσεις. Η ενίσχυση είναι δύσκολη και εξαρτάται από την δυνατότητα αερομεταφοράς σε συνδυασμό με την τοπική αεροπορική υπεροχή. Κάθε μεγάλο νησί έχει ένα ή περισσότερα αεροδρόμια ικανά να υποστηρίξουν επιχειρήσεις της Πολεμικής Αεροπορίας και να προμηθεύσουν εφόδια. Σε περίπτωση καταστροφής ή κατάληψης αεροδρομίων οι ενισχύσεις στα νησιά θα λάβουν χώρα από την θάλασσα.
Επί του παρόντος, οι άμυνες που η Ελλάδα καθιέρωσε και συνεχίζει να βελτιώνει στην Θράκη και στα νησιά του Αιγαίου εμποδίζουν την Τουρκία να καταλάβει εύκολα και να συγκρατήσει οποιοδήποτε σημαντικό τμήμα της ελληνικής επικράτειας. Όμως, το μικρό βάθος του ελληνικού χώρου δίνει στην τουρκική πλευρά την δυνατότητα να πλήξει, σχεδόν ολόκληρη την επιφάνειά του με όπλα μικρότερου βεληνεκούς καθώς και με αεροπλάνα που διαθέτουν μικρότερη ωφέλιμη ακτίνα δράσεως από τα ελληνικά.
Με την ίδια έννοια, η Ελλάδα δεν είναι σε θέση να καταλάβει, αλλά κυρίως να διατηρήσει μέρος τουρκικής επικράτειας ή να εκτελεί αποστολές επίθεσης εναντίον κύριων χερσαίων στόχων στην ενδοχώρα της Τουρκίας, λόγω σημαντικής προμήθειας αριθμού πυραύλων επιφανείας-αέρος της Τουρκίας σε συνδυασμό με το συγκριτικά μεγάλο βάθος του τουρκικού χώρου.
Η Ελληνική Πολεμική Αεροπορία (Π.Α.) έχει επιδείξει την ικανότητα να ανταποκρίνεται γρήγορα στις ειδοποιήσεις και να αναπτύσσει τις μοίρες της για να τις προωθήσει σε περιοχές για μάχη εντός ωρών. Οι ελληνικές μοίρες αναχαίτισης είναι καλύτερα προετοιμασμένες για αερομαχίες από τους Τούρκους ομολόγους τους. Η ικανότητα της Π.Α. να υπερασπίζεται την ηπειρωτική χώρα και ειδικά τα αεροδρόμια του Αιγαίου από την αεροπορική επίθεση περιορίζεται από τυχόν διαθεσιμότητα των μέσων, ενώ διατίθεται και μικρός αριθμός αντιαεροπορικών συστημάτων για υποβοήθηση. Αριθμός βασικών εγκαταστάσεων της Π.Α. στα νησιά είναι ευάλωτες σε αεροπορική επίθεση χαμηλού ύψους από την Τουρκική Πολεμική Αεροπορία (Τ.Η.Κ.), ειδικότερα με την υποστήριξη των συστοιχιών S-400.
Τα τελευταία χρόνια η Τ.Η.Κ. έχει βελτιώσει σημαντικά τις δυνατότητές της αποκτώντας σημαντικό αριθμό αεροσκαφών και αντιαεροπορικών συστημάτων για άμυνα αεροδρομίου. Επιπλέον, η Τ.Η.Κ. δημιούργησε μια υποδομή προκεχωρημένων βάσεων ανάπτυξης στην δυτική Ανατολία που διαθέτουν αποθήκες προσωπικού, καυσίμων και πυρομαχικών.
Ένα σημείο που πρέπει να υπογραμμιστεί, είναι η ανάγκη συγκέντρωσης των δυνάμεων. Η αριθμητική υπεροχή της τουρκικής πλευράς και το πλήθος των πιθανών στόχων της δίνει εξ αντικειμένου ορισμένα περιθώρια επιλογής και εκτέλεσης παραπλανητικών αποβατικών και άλλων κινήσεων με σκοπό να ενταθεί ο έτσι κι αλλιώς υπαρκτός ελληνικός πειρασμός του κατακερματισμού των δυνάμεων. Αντιθέτως, το ίδιο ισχύει και για το Τ.Π.Ν. που είναι διασπαρμένο σε τρεις ναυτικές βάσεις, αλλά η επικοινωνία τους μπορεί να διακοπεί με στοχευμένη ναρκοθέτηση.
Σε μια ναυτική αντιπαράθεση στο Αιγαίο, το Πολεμικό Ναυτικό (Π.Ν.) μπορεί να διατηρήσει τις θαλάσσιες γραμμές επικοινωνίας με τα νησιά, αν και το Τ.Π.Ν. θα μπορούσε να τις διαταράξει για μικρές χρονικές περιόδους. Εάν η Ελλάδα μπορέσει να επιτύχει τοπική αεροπορική υπεροχή, όπως είναι πολύ πιθανό, τότε οι τουρκικές ναυτικές προοπτικές θα μειωθούν ακόμη περισσότερο. Το Π.Ν. πιθανότατα θα απολάβει ένα μικρό αρχικό πλεονέκτημα, κυρίως λόγω της εγγύτητάς του σε πιθανές περιοχές σύγκρουσης στο Αιγαίο, και της εξοικείωσής του με το επιχειρησιακό περιβάλλον. Αντίθετα, το τουρκικό ναυτικό, το οποίο αναπτύσσεται κυρίως στη Μαύρη Θάλασσα και την Θάλασσα του Μαρμαρά, αρχικά θα ήταν πιο μακριά από την περιοχή των εχθροπραξιών. Η κακή ανάπτυξη των τουρκικών ναυτικών δυνάμεων θα μπορούσε να υπάρχει στην αρχή των εχθροπραξιών, αλλά θα μπορούσε (θεωρητικά) να αλλάξει γρήγορα. Μετά την έναρξη των εχθροπραξιών, δεν είναι βέβαιο ότι κάποιο ναυτικό θα μπορούσε να ελέγξει το σύνολο του Αιγαίου και της Α. Μεσογείου πέρα από την ακτογραμμή του, όμως, θα μπορούσε να αρνηθεί στον αντίπαλο περιοχές του Αιγαίου ή/και της Α. Μεσογείου για επιχειρήσεις. Ενώ το Π.Ν. έχει καλή πρόσβαση σε ηπειρωτικές εγκαταστάσεις υποστήριξης και προκεχωρημένες βάσεις, είναι πιθανό οι εγκαταστάσεις στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου να μην είναι διαθέσιμες στο Π.Ν., εάν η Τ.Η.Κ. είναι σε θέση να αποκτήσει περιοδικά έναν βαθμό αεροπορικής υπεροχής πάνω από τα νησιά.
Η ΚΑΤΟΧΗ ΩΣ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΤΙΚΟ ΧΑΡΤΙ
Η υπολογιζόμενη επιθετικότητα από τη μια ή την άλλη πλευρά πιθανότατα θα προκύψει από την απογοήτευση της διαδικασίας διαπραγμάτευσης ή από τις υποψίες της μιας πλευράς ότι η άλλη ετοιμάζεται να ξεκινήσει μια προληπτική επίθεση.
Ο πρωταρχικός τουρκικός στρατιωτικός στόχος σε μια προληπτική επίθεση, σίγουρα, θα ήταν να καταλάβει και να κρατήσει μέρος ελληνικής επικράτειας για να χρησιμοποιηθεί ως διαπραγματευτικό χαρτί στις διαπραγματεύσεις. Αυτό θα μπορούσε να λάβει τη μορφή επίθεσης στην Θράκη, επίθεση σε ελληνικό νησί του Αιγαίου (κυρίως τα εγγύτερα στην Τουρκία) ή επίθεση στο σύμπλεγμα Καστελόριζου-Κύπρου.
Αναγνωρίζοντας το υψηλό κόστος μιας επιχείρησης στην Θράκη, ακόμη και αν μπορούσαν να κατακτήσουν κάποια ελληνική επικράτεια, οι Τούρκοι το πιο πιθανόν είναι να επιλέξουν και να εισβάλουν σε ένα ελληνικό νησί. Η γειτνίαση ορισμένων ελληνικών νησιών με την τουρκική ηπειρωτική χώρα προφανώς κάνει μια τέτοια επιχείρηση να φαίνεται ελκυστική για την Άγκυρα, και εάν οι Τούρκοι κινηθούν εναντίον ενός από τα μικρότερα ακατοίκητα ή/και ελαφρά εξοπλισμένα νησιά, πιθανότατα να επιτύχουν την αποστολή τους. Αντιθέτως, εάν οι Τούρκοι προσπαθήσουν να εισβάλουν σε ένα από τα μεγάλα και καλά αμυντικά εξοπλισμένα νησιά, η επακόλουθη μάχη θα είναι εξαιρετικά δαπανηρή και για τις δύο πλευρές.
Σήμερα, το πιο πιθανό είναι οι Τούρκοι να εκμεταλλευτούν την παρούσα κατάσταση στην Α. Μεσόγειο (εκτέλεση ερευνών στην ελληνική υφαλοκρηπίδα χωρίς δυναμικές αντιδράσεις) και να ξεκινήσουν επιχειρήσεις εναντίον της Ελλάδας στο σύμπλεγμα Καστελόριζου και ανατολικά Κρήτης, επιχειρώντας γεωτρήσεις στην περιοχή. Οι Τούρκοι έχουν μεγαλύτερο ανθρώπινο δυναμικό στις περιοχές αυτές και η εγγύτητα των νησιών τους επιτρέπει γρήγορες και εν μέρει ασφαλείς αερομεταφορές.
Όμως, το κυριότερο, όπως αποδεικνύεται από τους 4 αραβοϊσραηλινούς πολέμους και τις επιχειρήσεις στη Μέση Ανατολή, μπροστά στην γενικότερη πλεονεκτική θέση της Τουρκίας, η Ελληνική πλευρά δεν θα είχε σοβαρές πιθανότητες ολοκληρωτικής στρατιωτικής νίκης αν δεν έβρισκε την δύναμη και την αποφασιστικότητα να καταφέρει το πρώτο (μαζικό) πλήγμα, αιφνιδιάζοντας τον εχθρό. Το πρώτο πλήγμα το επιβάλλει σήμερα όχι κάποια «πολεμοχαρής» διάθεση, αλλά η λογική των σύγχρονων οπλικών συστημάτων και οι απόλυτοι αριθμοί. Με δεδομένη την τουρκική υπεροπλία (αριθμητικά) και την γενικότερη τουρκική γεωπολιτική υπεροχή ένα (μαζικό) πρώτο πλήγμα εξ ανατολών θα παραλύσει τεχνικά, αλλά και ψυχολογικά την ελληνική πλευρά.
Αν και η πρόσφατη ιστορία δείχνει ότι και οι δύο χώρες δίνουν την εντύπωση ότι παίζουν με φωτιά στο Αιγαίο και την Α. Μεσόγειο, αλλά χωρίς να αισθάνονται πραγματικό κίνδυνο, αφού γνωρίζουν ότι στο τέλος θα υποχωρήσουν αποφεύγοντας την παγίδα του πολέμου. Το πιο πιθανό σενάριο είναι ότι οι δύο χώρες, αλλά κυρίως η Τουρκία, θα «εξορύξουν» πράγματι την σημασία των σχέσεων καλής γειτονίας την τελευταία στιγμή, μόνον με την παρότρυνση (απειλή) των μεγάλων δυνάμεων, και ενδέχεται να καταλήξουν για άλλη μια φορά σε μια κρίση «ταχυ-μεσονύκτιο», όπως το 1987, το 1996 κ.λπ. Ωστόσο, η διαφορά σήμερα είναι ότι τις πρώτες πρωινές ώρες ο Πρόεδρος των ΗΠΑ δεν θα επιλύει πλέον προβλήματα, αλλά θα τα σχολιάζει στο Twitter, έχοντας υπόψη του την εμπειρία του Δ’ αραβοϊσραηλινού πολέμου (Γιομ Κιπούρ). Αυτός είναι ένας παράγοντας που η Ελλάδα και η Τουρκία πρέπει να λάβουν πολύ σοβαρά υπόψη πριν συνεχίσουν την κλιμάκωση των εντάσεων και να αντιληφθούν ότι ο πόλεμος, τώρα, δεν είναι βέλτιστη επιλογή (μέχρι στιγμής όντες αμφότεροι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ, και βαριά οπλισμένοι).
Η ελληνοτουρκική στρατιωτική ισορροπία στο Αιγαίο θα παραμείνει σχετικά ομοιόμορφη έως το 2023, αλλά ήδη διαφαίνεται ότι έχει αρχίσει να κλίνει προς όφελος της Τουρκίας. Η Ελλάδα, με τον πολύ μικρότερο πληθυσμό και το αντίστοιχα μικρότερο βιομηχανικό δυναμικό της, και την συνειδητή αποχή επενδύσεων στην άμυνα πλέον της εικοσαετίας, δεν μπορεί να αναμένει να διατηρήσει την ισορροπία με την Τουρκία επ’ αόριστον, παρά την εθνική (επικοινωνιακή) δέσμευσή της. Η σημερινή στρατιωτική ανωτερότητα της Τουρκίας στην Κύπρο και στο σύμπλεγμα Καστελορίζου θα συνεχιστεί επ’ αόριστον, ιδιαίτερα όταν ως λαός δεν σκεπτόμαστε και δεν προβληματιζόμαστε ως έθνος.
Ως συνέπεια της τρέχουσας ισορροπίας δυνάμεων, ένας πόλεμος μεταξύ των δύο χωρών, σήμερα, θα ήταν γενικά ασαφής, αν και οι απώλειες και από τις δύο πλευρές, ακόμη και σε έναν πόλεμο μικρής διάρκειας, θα μπορούσαν να είναι εξαιρετικά βαριά τόσο στο προσωπικό όσο και στον εξοπλισμό.
Η Άγκυρα πιστεύει ότι οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση θέλει να καθιερώσει το Αιγαίο ως ελληνική χωρική θάλασσα στην οποία, εκτός της δικής της στενής ζώνης χωρικών υδάτων, η Τουρκία δεν έχει περισσότερα δικαιώματα (π.χ. αξιοποίηση πόρων) από οποιαδήποτε απομακρυσμένη χώρα χωρίς ακτογραμμή κατά μήκος της θάλασσας, ενώ παράλληλα έχει «ψύχωση» με την Ανατολική Μεσόγειο που την θεωρούσε και την θεωρεί δική της «τουρκική θάλασσα», πέραν του μεγαλοϊδεατισμού της.
ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΝΙΚΗΣΕΙ;
Η Ελλάδα, αφ’ ότου το έθνος συνέπεσε ουσιαστικά με το κράτος, δεν έχει ζωτικούς ιστορικούς και πολιτικούς στόχους έξω από τα σύνορά της. Όσο η υποχωρητικότητα θα αμείβεται με συμμαχικούς επαίνους, οι ψευδαισθήσεις θα αβγατίζουν και η παράλυση θα γίνεται ακόμα ηδονικότερη. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, η πραγματικότητα θα συνιστά κάμψη της ελληνικής αντίστασης, οι Έλληνες θα συνηθίσουν σιγά-σιγά να το ονομάζουν «πολιτισμένη συμπεριφορά», «υπέρβαση του εθνικισμού», και «εξευρωπαϊσμό». Πράγματι, το σημερινό δίλημμα είναι αντικειμενικά τρομακτικό και ψυχολογικά αφόρητο: η ειρήνη σημαίνει για την Ελλάδα δορυφοροποίηση, και ο πόλεμος σημαίνει συντριβή.
Οι συνέπειες ενός ελληνοτουρκικού πολέμου για την ασφάλεια των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, θα είναι βαθιές. Η άμυνα του ΝΑΤΟ στην ανατολική Μεσόγειο θα εξασθενίσει σοβαρά. Ακόμα κι αν αμφότερα τα κράτη παραμείνουν στο ΝΑΤΟ, κάτι που σήμερα δείχνει αμφίβολο, οι σχέσεις θα δηλητηριαστούν για τις επόμενες δεκαετίες. Ανεξάρτητα από τις στάσεις και τις ενέργειες των ΗΠΑ, οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ και της ΕΕ θα επικριθούν σκληρά από τουλάχιστον έναν αν όχι και από τους δύο ανταγωνιστές.
Εύλογα λοιπόν διερωτάται κάποιος: μπορεί η Ελλάδα να αναμετρηθεί στρατιωτικά τώρα με την Τουρκία και να νικήσει; Η ιστορία, όμως, μας διδάσκει ότι ιστορικά η Ελλάδα νικά την Τουρκία, όταν έχει συμμάχους και οι σύμμαχοί της έχουν να κερδίσουν από την τουρκική ήττα. Στο πρόσφατο παρελθόν αυτό έγινε τόσο στην Επανάσταση του 1821, όσο και στον Α’ Βαλκανικό πόλεμο.
Η ανάλυση των δεδομένων οδηγεί στο ερώτημα «και ημείς τι γαρ ουν ποιήσωμεν; Δύσκολο το ερώτημα, δυσκολότερη η απάντησή του. Ας μη συμπεραίνουμε τυχαία για μεγάλα πράγματα, συμβουλεύει ο Ηράκλειτος.
*Ναύαρχος (ε.α.), Επίτιμος Α/ΓΕΝ
**πρώτη δημοσίευση: Foreign Affairs The Hellenic Edition