Με την πανδημία να εξακολουθεί να πλήττει την Ελληνική, αλλά και παγκόσμια, οικονομία το 2021 αναμένεται να αποτελέσει έτος σταδιακής επαναφοράς στην κανονικότητα της οικονομικής δραστηριότητας, από μία πρωτόγνωρη κατάσταση που δημιούργησε η οικονομική κρίση που ξέσπασε τη χρονιά που πέρασε. Υπολογίζεται ότι οι ανάγκες ρευστότητας της αγοράς για το 2021 φτάνουν τα 16 δισεκατομμύρια ευρώ, με το εμπόριο και τη βιομηχανία να παρουσιάζουν τις μεγαλύτερες ανάγκες κεφαλαίων κίνησης που φτάνουν σχεδόν στο 1/3 των συνολικών αναγκών ρευστότητας όλων των κλάδων της οικονομίας.
Μελέτη της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας- που βασίζεται στο "Υπόδειγμα Ενοποιημένου Ισολογισμού του Επιχειρηματικού Τομέα"- εστιάζει στη διάγνωση των αναγκών που η πανδημία δημιούργησε στις ελληνικές επιχειρήσεις σε όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων αλλά και τις διαθέσιμες επιλογές που υπάρχουν για την κάλυψη των αναγκών αυτών.
Εκτιμήσεις για το δεύτερο εξάμηνο του έτους
Όπως προκύπτει από την πορεία των πωλήσεων, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις που παρουσιάζονται στη μελέτη, 2021 αναμένεται να αποτελέσει έτος ανάκαμψης των πωλήσεων της τάξης του +8% , επιτρέποντας την ανάκτηση άνω του 50% των απωλειών του 2020. Η ανάκαμψη αυτή αναμένεται να πραγματοποιηθεί σε δύο φάσεις, με το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους να παρουσιάζει σταθεροποιητικές τάσεις (+0,7%, σε ετήσια βάση) και το 2ο εξάμηνο να ενισχύει την δυναμική της τροχιάς ανάπτυξης (+14,6%, σε ετήσια βάση). Μεταξύ των κλάδων, ανοδικά σε σχέση με το 2019 αναμένεται να κινηθούν κατά το 2ο εξάμηνο του έτους οι κλάδοι κατασκευών, εμπορίου αυτοκινήτων και υπηρεσιών ICT (καθώς η πανδημία και τα μέσα αντίδρασης λειτουργούν ενισχυτικά για τη ζήτησή τους).
Συνεχίζονται οι πιέσεις στον τουρισμό
Στον αντίποδα, ωστόσο, φαίνεται να παραμένει ο κλάδος του τουρισμού που εκτιμάται ότι θα εξακολουθήσει να δέχεται ισχυρές πιέσεις με τις πωλήσεις του να παραμένουν σε επίπεδα χαμηλότερα του 2019 το δεύτερο εξάμηνο (κατά 38% για τα ξενοδοχεία και κατά 15% για την εστίαση). Ωστόσο, ενθαρρυντικό είναι σύμφωνα με τη μελέτη της ΕΤΕ ότι μερική ανάκαμψη έναντι του 2020 (σχεδόν 50% σε ετήσια βάση) εκτιμάται ότι θα επιτρέψει το άνοιγμα της πλειοψηφίας των ξενοδοχείων κατά την θερινή τουριστική περίοδο – επιτυγχάνοντας πληρότητες της τάξης του 45% (αντίστοιχα με τις επιδόσεις του 60% των ξενοδοχείων που άνοιξαν το καλοκαίρι του 2020). Μάλιστα, αναμένεται ότι στα τέλη του 2021 το ποσοστό του τουριστικού τομέα που θα εξακολουθήσει να αντιμετωπίζει έντονα προβλήματα ρευστότητας, θα παρουσιάσει σημαντική αποκλιμάκωση- από το 88% στο τέλος του 2020 σε 33% στο τέλος του 2021-, επιστρέφοντας σταδιακά στα προ πανδημίας επίπεδα.
Οι συνολικές ανάγκες του 2021
Ωστόσο, παρά τις θετικές προβλέψεις για την επόμενη ημέρα, όσο θα επεκτείνονται οι εμβολιασμοί αλλά και θα ανοίγουν και πάλι οι επιχειρηματικές δραστηριότητες, τα προβλήματα ρευστότητας θα υπάρχουν και εκτιμάται ότι θα δημιουργήσουν συνολικές ανάγκες ύψους περίπου 16 δισεκατομμυρίων ευρώ έως το τέλος του 2021 (από 34 δισεκατομμύρια ευρώ το 2020).
Μάλιστα, σε επίπεδο κλάδων του εμπορίου και βιομηχανίας φαίνεται να παρουσιάζουν τις μεγαλύτερες ανάγκες κεφαλαίων κίνησης (€4,4 δις και €2,5 δις αντίστοιχα, αντανακλώντας το μέγεθος των κλάδων), και ο τουρισμός τις πιο πιεστικές ανάγκες (αναμένεται να προσεγγίσουν το 40% των πωλήσεων ξενοδοχείων και εστιατορίων).
Η συνδυασμένη πολιτική παρεμβάσεων από το κράτος και τον τραπεζικό τομέα (€5,8 δις) και η αξιοποίηση του διαθέσιμου ταμειακού μαξιλαριού των επιχειρήσεων (€3,3 δις), αναμένεται να περιορίσει το κενό χρηματοδότησης στα €6,4 δις.
Εξαιρώντας τις μακροχρόνια ζημιογόνες επιχειρήσεις, τραπεζική χρηματοδότηση θα απαιτηθεί για την κάλυψη υπολειπόμενου κενού της τάξης των €2,2 δις, επιβεβαιώνοντας έτσι τη διαχειρισιμότητα των αναγκών για κεφάλαια κίνησης τη φετινή χρονιά.
"Φιλί Ζωής" για τις επιχειρήσεις
Μάλιστα, η εξασφάλιση για το σύνολο των υγιών επιχειρήσεων να έχει πρόσβαση σε επαρκή ρευστότητα το 2021 εκτιμάται τόσο από την κυβέρνηση όσο και από τους εκπροσώπους του επιχειρηματικού κλάδου ότι θα δημιουργήσει ένα "ανάχωμα" στις δευτερογενείς επιδράσεις της υγειονομικής κρίσης στην Ελληνική οικονομία που θα προέκυπταν από τη χρηματοοικονομική ασφυξία ενός σημαντικού ποσοστού επιχειρήσεων. Για το σκοπό αυτό ζητούν την ενεργοποίηση χρηματοδοτικών εργαλείων που θα δώσουν ανάσα στις πληττόμενες επιχειρήσεις.
Παράλληλα, σε μεσοπρόθεσμη βάση, όπως υπογραμμίζεται και από τη μελέτη της ΕΤΕ, όσο απομακρυνόμαστε από την επείγουσα συγκυρία εξασφάλισης της επιβίωσης των υγιών επιχειρήσεων, η προτεραιότητα θα πρέπει να δοθεί -και με την αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης- στην ανάκτηση του επιπέδου των επιχειρηματικών επενδύσεων που μειώθηκε εξαιτίας της οικονομικής κρίσης από 10% σε λιγότερο από 6% του ΑΕΠ αλλά και των αποθεμάτων που μειώθηκαν εν μέσω της πανδημίας από το 14% σε λιγότερο από 12% των πωλήσεων.