του Ηλία Καραβόλια
Όταν τα καλά σου ρούχα και παπούτσια είναι επί δυο-τρεις μήνες στην ντουλάπα, αυτό λέγεται κρίση. Ένας χρόνος όμως φυλαγμένα, χωρίς να τα φορέσεις, αυτό καλείται ύφεση (και σίγουρα όχι μόνο 8%).
Αν τώρα έχεις μαζέψει από τις καλές εποχές πολλά και ακριβά πράγματα, αντιλαμβάνεσαι το μέγεθος της τωρινής ύφεσης με όρους δαπάνης. Αν πάλι δεν είχες δυνατότητα ή κόλλημα για τα επώνυμα, τότε αντιλαμβάνεσαι την ύφεση με όρους εισοδήματος.
Γενική η ντουλάπα του καθενός κρύβει την χαμένη ταξική συνείδηση, ένα κρυμμένο πόθεν έσχες της επιθυμίας και των εισοδηματικών δυνατοτήτων στις καλές εποχές. Στις ντουλάπες αλλά και στα σαλόνια του ελληνικού νοικοκυριού, αποκαλύπτεται τόσο το παραγωγικό κενό της χώρας όσο και ο «χαμένος» πολλαπλασιαστής του εισοδήματος των προηγούμενων δεκαετιών.
Στην οικονομία λοιπόν που άνθησε η μόδα του επώνυμου εισαγόμενου προϊόντος, άνθησε παράλληλα και η συνήθεια των δόσεων στις πιστωτικές, ο θεσμός της μεταχρονολογημένης επιταγής, τα (υπέρ)καταναλωτικά και ψευδοεπιχειρηματικά δάνεια.
Συνηθίσαμε όλα τα παραπάνω, παράλληλα με μια «κανονικότητα»: χώρα των καθυστερήσεων στις δουλειές μας και της γραφειοκρατίας στις συναλλαγές με το Δημόσιο. Αναπτύξαμε μια ερωτική, σχεδόν διαστροφική σχέση, με το άκοπο κέρδος (αντιπαροχή, οικοδομές, υπερτιμολογημένες υπηρεσίες) και γι’ αυτό είχαμε ροπή προς την περιττή δαπάνη. Το χρήμα έρρεε, με την εκτίναξη του τουρισμού κυρίως, μαζί με τις επιθυμίες που ο καπιταλισμός έφερνε στο τόπο εκείνο που αναζητούσε( και εξακολουθεί να αναζητεί ) την ισορροπία μεταξύ Ανατολής και Δύσης ως προς την συμπεριφορική μας ανάλυση.
Με την πανδημία και τις κρατικές ενισχύσεις του σήμερα αυτά όλα μοιάζουν να επανεξετάζονται ως φαινόμενα. Ειδικά η σχέση χρόνου-αποτελέσματος από την νέα μορφή εργασίας θα οριστεί ξανά (ίσως βίαια με τις αλλαγές που θεσμοθετούνται στα εργασιακά).
Πάνε δε τώρα λίγα χρόνια όταν το ΔΝΤ μας ανακοίνωσε ότι έκανε λάθος με τον πολλαπλασιαστή στο πρώτο μνημονιακό πρόγραμμα δημοσιονομικής μας προσαρμογής. Απορώ πόσοι κατανόησαν περί τίνος επρόκειτο στην πραγματικότητα και πόσο σοβαρό «λάθος» ήταν αυτό. Οι λαλίστατοι δημοσιογράφοι και τα ΜΜΕ το έπαιξαν τότε όσο «έπρεπε»: λίγες ημέρες.
Ανακαλώ στην μνήμη το συμβάν για να το συσχετίσω με την σημερινή εικόνα ανασφάλειας παρά τις κρατικές επιδοτήσεις εισοδήματος σε εργαζομένους- εργοδότες. Ο πολλαπλασιαστής εισοδήματος και η διάχυση της ωφέλειας από το οποίο χρήμα που δαπανάται δεν λειτουργεί κανονικά, όχι μόνο γιατί έχουμε πανδημία, κλειστά σχεδόν μαγαζιά και αβεβαιότητα. Ούτε μόνο γιατί έχουμε επενδυτικό και παραγωγικό κενό. Αλλά και γιατί κόπηκε ο ομφάλιος λώρος στην σχέση εσόδων-εξόδων σε κάθε νοικοκυριό και σε κάθε επιχείρηση.
Η «εσωτερική υποτίμηση» των μνημονίων με την καθίζηση των εισοδήματων μας, γίνεται τώρα αντιληπτή αν θυμηθούμε ότι κάποια από τα ρούχα που δεν φοριούνται σήμερα, αγοράστηκαν πριν τα μνημόνια: στις καλές εποχές.
Ο μέσος Έλληνας συνέχισε φυσικά να ψωνίζει μετά τα μνημόνια( βλ άνοδο στις πωλήσεις ΙΧ) αλλά είχε αρχίσει να ζυγίσει το περιττό με το αναγκαίο, αφού έβλεπε την μείζονα πλάνη της στατιστικής : η μεγέθυνση της οικονομίας (αύξηση του ΑΕΠ) δεν συνεπάγεται παρά μόνο οριακές και μεσοπρόθεσμες μεταβολές στα πορτοφόλια νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Από το 2017 -2019 νιώσαμε καθαρά το φαινόμενο : τα πλεονάσματα του κράτους ηταν από τα ελλείμματα που ανοίχθηκαν στα σπιτικά και στα μαγαζιά μας.
Σε αυτό το κενό, για να είμαστε ακριβοδίκαιοι, έπεσε η ελληνική οικονομία λίγο πριν το μεγάλο έλλειμμα του 2009. Και αυτό το κενό καλείται «ετεροχρονισμός φάσης», έννοια που χρησιμοποιούν οι ηλεκτρολόγοι-μηχανολόγοι όταν δεν λειτουργούν ταυτόχρονα τα φορτία των κυκλωμάτων στις διακλαδώσεις του ρεύματος (σημ. : τέτοιου είδους κύκλωμα είναι το οικονομικό, με διακλαδώσεις, ροές και φορτία).
Που θέλω να καταλήξω : τα μικροοικονομικά δεδομένα δεν προσαρμόζονται αμέσως στα μακροοικονομικά σε αυτή την ταλαίπωρη μη κανονική οικονομία. Η ορθόδοξη φάση προσαρμογής λόγω εμφάνισης πολλαπλασιαστών δεν λειτουργεί στην νεοελληνική οικονομία : αποσυνδέθηκε από την μακροπρόθεσμη χρονικότητα της (βραχυκυκλώθηκαν οι χρόνοι των μεγεθών, για να το πούμε διαφορετικά).
Τα λέω αυτά διότι το σκηνικό κατά την σταδιακή επάνοδο στην κανονικότητα, δεν θα είναι ασύνδετο με τα μνημονιακά χρόνια όπου εγκαταστάθηκαν στο οικονομικό σύστημα της χώρας αρνητικοί πολλαπλασιαστές και επιβραδυντές εισοδήματος. Στην Ελλάδα, κάθε φορά που παθαίνει καθίζηση το ΑΕΠ (πχ. πανδημία) οι παράλληλοι χρόνοι καθίζησης του διαθέσιμου ατομικού εισοδήματος θα είναι πλέον ταχύτατοι.
Αυτό δημιούργει μια σχεδόν «δεδομένη» κατάσταση: όποτε και αν σταθεροποιηθεί το ΑΕΠ, από νέες επενδύσεις, θα πρέπει η εξίσωση φόρων-δαπανών του δημοσίου να συγχρονιστεί με τους χρόνους των ισοζυγίων επιχειρήσεων και νοικοκυριών (βλ. κόκκινα δάνεια και λοιπά χρέη).
Στην ντουλάπα κάθε νοικοκυριού δηλαδή, ακόμα θα υπάρχει κάτι από το εγκληματικό λάθος του ΔΝΤ πριν 10 χρόνια, το οποίο πιστό σε αυτοματισμούς και θεωρίες προσαρμογής ακραίας νεοφιλελεύθερης εμπνεύσεως υπέθεσε ότι η εσωτερική υποτίμηση και η δημοσιονομική προσαρμογή θα συγχρονιζότανε με την αύξηση της ανταγωνιστικότητας και των εξαγωγών.
Επιμένω -και δεν θα κουραστώ να το γράφω-ότι χωρίς γενναία ώθηση στο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων και χωρίς ταυτόχρονη τόνωση της εγχώριας ζήτησης, τα δις από ΕΕ και μόνο η πτώση των φορολογικών συντελεστών, δεν αρκούν να δώσουν ώθηση για θέσεις εργασίας και για να προσελκύσουν ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια. Οι προσδοκώμενοι αυτοματισμοί θα είναι απλά και μόνο «νοητικά άλματα» καθ’ ότι ο ετεροχρονισμός φάσης της ελληνικής οικονομίας έχει μονιμοποιηθεί δραστικά.
Ενισχυτικό της κατάστασης είναι η προσαρμογή της συναλλακτικής συμπεριφοράς μας (περί εθισμού πρόκειται) στα δεδομένα που υπαγορεύει η πανδημία: Φυλαγόμαστε, αποταμιεύουμε, δεν «τρώμε» τις επιστρεπτέες και τα επιδόματα του κράτους, ενθυμούμενοι πάντα, μπροστά στις βιτρίνες, ποσό γεμάτη είναι η ντουλάπα μας…