του Παναγιώτη Ε. Πετράκη*
Ο κόσμος, η Ευρώπη και η Ελλάδα αντέδρασαν στην πανδημία. Αύξησαν το χρέος, που θα το πληρώσουν οι επόμενες γενεές (λεφτόδεντρο δεν υπάρχει), αύξησαν τη ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος κινητοποιώντας και τη δημοσιονομική πολιτική (Next Generation EU και Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων). Παράλληλα η ΕΚΤ προχώρησε σε εξαγορές δημόσιου χρέους για να συγκρατήσει τις τιμές τους, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η ροή δανειακών κεφαλαίων προς τις πληττόμενες οικονομίες. Έτσι κατορθώσαμε και εμείς να εκμεταλλευθούμε τις περιστάσεις με νέες εκδόσεις χρέους, μέχρι και 30ετούς διάρκειας, όπου δώσαμε την ευκαιρία στις αγορές να μας δείξουν την εμπιστοσύνη τους και εμείς να αποπληρώσουμε το ακριβό IMF. Ταυτοχρόνως αποφασίστηκε για το 2020 και το 2021, και θα δούμε για το 2022, να μην ισχύουν οι ευρωπαϊκοί δημοσιονομικοί κανόνες για τα ελλείμματα και το χρέος.
Το ότι πάντως συμφωνήθηκε αυτό σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει πως θα ήταν δυνατόν να αυξάνουμε ανεξέλεγκτα το χρέος, ιδίως όταν τα όρια αγοράς των ομολόγων από την ΕΚΤ (36 δισ. ευρώ) τείνουν να εξαντληθούν.
Στην πραγματικότητα και τα εθνικά προγράμματα δανεισμού είναι συμφωνημένα, και οι εισροές κεφαλαίων από τις ευρωπαϊκές πηγές συμφωνούνται με τους ευρωπαίους εταίρους. Ταυτοχρόνως σχεδιάζεται και ο οδικός χάρτης εξόδου από την κρίση για όλη την ευρωζώνη, όπου οι χώρες έχουν διαφορετικές αντιδράσεις ρωμαλέας ανάκαμψης.
Και εδώ υπεισέρχεται ο ρόλος των πολιτικών, κυρίως της αντιπολίτευσης και όχι μόνο, αλλά και της πληροφόρησης. Εάν οι προτάσεις περιλαμβάνουν αναδιανομή των πόρων, είναι ένδειξη διαφορετικής πολιτικής και επιδέχονται κριτική ανάλυση. Όμως περισσότερα χρήματα σε όλους είναι απλώς χάιδεμα ψηφοφόρων.
Μπορούμε να αυξήσουμε πολύ περισσότερο τα χρέη μας; Δυστυχώς, ο υπολογισμός του ύψους των προτάσεων που γίνονται είναι πολύ δύσκολος, για να αποκτήσουμε και μια αίσθηση του βάρους που προτείνεται να αναλάβουν οι επόμενες γενιές. Ας δεχθούμε πάντως ότι οι προτάσεις της αντιπολίτευσης είναι γενναιότερες της κυβέρνησης. Εάν είναι πολύ γενναιότερες, γεννώνται ορισμένα βασικά ερωτήματα: Θα συμφωνούσαν οι εταίροι με τις προτάσεις αυτές ή προτείνεται να επιστρέψουμε στην «άρνηση» του 2015, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, με τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε να περιμένει. Το ερώτημα είναι κρίσιμο, διότι εάν έχουμε πάλι υπόψη μας τη λαϊκιστική σύγκρουση με την Ευρώπη και συνεπώς την προοπτική να αυξηθεί το κόστος δανεισμού μας, τότε στο βάθος (όχι πολύ βάθος) του κήπου μας περιμένουν ο αποκλεισμός από τις αγορές και το τέταρτο Μνημόνιο!
Υπάρχουν άλλοι τρόποι να επιτύχουμε την αύξηση των πόρων μας; Ορισμένες σχετικές σκέψεις εκπορεύονται και από οικονομολόγους που υποστηρίζουν τις απόψεις της αντιπολίτευσης και εμπλέκουν και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) που είχε χειριστεί σε μεγάλο βαθμό και το τρίτο Μνημόνιο. Σήμερα βρίσκεται στα αζήτητα από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις λόγω ακριβώς της «σκληρής μνημονιακής διάστασης» που είχαν και έχουν οι ενέργειές του και οι προτάσεις του.
Είμαστε μπροστά σε μια σκηνή του έργου της επανεισόδου του ESM στον δανεισμό των κυβερνήσεων και του τραπεζικού συστήματος; Το να υπερακοντίζουμε στην παροχολογία ανοίγει έναν ολισθηρό δρόμο που απαιτεί πολύ μεγάλη προσοχή για να τον διαβούμε.
*καθηγητής ΕΚΠΑ